Το 1927 ο Αγγελος Σικελιανός και η Εύα Πάλμερ διοργανώνουν τις πρώτες Δελφικές Γιορτές αρχαίου δράματος, ενώ η νεότερη Ελλάδα προσπαθεί να επιστρέψει σε μια κανονικότητα μετά το τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής, να διαχειριστεί τα νέα της εδάφη και να ενσωματώσει τους νέους πληθυσμούς που απέκτησε μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Ευρώπη ζει στους έντονους ρυθμούς της άγριας δεκαετίας του 1920, της οικονομικής ευημερίας και της ρήξης της με τις κοινωνικές νόρμες και την αισθητική της προπολεμικής εποχής.
Στα λογοτεχνικά πράγματα, αυτή τη δεκαετία ο Τ. Σ. Ελιοτ εκδίδει την Έρημη χώρα (1922), στο Παρίσι κυκλοφορεί ο Οδυσσέας (1922) του Τζέιμς Τζόις, στο Βερολίνο τυπώνεται η Δίκη (1925) του Φραντς Κάφκα και στο Λονδίνο η Κυρία Ντάλογουεϊ (1925) της Βιρτζίνια Γουλφ.
Στην Ελλάδα, όπου το μοντέρνο θα έρθει μερικά χρόνια αργότερα, βαριά πέφτει ακόμη η σκιά του Παλαμά και είναι έντονη η παρουσία του Σικελιανού και του Καζαντζάκη, ενώ στα βραχύβια περιοδικά που έχουν πυκνώσει εντυπωσιακά στην πρωτεύουσα οι νέοι λογοτέχνες, φορείς ενός ευρωπαϊκού αισθητισμού που φτάνει καθυστερημένα, δημοσιεύουν ποιήματα πεισιθάνατου λυρισμού και νεορομαντικής ευαισθησίας.
Σ’ αυτόν τον κόσμο θα κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του, στις 15 Απριλίου 1927, την ίδια χρονιά που κυκλοφορούν οι Σκλάβοι πολιορκημένοι του Βάρναλη και το Ελεγεία και σάτιρες του Καρυωτάκη, το περιοδικό «Νέα Εστία».
Σήμερα, 92 χρόνια μετά την εμφάνισή της, δικαίως κατέχει τον τίτλο του «μακροβιότερου περιοδικού στην ιστορία του ελληνικού λογοτεχνικού Τύπου». Η αντοχή της επί σχεδόν έναν αιώνα είναι εντυπωσιακή για τα ελληνικά εκδοτικά δεδομένα και οφείλεται οπωσδήποτε στη σταθερή υποστήριξη του εκδοτικού οίκου της Εστίας από το πρώτο της τεύχος, όπου συναντούμε συνιδιοκτήτες τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, πρώτο διευθυντή του περιοδικού, και τον εκδότη της Εστίας Ιωάννη Δ. Κολλάρο. Αργότερα, ο δεύτερος θα εξαγοράσει το μερίδιο του πρώτου και η ιδιοκτησία του περιοδικού θα περάσει εξ ολοκλήρου στον εκδοτικό οίκο. Ο Κολλάρος «είχε αληθινή και αμετακίνητη αγάπη για τη λογοτεχνία μας. Είχε πάθος χωρίς καμμιάν υπερβολή, είχε ωραίο πάθος για τη “Νέα Εστία”, που την έβλεπε συνέχεια μιας άλλης αξιομνημόνευτης προσπάθειας, της παλιάς “Εστίας”, και προέκταση της μακρινής εκείνης εποχής του ομώνυμου βιβλιοπωλείου του Γεωργίου Κασδόνη, που το υπηρέτησε με μοναδική εργατικότητα και αργότερα, το 1900, το έκαμε, πάντα με τον κόπο του, δική του επιχείρηση και σκοπό της ζωής του», θα γράψει στη νεκρολογία του για τον Κολλάρο, τον Μάρτιο του 1956, ο τότε διευθυντής του περιοδικού Πέτρος Χάρης, αποδίδοντας στον εκδότη τα εύσημα διότι «με πολλά ελλείμματα, κράτησε τη “Νέα Εστία” – που με τον καιρό ανδρώθηκε, νίκησε την κρίση, προχώρησε στο δρόμο της…».
Η διάρκεια της «Νέας Εστίας», η υπόληψη του εκδοτικού οίκου, καθώς και το αναμφισβήτητο γεγονός ότι από τις σελίδες της πέρασαν όλοι οι έλληνες λογοτέχνες και διανοούμενοι έχουν προσδώσει στο περιοδικό ένα κύρος ανάλογο θα λέγαμε των επιστημονικών «peer reviewed» περιοδικών και, παρότι δεν πρόκειται για επιστημονικό περιοδικό που δημοσιεύει κείμενα αξιολογημένα από ομάδα ομοτέχνων και ειδικών, το κύρος των προσωπικοτήτων που διηύθυναν το περιοδικό ήταν αρκετό για να εδραιώσει τη φήμη του ως έγκριτου και σοβαρού περιοδικού.
