Κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας, στις τάξεις της ελληνικής πεζογραφίας θα ξεκινήσει ένας καινούργιος γύρος για τον Εμφύλιο, όπου τίποτε δεν θα πηγάζει πλέον από το άμεσο ή από το έμμεσο βίωμα (από τη χειροπιαστή εμπειρία ή από την παιδική και την εφηβική μνήμη), όπως συνέβαινε με τους συγγραφείς της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Ο Εμφύλιος θα προβληθεί στις σελίδες των νεότερων πεζογράφων πρωτίστως ως ένα μνημειωμένο γεγονός και ως ιστορικό σκηνικό ανοιχτό σε πολλαπλές αναγνώσεις και ερμηνείες, προχωρώντας έτσι στη σύνθεση της διπλής ιστορικής του αλήθειας, αλλά και στην υπέρβαση του κοινωνικοπολιτικού του τραύματος. Πολλές δεκαετίες μετά τον τερματισμό του Εμφυλίου, οι καινούργιες συγγραφικές γενιές θα είναι σίγουρα σε θέση να τον αποτυπώσουν όχι σαν ζεστό και ξέχειλο αίμα, αλλά ως τετελεσμένη Ιστορία.
Αυτή η οπτική είναι που απουσιάζει εντυπωσιακά από το δεύτερο μυθιστόρημα της Σωτηρίας Μαραγκοζάκη, το οποίο εξελίσσεται σε μια φανταστική ορεινή πόλη της Βόρειας Ελλάδας με πρωταγωνιστές μια αντάρτισσα κλεισμένη σε κελί, μια πόρνη που έχει συνεργαστεί με όλο το πολιτικό κατεστημένο της περιοχής, έναν φιλελεύθερο δικηγόρο που συνειδητοποιεί σιγά-σιγά το πραγματικό πολιτικό κλίμα της σύγκρουσης, έναν φανατικό εθνικόφρονα, έναν αξιωματικό του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) κι έναν αλαφροΐσκιωτο (έναν τρελό του χωριού) που βγάζει όλα τα δημόσια ημαρτημένα στη φόρα. Η Μαραγκοζάκη θέλει το βιβλίο της σαν ομηρικό έπος (το κατανέμει σε ραψωδίες αφιερωμένες κάθε φορά σε έναν από τους έξι ήρωες και ενσωματώνει στην αφήγηση προφορικές διηγήσεις με στοιχεία από το δημοτικό τραγούδι), ενώ είναι σαφές πως επιδιώκει με την πολυφωνία της μια πρισματική απόδοση του εμφυλιακού διακυβεύματος στη γραμμή της ένοπλης αντίθεσης μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος