Μόντρεαλ, 2018. Η Ρενέ, μια επιβλητική νοσοκόμα ημερήσιας φροντίδας με καταγωγή από την Αϊτή, σπρώχνει το αναπηρικό αμαξίδιο ενός 78χρονου άντρα, ανήμπορου, σχεδόν ναρκωμένου από τα φάρμακα, και το αφήνει στο κέντρο ενός μεγάλου, εντυπωσιακού δωματίου. Τα έπιπλα έχουν τραβηχτεί στις άκρες και, μολονότι είναι ακόμα πρωί, ο ήλιος δεν μπορεί να εισχωρήσει εκεί μέσα. Αλλωστε, ένα κινηματογραφικό συνεργείο τεσσάρων ατόμων (σε εθνική, υποτίθεται, αποστολή) έχει ήδη φροντίσει για αυτό.

Βλέπουμε τον Λέοναρντ (Λίο) Φάιφ, «περιτριγυρισμένο από σκοτάδι, μόνο με ένα σποτάκι να του φωτίζει το πρόσωπο» και είναι σαν να έχουμε μπροστά μας «μια ομιλούσα κεφαλή» η οποία ξεπήδησε «από έργο του Μπέκετ». Ο συγκεκριμένος άνθρωπος πεθαίνει, είναι αρκετά σαφές αυτό, μα το μυαλό και το σώμα του, προσώρας τουλάχιστον, «συνεχίζουν να λειτουργούν, φυτεμένα σ’ ένα σώμα που έχει χάσει κάθε αξία κι είναι αδρανές και καταδικασμένο».

Ναι, ένας μεταστατικός καρκίνος κατατρώει την απισχνασμένη ύπαρξή του και ο Φάιφ, ο κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα Oh, Canada του Ράσελ Μπανκς (1940-2023), έχει απόλυτη συναίσθηση του επικείμενου, αναπόδραστου τέλους του. Θα έλεγε κανείς ότι, τη δεδομένη στιγμή, είναι συμφιλιωμένος με την αρρώστια του, με τίποτε άλλο. Θα έλεγε κανείς, επίσης, ότι ο Φάιφ λειτουργεί πλέον (ανακλαστικά, ακανόνιστα) ως μια πάσχουσα και εκκρεμής συνείδηση η οποία απλώς διαδέχτηκε έναν ανεξέταστο και εκκρεμή βίο.

Λοιπόν, ό,τι συμφωνήθηκε και ξεκίνησε ως μια επίσημη συνέντευξη (με κάμερα και μικρόφωνο, για λογαριασμό ενός ραδιοτηλεοπτικού δικτύου του Καναδά) με βασικότατο άξονα την καλλιτεχνική σταδιοδρομία του Φάιφ (διάσημος ντοκιμαντερίστας, πολιτικός και κοινωνικός, αριστερός και στρατευμένος, εξέθετε συστηματικά την υποκρισία και τη διαφθορά των ισχυρών μέσα από τις εμβληματικές δουλειές του), δεν αργεί να μετατραπεί σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, μια μύχια, ύστατη προσευχή μέσω της οποίας ο Φάιφ επιχειρεί να εξιλεωθεί για τις «προδοσίες» και τις «λιποταξίες» του.

Στο ίδιο συσκοτισμένο δωμάτιο βρίσκεται η Εμμα Φλυν, η σύζυγος (αφοσιωμένη σύντροφος και παραγωγός) του Φάιφ επί τέσσερις δεκαετίες. Εκείνος απαιτεί και επιβάλλει την παρουσία της, θέλει να είναι κοντά του εκείνη, πλην όμως να μην την αντικρίζει κιόλας, διότι δεν το αντέχει αυτό, πάντως θέλει οπωσδήποτε να ακούσει όλα όσα έχει εκείνος να πει, λόγια αποσιωπημένα και αληθινά, όπως ισχυρίζεται ο Φάιφ, απευθυνόμενος ουσιαστικά προς εκείνη και μόνο, σχετικά με σημαντικά πράγματα που η Εμμα νομίζει ότι γνωρίζει (μάλιστα, όποτε η Εμμα, παραξενεμένη ή εξαντλημένη ή εκνευρισμένη από τη διαδικασία, αποπειράται να φύγει, ο Φάιφ σταματά, διακόπτει το γύρισμα σαν πεισματάρικο παιδάκι και ανακοινώνει στον σκηνοθέτη Μάλκολμ Μακλίοντ, παλιό του μαθητή και ένθερμο θαυμαστή του, ότι δεν πρόκειται να ολοκληρώσει αν εκείνη δεν επιστρέψει στο σετ).