Γλωσσική ανεκτικότητα και πολιτική αμεροληψία
Πρώτος διευθυντής, από το 1927 ως το 1932, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Ηδη καταξιωμένος και δημοφιλής συγγραφέας, ο οποίος θα γίνει και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1931, ο Ξενόπουλος ήταν από τους πιο οξυδερκείς κριτικούς της εποχής του με σημαντική εμπειρία στον Τύπο. Συνεργάτης πολλών εφημερίδων και περιοδικών, είχε διατελέσει διευθυντής του σημαντικού περιοδικού “Eστία” που εξέδιδε τον προηγούμενο αιώνα ο Γεώργιος Κασδόνης, ο ιδρυτής του εκδοτικού οίκου της Εστίας.
Σε μια εποχή που το γλωσσικό ήταν ακόμη ζέον ζήτημα, ο Ξενόπουλος, δημοτικιστής ο ίδιος, επιλέγει για το περιοδικό μια ήπια δημοτική, η οποία όμως δεν επιβάλλεται στους συνεργάτες, που έχουν το ελεύθερο να χρησιμοποιούν τη μορφή της γλώσσας και την ορθογραφία που προτιμούν, όπως ξεκαθαρίζει στο εκδοτικό του σημείωμα στο πρώτο τεύχος. «Μόνον γλωσσικούς εξωφρενισμούς δεν υπάρχει φόβος να συναντήση κανείς εις αυτάς τας σελίδας» καταλήγει. Τη γλωσσική ανεξιθρησκία θα ακολουθήσει και η πολιτική ανεξιθρησκία. Το περιοδικό αποφεύγει να τοποθετηθεί κομματικά και να χρωματιστεί ιδεολογικά. Ο Ξενόπουλος μάλιστα στο ίδιο τεύχος εξηγεί ότι υπήρχε πρόθεση στην ύλη του περιοδικού να συμπεριληφθεί και ένα πολιτικό δελτίο, αλλά «οι πολιτικοί αρθρογράφοι, με τους οποίους συνωμιλήσαμεν, μας άφησαν να εννοήσωμεν ότι καθένας θα υπηρετούσε το κόμμα του, ενώ ημείς ηθέλαμεν την κριτικήν αυτήν της πολιτικής κινήσεως αμερόληπτον και αφ’ υψηλού, όπως και κάθε άλλην». Αυτή η γλωσσική και πολιτική ανεκτικότητα του περιοδικού ήταν ένας ακόμη παράγοντας που του εξασφάλιζε ευρύ πεδίο συνεργατών: «Η “Νέα Εστία” είναι το μόνο περιοδικό όπου μπορεί να γράψει κανείς γιατί έχει μαζέψει τόσα ανόμοια στοιχεία ώστε να καταντήσει ανώνυμος κοινός τόπος» θα γράψει ο Σεφέρης στον Κατσίμπαλη το 1931. Σύντομα το περιοδικό θα γίνει πόλος έλξης λογοτεχνών οι οποίοι θα τροφοδοτήσουν αργότερα τις λογοτεχνικές σειρές του εκδοτικού οίκου. Στο πρώτο μέρος του, το περιοδικό δημοσιεύει λογοτεχνικά και κριτικά κείμενα ή μεγάλα ρεπορτάζ και έρευνες για τη φιλολογική ζωή και το ελληνικό βιβλίο και στο δεύτερο μέρος, με τον τίτλο «Δεκαπενθήμερο», και μετά το 1998 «Μηνολόγιο», δημοσιεύονται βιβλιοκρισίες και ειδήσεις από τον χώρο του βιβλίου και του πολιτισμού.
Ο Πέτρος Χάρης και οι άλλοι
Αναμφισβήτητα εκείνος ο οποίος πιστώνεται την εδραίωση του περιοδικού στη συνείδηση των αναγνωστών και της φιλολογικής κοινότητας είναι ο Πέτρος Χάρης, ο επί πεντηκονταετία διευθυντής του. Ποιητής, κριτικός και γαμπρός του Ξενόπουλου, συνδιηύθυνε μαζί του το περιοδικό από το 1933 ως το 1934 και συνέχισε μετά την αποχώρηση του Ξενόπουλου ως διευθυντής ως το 1987. Αύξησε τους αναγνώστες και τους συνδρομητές του περιοδικού και τηρώντας μια μετριοπαθή στάση κατάφερε να κρατήσει το περιοδικό ανοιχτό και στα χρόνια της Κατοχής και της γερμανικής λογοκρισίας, δημοσιεύοντας γερμανούς κλασικούς.
