Τον περίμενα να εμφανιστεί στην πλατφόρμα τηλεδιασκέψεων Zoom και, παράλληλα, σκεφτόμουν ότι όσο ωφέλιμη, όσο χρηστική κι αν αποδείχθηκε, θα είναι πάντοτε ταυτισμένη με την πρόσφατη πανδημία που όλοι προσπαθούμε να ξεχάσουμε. Ο Σέχαν Καρουνατίλακα, ο οποίος τιμήθηκε με το κορυφαίο Βραβείο Booker 2022 για το μυθιστόρημά του Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα (Τhe Seven Moons of Maali Almeida), άργησε λίγο στην προγραμματισμένη ψηφιακή συνάντησή μας. Οπως εξήγησε όμως, υπήρχε σοβαρός λόγος.
«Με συγχωρείτε που καθυστέρησα. Επρεπε να διευθετήσω ένα έκτακτο οικογενειακό περιστατικό. Κάτι συνέβη με τον πατέρα μου στον επάνω όροφο! Επιπλέον, διαπιστώνω τώρα ότι έχει ένα πρόβλημα η κάμερά μου, ελπίζω να λυθεί σύντομα» είπε κάπως αναστατωμένος προς «Το Βήμα» ο 48χρονος σριλανκέζος συγγραφέας. «Εσείς δεν με βλέπετε. Με ακούτε, ωστόσο. Σαν κάποιο φάντασμα από μακριά, υποθέτω…» αστειεύτηκε ύστερα.
«Α, μην ανησυχείτε! Αλλωστε θα συζητήσουμε για αυτά, το βιβλίο σας είναι γεμάτο φαντάσματα…» τον καθησύχασα με τη σειρά μου, στο ίδιο τόνο, κάτι που μάλλον εκτίμησε.
Ενα «μεταφυσικό θρίλερ»
Το βιβλίο του, γραμμένο στο (απαιτητικό) δεύτερο (ενικό) πρόσωπο, τοποθετημένο μεταξύ 1989 και 1990, συνιστά μια σάτιρα, ακατάτακτη και πληθωρική, διασκεδαστική και καυστική, στο βάθος όμως πικρότατη και σκοτεινή, για τη μοίρα της νησιωτικής πατρίδας του, της αλλοτινής Κεϋλάνης, της σημερινής Σρι Λάνκα, η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στην Ινδία. Εμπνευσμένος από τη θρησκευτική και φιλοσοφική παράδοση της Νοτιοανατολικής Ασίας και έχοντας ως φόντο τον φοβερό εμφύλιο πόλεμο της χώρας (Σινγκαλέζοι εναντίον Ταμίλ) ο οποίος κράτησε μια εικοσιπενταετία και πλέον, ένα αιματοβαμμένο χάος το οποίο τερματίστηκε μόλις το 2009, αφήνοντας πίσω σκοτωμένους, αγνοούμενους και εκτοπισμένους, ο Καρουνατίλακα συνέθεσε ένα «μεταφυσικό θρίλερ», καταπώς χαρακτήρισε το μυθιστόρημα ο πρόεδρος της επιτροπής που το ξεχώρισε.
Κεντρικός ήρωας, εν προκειμένω, είναι ακριβώς ο Μάαλι Αλμέιντα, ένας πολεμικός φωτογράφος-ρεπόρτερ, η ψυχή του οποίου «αφυπνίζεται» σε ένα είδος γραφειοκρατικού «καθαρτηρίου», ενώ το διαμελισμένο σώμα του βουλιάζει στα νερά μιας λίμνης. Ο ίδιος δεν γνωρίζει ποιος το έκανε αυτό αλλά, σε κάθε περίπτωση, καλείται να διαλευκάνει το μυστήριο, διότι είναι ο μόνος τρόπος να προστατέψει τους ανθρώπους που αγαπά, ανθρώπους που έχουν στα χέρια τους ένα επίμαχο υλικό, το οποίο αναζητούν και η επίσημη κυβέρνηση και οι αντάρτες.
