Γιώργος Συμπάρδης
Αδέλφια
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 312, τιμή 15,50 ευρώ
Οι περιπέτειες του ατόμου και οι περιπλοκές των οικογενειακών σχέσεων κρατούν έναν προνομιακό ρόλο στις σελίδες της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας. Η σχέση τους, ωστόσο, με τον κοινωνικό περίγυρο δεν είναι μονόδρομος: άλλοτε κλείνονται σε ένα εσωστρεφές, σχεδόν ιδιωτικό πλαίσιο και άλλοτε, μολονότι δεν υπερβαίνουν ακριβώς τα όριά τους, μπορεί να κοιτάζουν ταυτοχρόνως εκτός των τειχών, σε έναν κόσμο που στρέφεται έστω και περιστασιακά προς τον εξωτερικό περίβολο του κάστρου. Αυτή είναι η περίπτωση του Γιώργου Συμπάρδη, ο οποίος στο τέταρτο κατά σειρά μυθιστόρημά του (στον συνολικό λογαριασμό θα πρέπει να προσθέσουμε και το αμέσως προηγούμενο βιβλίο του που είναι νουβέλα) παρακολουθεί συστηματικότερα από κάθε άλλη φορά τον κοινωνικό χρονότοπο των ηρώων του – ίσως γιατί τώρα ο χρονότοπος αυτός είναι και ιστορικός.
Τα Αδέλφια ξεκινούν τη δράση τους από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και διατρέχουν ένα μέρος της επόμενης δεκαετίας με κέντρο αναφοράς μια πόλη που βρίσκεται είκοσι μόνο χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, την Ελευσίνα (αν και η τελευταία δεν κατονομάζεται ποτέ). Ο τίτλος είναι κυριολεκτικός. Εχουμε να κάνουμε με δύο αδελφούς (ο πρωτότοκος έχει μπει στην εφηβεία, ο δεύτερος ακολουθεί κατά πόδας) οι οποίοι δεν θα τα βρουν ποτέ μεταξύ τους, παραμένοντας μέχρι το τέλος σε καθεστώς βίαιης και ανυποχώρητης (με τακτικά ξυλοφορτώματα) διαπάλης. Τι ακριβώς τους χωρίζει;
Ο μεγάλος είναι κάπως σκοτεινός και ανήσυχος (ένα στοιχείο που διαχέεται σε ολόκληρο το μυθιστόρημα και μεταδίδεται και σε άλλους ήρωες): εγκαταλείπει το σχολείο, δουλεύει στις οικοδομές και καταλήγει σε συνεργείο, διεκδικώντας τα ωραιότερα κορίτσια (αλλά και τις ώριμες κυρίες) της εποχής του. Ο μικρός μοιάζει (λόγω και της ηλικίας του) κάπως ομφαλοσκόπος και ντροπαλός. Επιπλέον διαβάζει βιβλία και ακούει μουσική, ενώ στον ενήλικο βίο του θα γίνει συγγραφέας (ως συγγραφέας αναλαμβάνει και την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της ιστορίας).
Ας μη φανταστούμε ότι ο Συμπάρδης οργανώνει τη γραμμή της δραματουργίας του γύρω από ένα αντιθετικό δυαδικό σχήμα: από τη μια ο χοντρόπετσος και λαϊκός μεγάλος και από την άλλη ο λεπτεπίλεπτος και καλλιεργημένος μικρός. Η αντίθεση μεταξύ των δύο υπάρχει και αποδεικνύεται, όπως το έλεγα και προεισαγωγικά, αγεφύρωτη, οι διαφορές τους όμως δεν είναι τόσο αντιπαραθέσεις στο επίπεδο της συμπεριφοράς και της καλλιέργειας όσο συγκρούσεις που προκύπτουν από τον ανταγωνισμό για τη διεκδίκηση πρωτείων: ποιος είναι ο κυρίαρχος στο δωμάτιο ή στο σπίτι που μοιράζονται, ποιος θα κερδίσει την επιβράβευση για τις ερωτικές του επιδόσεις, ποιος θα φορέσει το καλύτερο σακάκι (ακόμα και διά της υφαρπαγής του) ή θα ανέβει πριν από τον άλλο σε μηχανάκι. Κι αν ο μεγάλος αφήνει συνεχώς πίσω του φορεμένους ρόλους, ο μικρός δεν είναι διόλου έτοιμος να δεχτεί τα αποφόρια.
Κι ενώ τα δύο αδέλφια σφάζονται στο οικογενειακό τους αλωνάκι (χωρίς ο αφηγητής, αν και είναι ενδοδιηγητικός, να δικαιώνει οποιαδήποτε πλευρά), τριγύρω τους διαγράφεται με ανάγλυφα χρώματα η ελληνική ημι-επαρχία του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα: το ξέσπασμα της οικοδομικής δραστηριότητας, τα καχεκτικά ακόμη, αν και όχι ακριβώς αφανή οικονομικά μεγέθη, η μετανάστευση στην Αυστραλία και τη Γερμανία, οι εκπλήξεις της τεχνολογίας στα καταναλωτικά προϊόντα, αλλά και οι νοοτροπίες του συνοικιακού μικρόκοσμου. Οταν το συλλογικό και η Ιστορία συναντούν το καθημερινό, το προσωπικό και το τετριμμένο για να πορευτούν μαζί αξεχώριστα, χάρη σε μιαν αφήγηση που ξέρει πώς να τα συνταιριάξει όλα στην ίδια ενότητα και χάρη επίσης σε μια γλώσσα που βάζει δειλούς, μοιραίους και άβουλους αντάμα, χωρίς να υποτιμήσει ή να παραμερίσει κανέναν.