Τον διαδέχθηκε ο συγγραφέας, κριτικός και μεταφραστής Ευάγγελος Ν. Μόσχος ως τον Ιούνιο του 1998, συνεχίζοντας την παράδοση του Πέτρου Χάρη, και ακολούθησε, από τον Σεπτέμβριο του 1998, ο δοκιμιογράφος Σταύρος Ζουμπουλάκης, μετέπειτα πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος. Υπό τη διεύθυνση του τελευταίου το περιοδικό γίνεται μηνιαίο, ανανεώνεται η τυπογραφική του εμφάνιση και εισέρχεται δυναμικά στον διάλογο για πολιτικά ζητήματα της επικαιρότητας με αρθρογραφία για θέματα ιδεών και πολιτικής σκέψης, όπως ο λαϊκισμός ή ο πόλεμος στο Ιράκ. Από τον Δεκέμβριο του 2012 κυκλοφορεί ανά τρίμηνο, με διευθυντή τον ιστορικό και πρόεδρο της Εφορείας των Γενικών Αρχείων του Κράτους Νίκο Καραπιδάκη. Την περίοδο αυτή αλλάζουν η τυπογραφική εμφάνιση και το εξώφυλλο του περιοδικού, εισάγεται πλέον στην έκδοσή του το μονοτονικό και το περιοδικό κυκλοφορεί σταθερά με τη μορφή εκτενών αφιερωμάτων σε πρόσωπα και θέματα της πνευματικής μας ζωής (Ρόδης Ρούφος, Γενιά του 1970, Κωστής Παλαμάς κ.ά.).
Εμπεριστατωμένα, πολυφωνικά αφιερώματα
Ωστόσο, τα αφιερώματα δεν είναι πρόσφατη πρακτική της «Νέας Εστίας». Ξεκινούν από τα Χριστούγεννα του 1931 και αργότερα απλώνονται στον χρόνο με διάφορες, επετειακού χαρακτήρα συνήθως, αφορμές. Για όποιον ενδιαφέρεται για την ελληνική λογοτεχνία, τα αφιερώματα του περιοδικού σε σημαντικές προσωπικότητες του λόγου και των ιδεών αποτελούν συλλογικούς τόμους που λειτουργούν για τον αμύητο αναγνώστη ως εξαιρετικές εισαγωγές στο έργο των συγγραφέων αυτών ενώ εφοδιάζουν τον εξειδικευμένο μελετητή με ανέκδοτα κείμενα, νέες ερμηνείες, κριτικές αποτιμήσεις και επισκόπηση της πρόσληψης του συγγραφέα. Για τον μαθητή, τον δάσκαλο, τον μελετητή, τον αναγνώστη που χρειάζεται μια εμπεριστατωμένη, σφαιρική και πολυφωνική προσέγγιση ενός λογοτέχνη, τα αφιερώματα της «Νέας Εστίας» είναι το βασικό σημείο εκκίνησης.
Από τα αφιερώματα αυτά, «Το Βήμα» έχει επιλέξει και θα προσφέρει στους αναγνώστες του τις επόμενες εβδομάδες εκείνα που αφορούν τέσσερις μείζονες λογοτέχνες: τον Γιώργο Σεφέρη, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Γιάννη Ρίτσο και τον Νίκο Καζαντζάκη.