Μετά το Βραβείο Booker
Ο χρόνος πιέζει τον Μάαλι Αλμέιντα ακόμη και στον «προθάλαμο» της μεταθανάτιας ζωής, έχει μόνο «εφτά φεγγάρια», δηλαδή εφτά νύχτες, για να προλάβει, να αποτρέψει τα χειρότερα. To θέμα είναι ότι (δεδομένης της συνθήκης, μιας ένοπλης σύρραξης στο ρευστό πλαίσιο της οποίας οι εμπλεκόμενες δυνάμεις «αλληλοσκοτώνονταν με καταιγιστικούς ρυθμούς») οι ύποπτοι είναι πολλοί, πάρα πολλοί.
«Μετά το Βραβείο Booker, έχω να αναφέρω μόνο καλά προβλήματα! Εχουν αυξηθεί οι υποχρεώσεις, ο χρόνος τρέχει πιο γρήγορα, αλλά δεν παραπονιέμαι. Αντιθέτως, είμαι πολύ ικανοποιημένος που το βιβλίο μου μεταφράζεται πλέον σε ολόκληρο τον κόσμο. Ξέρετε, είναι σημαντικό να βρεθείς και στη μακρά και στη βραχεία λίστα ενός τέτοιου θεσμού. Οι περισσότερες υποψηφιότητες είναι ποιοτικές. Από τη στιγμή, όμως, που συγκαταλέγεται κανείς στους φιναλίστ, ο παράγοντας τύχη παίζει μεγάλο ρόλο, επειδή ο κάθε κριτής έχει τις δικές του προδιαγραφές. Ισως το αλλόκοτο βιβλίο μου ευνοήθηκε από την ανοιχτή διάθεση και την όρεξη των μελών της συγκεκριμένης επιτροπής να αναζητήσουν κάτι άλλο, πιο παράξενο, πιο ανοίκειο και πιο ευφάνταστο» εκτίμησε ο Καρουνατίλακα.
Για τους «δυτικούς αναγνώστες»
Το ενδιαφέρον με τα Εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα, του δεύτερου μυθιστορήματός του, είναι ότι αποτελεί μια πιο επεξεργασμένη και αναθεωρημένη εκδοχή ενός κειμένου που είχε ήδη δημοσιευτεί και κυκλοφορήσει ως βιβλίο υπό τον τίτλο Κουβέντες με νεκρούς (Chats with the Dead, 2020). Αυτό συνέβη αποκλειστικά στη λεγόμενη Ινδική υποήπειρο.
«Η υποδοχή ήταν ενθουσιώδης στην περιοχή. Ομως δεν μπορούσα να βρω εκδότη στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Είχα αφιερώσει πάνω από πέντε χρόνια στη συγγραφή του βιβλίου και, από ένα σημείο και μετά, άρχισα ειλικρινά να αναρωτιέμαι αν αυτή η ιστορία μπορεί να είναι λειτουργική και μακριά από εδώ, αν θα μπορούσε να αφορά ένα ευρύτερο κοινό, επειδή το βιβλίο και ριζωμένο στη σύγχρονη ιστορία της Σρι Λάνκα είναι – η οποία δεν είναι ακριβώς πασίγνωστη στον υπόλοιπο πλανήτη – και αρκούντως περίπλοκο από μόνο του. Ωσπου βρέθηκε ο ανεξάρτητος βρετανικός οίκος Sort of Books που το πίστεψε αλλά μου ζήτησε να κάνω ορισμένες επεμβάσεις, οι οποίες θα διευκόλυναν τους «δυτικούς αναγνώστες». Δέχθηκα, τις έκανα, εκμεταλλεύτηκα την περίοδο της πανδημίας και το δούλεψα ξανά».