Russell Banks Oh, Canada Μετάφραση Αννα Μαραγκάκη. Εκδόσεις Πόλις, 2024, σελ. 384, τιμή 20 ευρώ

Η ομιχλώδης διαφυγή

Το κρίσιμο ζήτημα εδώ, σε τούτο το βιβλίο, σε ένα ωραίο μυθιστόρημα που φιλοδοξεί από τα μέσα να ακτινογραφήσει τη λεγόμενη ψευδομνήμη, είναι ότι η δύσκολη αλλά απαραίτητη εξιστόρηση του Φάιφ, προφανώς, ούτε καθαρή είναι ούτε γραμμική, αντιθέτως, είναι «δαιδαλώδης» ή «μπερδεμένη και μπερδευτική» (μετάφραση από τα αγγλικά της Αννας Μαραγκάκη, η οποία έχει παραδώσει εν γένει μια θαυμάσια εργασία στην ελληνική γλώσσα, είτε αποδίδει τα διαθλασμένα εσωτερικά τοπία του πρωταγωνιστή είτε την εξωτερική επικράτεια της ιστορικής Νέας Αγγλίας).

Τι ξέρουν οι περισσότεροι για τον Φάιφ; Οτι ανήκε κι αυτός στους 60.000 νεαρούς Αμερικανούς που είχαν διαφύγει στον Καναδά, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, προκειμένου να αποφύγουν την επιστράτευση και να μην καταλήξουν στο εμπόλεμο Βιετνάμ (ο Μπομπ Ντίλαν συμφωνούσε με αυτή την τακτική, η Τζόαν Μπαέζ πάλι την καταδίκαζε, θεωρώντας ότι θα ήταν πιο συνεπές αλλά και αποτελεσματικό να κάνουν φυλακή). Την άνοιξη του 1968, τη μέρα που διέσχισε τα σύνορα των ΗΠΑ από το Βερμόντ προς τη γειτονική χώρα, ο Φάιφ δήλωσε ανυπότακτος και ζήτησε άσυλο.

Και για μισό αιώνα αυτή παραμένει η πεμπτουσία της δημόσιας εικόνας του, ενός ασυμβίβαστου δημιουργού, ενός μαχητικού ντοκιμαντερίστα. Ωστόσο, ισχύει τούτη η εκδοχή; Μήπως ο Φάιφ εγκατέλειψε τότε την πατρίδα του έχοντας διαφορετικές (και αντιφατικές) σκέψεις; Από τι προσπαθούσε, όντως, να ξεφύγει ο Φάιφ; Από μια παλιά ζωή; Από πολλές παλιές ζωές; Μήπως ο Φάιφ είχε παντρευτεί άλλες γυναίκες και είχε αποκτήσει παιδιά νωρίτερα;

Επιπλέον, πώς ήταν η παιδική και εφηβική του ηλικία, πώς αντιμετώπιζε την οικογένειά του και τους φίλους του; Τα ερωτήματα είναι απανωτά, υπερχειλίζουν, και η στρατηγική του Ράσελ Μπανκς στο Oh, Canada έγκειται ακριβώς στη διαμόρφωση μιας αφηγηματικής και ηθικής αβεβαιότητας, ανθρωπιστικής κατεξοχήν, με ορίζοντα εμάς, τους αναγνώστες. Τι παρακολουθούμε; Κρυμμένα μυστικά και ψέματα που αποκαλύπτονται; Τη φαντασμαγορική αναξιοπιστία ενός επινοημένου παρελθόντος που γίνεται παρόν;

Ο συγγραφέας, μεταξύ ενοχής και μεταμέλειας, φιλοτεχνεί μια συγκινητική παραδοξότητα, την τρικυμισμένη διαύγεια ενός ανθρώπου που, ενόσω ψυχορραγεί πλημμυρισμένος από αναμνήσεις, διακρίνει το μείζον – το νόημα – και δεν τα παρατάει μέχρι την τελευταία του πνοή: πασχίζει να αγαπήσει παραπάνω απ’ όσο έχει αγαπηθεί.