Το θέμα του πεπεισμένου ακροδεξιού, που άλλοτε ήταν παρακρατικός ή χουντικός και σήμερα προβάλλει ως ριζοσπαστικοποιημένος αντισυστημικός, δεν είναι αδιερεύνητο από τους σύγχρονους ή τους νεότερους συγγραφείς. Πρόσφατα το έψαξε ο Νίκος Ξένιος με το μυθιστόρημά του Τα σπλάχνα (2019), λίγο παλαιότερα το ανέδειξε σε αναπεπταμένο πεδίο ο Νίκος Μάντης με τη μυθιστορηματική του σύνθεση Οι τυφλοί (2017), ενώ πριν από αρκετές δεκαετίες το ψηλάφησε εις βάθος ο Αλέξανδρος Κοτζιάς σε ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματα της σταδιοδρομίας του, το Αντιποίησις αρχής (1979).
Δοκιμάζοντας για πρώτη φορά τις δυνάμεις του στην πεζογραφία, μετά από δεκαετίες ευδόκιμης άσκησης στον λόγο της κριτικής, ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας θέλει να πλησιάσει το θέμα του προσεκτικά και κατά στάδια, χωρίς να το μετατρέψει σε εργαστήριο εφαρμογής μιας προγραμματικής, άνωθεν ιδέας ή να το στριμώξει μέσα σε ένα άβολο ιδεολογικό κοστούμι, υιοθετώντας ηθικολογικούς, πολιτικά ορθούς τόνους. Ετσι, αντί να στήσει ανοιχτά ένα κλίμα πολιτικής εχθρότητας και μισαλλοδοξίας, ο Γιώργος Περαντωνάκης χτίζει μια προφυλαγμένη κυψέλη: την κυψέλη ενός παραδοσιακού μίσους, στο εσωτερικό της οποίας φωλιάζει μια πανάρχαια σύγκρουση – η σύγκρουση μεταξύ δύο αδελφών, την οποία να θυμίσω ότι αποτυπώνει ανάγλυφα ο Γιώργος Συμπάρδης στο βιβλίο του Αδέλφια (2018), ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης (πιθανόν κι ένα ψυχολογικό θρίλερ), που παρακάμπτει την πολιτική, μένοντας αυστηρά εντός των τειχών της οικογένειας και του ατομικού βίου.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.