Πλην όμως, από μια δημιουργική και καλλιτεχνική άποψη, δεν τον προβλημάτισε καθόλου αυτή η εξέλιξη; «Κοιτάξτε, η καθημερινή μου εργασία είναι στον τομέα της διαφήμισης, είμαι κειμενογράφος. Και ως τέτοιος είμαι συνηθισμένος στις τροποποιήσεις και στις αλλαγές του περιεχομένου. Οταν ήμουν νεότερος, απογοητευόμουν με κάτι τέτοια. Ωριμάζοντας όμως κατάλαβα ότι είναι σχεδόν φυσικό, αναπόσπαστο κομμάτι της επαγγελματικής διαδικασίας, ο πελάτης που πληρώνει να έχει τη δική του αντίληψη για την «ιδανική προώθηση». Πλέον είμαι ευέλικτος. Ως προς το βιβλίο, σας διαβεβαιώνω ότι δεν παραβιάστηκε η ουσία του. Δεν αλλοιώθηκε τίποτα. Κατέστησα απλώς ορισμένα πράγματα πιο καθαρά, άλλα τα επεξήγησα περισσότερο, αφαίρεσα και πρόσθεσα πρακτικές λεπτομέρειες. Εκοψα και έραψα λελογισμένα. Το κρίσιμο ήταν να παραμείνει καθαρή η αυθεντική φωνή του μυθιστορήματος, ο ήχος του αν προτιμάτε».
Δηλαδή; τον ρωτήσαμε. «Να ακούγονται όλοι και όλα όπως ακούγονται στη Σρι Λάνκα. Τα αγγλικά να μην ακούγονται «βρετανικά» ή «αμερικανικά». Να είναι αληθινά, όχι «σωστά». Επιτρέψτε μου να μεταχειριστώ μια αναλογία από τη μουσική: αν ακούσετε μια ροκ μπάντα από τη Νοτιοανατολική Ασία, έχετε την αίσθηση ότι ακούτε τη διασκευή κάποιου βρετανικού ή αμερικανικού πρωτότυπου τραγουδιού. Δεν συμβαίνει το ίδιο, για παράδειγμα, με τη ραπ ή τη χιπ χοπ μουσική. Αυτές ακούγονται αλλιώτικα. Θέλησα, συνεπώς, η γραφή στα «Εφτά φεγγάρια του Mάαλι Αλμέιντα» να έχει μια δομή και έναν ρυθμό που να συντονίζεται με τον ιδιαίτερο σριλανκέζικο χαρακτήρα, να αναδίδει αυτό το άρωμα και να διαμορφώνει αυτή την ατμόσφαιρα. Φανταστείτε το πρόσωπο ενός ανθρώπου που, αν και υπομένει απανωτές καταστροφές, δεν στραβομουτσουνιάζει και δεν χάνει ποτέ το χαμόγελό του» απάντησε ο Καρουνατίλακα από το Κολόμπο, την πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα.
Αφήγηση και λογοτεχνία
«Διερωτώμαι αυτή τη στιγμή που συνομιλούμε, σε ποια κουλτούρα δεν υπάρχουν ιστορίες μυστηρίου και φαντασμάτων; Και, επίσης, σε ποια χώρα δεν προκύπτουν καταστάσεις δυστοπίας, αφού όλες ανεξαιρέτως έχουν τις συγκρούσεις τους, πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, ακόμη και φυλετικές; Στη Σρι Λάνκα βιώσαμε έναν εμφύλιο πόλεμο, μεταξύ 1983 και 2009. Και η Ελλάδα βίωσε κάτι παρόμοιο, πριν από αρκετές δεκαετίες. Επιπροσθέτως, θυμάμαι τα βιβλία «μαγικού ρεαλισμού» που διάβαζα από τη Λατινική Αμερική. Δεν είχα ταξιδέψει εκεί, ας πούμε, αλλά καταλάβαινα απολύτως πώς είναι δυνατόν να «εξαφανίζονται» άνθρωποι από τη μια μέρα στην άλλη, το καταλάβαινα γιατί, εν τω μεταξύ, το διαπίστωνα δίπλα μου. Εν πάση περιπτώσει, όταν μια αφήγηση είναι καλογραμμένη, η σύνδεση μαζί της είναι ακαριαία, αυτή είναι η μαγεία της λογοτεχνίας. Τούτων δοθέντων, ας επανέλθω. Το βιβλίο μου είναι, σε αδρές γραμμές, μια αστυνομική ιστορία. Η βασική διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο ντετέκτιβ είναι το ίδιο το θύμα της δολοφονίας, το ίδιο το πτώμα», ο Μάαλι Αλμέιντα, που τζογάρει, που επιστρατεύει το διαβρωτικό μαύρο χιούμορ, που κρύβει την ομοφυλοφιλία του.
«Αφησα τα φαντάσματα του παρελθόντος να ακουστούν»
Στη μέση της συνομιλίας μας, η κάμερα του Σέχαν Καρουνατίλακα ανένηψε, η εικόνα αποκαταστάθηκε. Πρόσχαρος, προσηνής τύπος. «Τις βλέπετε τώρα τις κιθάρες και τα ντραμς πίσω μου; Λατρεύω τη μουσική αλλά δεν είμαι τόσο ταλαντούχος. Το ίδιο ισχύει με το σχέδιο και τη ζωγραφική. Ομως κάνω ό,τι μπορώ» αυτοσαρκάστηκε.
Τόνισε για ακόμη μία φορά, σχετικά με τα Εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα, ότι έγραψε «ένα μυθιστόρημα για τα φαντάσματα του παρελθόντος, τα άφησα να μιλήσουν, να ακουστούν». Και πράγματι το βιβλίο, ασχέτως αν κινείται στα όρια διαφορετικών λογοτεχνικών ειδών, ασχέτως αν δεν είναι ψυχοπλακωτικό, παραμένει στον πυρήνα του ένα προσκλητήριο νεκρών.
«Τα εφηβικά και νεανικά μου χρόνια συνέπεσαν με τον εμφύλιο πόλεμο. Η γενιά μου πίστευε ότι δεν θα τελειώσει ποτέ, οπότε απλώς συνεχίζαμε τη ζωή μας όπως μπορούσαμε, μέσα σε μια φούσκα καμωμένη από μουσική, ταινίες, τηλεόραση, κρίκετ, προσποιούμενοι ότι όλα αυτά συνέβαιναν κάπου αλλού. Αυτή η συμπεριφορά αντανακλά και κάτι εθνικό. Οι Σριλανκέζοι δεν θέλουν να σκαλίζουν τα περασμένα, προτιμούν να κοιτάνε μπροστά, προτιμούν τη λήθη αντί της μνήμης, κάτι που δεν είναι και πολύ γόνιμο κατά τη γνώμη μου. Νομίζω ότι δεν έγραψα ένα πολεμικό μυθιστόρημα αλλά ένα μυθιστόρημα για τη σύγχυση που προκαλεί ένας τέτοιος πόλεμος. Κάθε πόλεμος αφήνει μια κληρονομιά αντικρουόμενων προσεγγίσεων. Τι έγινε και ποιος ευθύνεται; Εγώ ούτε δημοσιογράφος είμαι ούτε ιστορικός ούτε αναλυτής. Ως συγγραφέως όμως, επιχείρησα να σκιαγραφήσω αυτή την κληρονομιά μέσα από τις δυνατότητες θέασης που προσφέρει η αστυνομική αφήγηση πάνω σε ένα ευρύτερο έγκλημα τεράστιων διαστάσεων. Για ένα πράγμα είμαι σίγουρος, ότι το επόμενο βιβλίο μου θα είναι εντελώς διαφορετικό, σκέφτομαι να γράψω ένα χαζούλικο ερωτικό χρονικό να ξεμπερδεύω…» υπογράμμισε.
«Στη Σρι Λάνκα όταν ασκείς κριτική ή θίγεις τα κακώς κείμενα, σου λένε διάφοροι ότι δεν είσαι και πολύ πατριώτης! Ωρες-ώρες συμφωνώ πλήρως με τη μάνα μου και τη γυναίκα μου. Αυτές μου λένε να βγάλω τον σκασμό “για τα πολιτικά” και να κάτσω ήσυχος στη γωνιά μου. Σε αυτή τη φάση της ζωής μου, όντως, δεν αντέχω τους αποπροσανατολιστικούς μπελάδες. Πάντως εδώ, ακόμη και ένα “απερίσκεπτο” σχόλιο μπορεί να καταλήξει επικίνδυνο. Εδώ δηλαδή, αν κάποιος εκφραστεί ελεύθερα, αν πει την αλήθεια, δεν αποκλείεται να έχει την τύχη του Μάαλι Αλμέιντα».