Ο Σεφέρης συνεργάτης της «Νέας Εστίας»
Στον Σεφέρη το περιοδικό αφιέρωσε ολόκληρο το τεύχος 1087 που κυκλοφορεί στις 15 Οκτωβρίου 1972, έναν χρόνο μετά τον θάνατό του στις 20 Σεπτεμβρίου 1971. Ο Πέτρος Χάρης στο εισαγωγικό του σημείωμα υπενθυμίζει στους αναγνώστες ότι η πρώτη μεταφραστική δοκιμή και η πρώτη λογοτεχνική εμφάνιση του Σεφέρη έγιναν από τη «Νέα Εστία», τον Ιούλιο του 1928, υπογράφοντας ως Γ. Σεφεριάδης τη μετάφραση του κειμένου «Μια βραδιά με τον κύριο Τεστ» του Πολ Βαλερί. Θυμίζει επίσης ότι από τη «Νέα Εστία» υψώθηκε η κριτική φωνή του Παλαμά το 1931, ο οποίος, κρίνοντας το πρώτο ποιητικό βιβλίο του Σεφέρη, τον αναγνώριζε ως ποιητή. Εκεί επίσης δημοσίευσε ο Σεφέρης δύο από τα πρώτα του ποιήματα το 1932. Εχοντας υπογραμμίσει τη σχέση του νομπελίστα ποιητή με το περιοδικό, ο Χάρης εξηγεί ότι σκοπός του αφιερώματος είναι να αναδείξει, νηφάλια και μακριά από φανατισμούς, το σύνολο του συγγραφικού προσώπου του Σεφέρη. Ο ίδιος ο Πέτρος Χάρης κάνει εκτενή λόγο για τον πεζογράφο Σεφέρη, τονίζοντας ότι τα δοκίμιά του είναι ισότιμα με τα πεζά του, φωτίζοντας μια πλευρά του σεφερικού έργου την οποία πλέον θεωρούμε αξεχώριστη από την ποιητική του δημιουργία και η οποία χαρακτηρίζει τον Σεφέρη ως δημόσιο διανοούμενο. Ο Μηνάς Δημάκης με ένα αναλυτικό ερμηνευτικό κείμενο εξηγεί γιατί ο Σεφέρης είναι μια αντιπροσωπευτική φωνή των γραμμάτων μας. Δύο κείμενα, του Ανδρέα Καραντώνη και του Θεόδωρου Ξύδη, παρουσιάζουν τον Σεφέρη ως μεταφραστή και ειδικότερα ως μεταφραστή του Ασματος Ασμάτων και της Αποκάλυψης του Ιωάννη. Το αφιέρωμα περιλαμβάνει εκλογή από το έργο του ποιητή, βιογραφικό σχεδίασμα και πολύ σημαντική κριτικογραφία που παρουσιάζει πώς είδε η κριτική το πρώτο φανέρωμα του Σεφέρη. Ο Κατσίμπαλης δημοσιεύει την ανέκδοτη ως τότε «Μπαλλάδα» από χειρόγραφο που του είχε χαρίσει ο ποιητής το 1931 και το περιοδικό δημοσιεύει επίσης ένα ανέκδοτο ντοκουμέντο, το πρακτικό της βράβευσης του Σεφέρη με το Έπαθλο Παλαμά το 1947.
Ο Ελύτης και οι νέοι
Το αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη, στο διπλό τεύχος 1674-1675 της 1ης και της 15ης Απριλίου 1997, κυκλοφορεί επίσης στην πρώτη επέτειο από τον θάνατο του ποιητή στις 18 Μαρτίου 1996. Ο Ε. Ν. Μόσχος, στο εκδοτικό του σημείωμα, υπογραμμίζει κατά την πάγια πρακτική του περιοδικού τη σχέση του εντύπου με τον τιμώμενο, τονίζοντας ότι «ο πρώτος Ελύτης έκανε την εμφάνισή του από τις σελίδες της “Νέας Εστίας” με τον “Ήλιο τον Πρώτο”, με την “Πορτοκαλένια” και το “Ναυτάκι του περιβολιού”», αλλά και με το κριτικό κείμενό του για τον Κάλβο και με ποιητικές μεταφράσεις του Λόρκα. Το τεύχος ανοίγει ένα λυρικό εγκώμιο στον ποιητή σε στίχους του Τάκη Βαρβιτσιώτη και συνεχίζει αποτυπώνοντας αυτά που θα αποτελέσουν σταθερές του μετέπειτα κριτικού λόγου για τον Ελύτη: τη σχέση του με τη μουσική, τη ρητορική διάσταση της γλώσσας του, τον Ελύτη ως ποιητή του ήλιου και του Αιγαίου, τον Ελύτη και τη σχέση του με τη Σαπφώ, τον Ελύτη ως δοκιμιογράφο και ως μεταφραστή. Η θεατρική ανάγνωση της «Μαρίας Νεφέλης» από τον νεαρό, τότε, θεατρολόγο Γιώργο Πεφάνη, και το μελέτημα σχετικά με τη διδασκαλία της ποίησης του Ελύτη στα παιδιά από τη νεαρή, τότε, φιλόλογο Αννίτα Παναρέτου παραμένουν εξαιρετικά χρήσιμα και για τον σημερινό αναγνώστη του Ελύτη. Ο διευθυντής του περιοδικού υπογραμμίζει μάλιστα ότι στο αφιέρωμα συμμετέχουν πολλοί νέοι κριτικοί, από τη νέα γενιά, που «δε χάνουν την ευκαιρία να φέρνουν στο στόμα τους τους παραμυθητικούς στίχους του», τους νέους που ο ποιητής ήθελε «να τους έχει κοντά του και να πιστεύουν στο έργο του». Το σφαιρικό πορτρέτο του Ελύτη συμπληρώνεται από εκλογή από το έργο του, μια συνέντευξή του τού 1979, όταν τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, και βιβλιογραφικά στοιχεία από τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο.
Φόρος τιμής στον Ρίτσο
Διπλά επετειακό είναι το αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο του τεύχους 1547 που κυκλοφορεί τα Χριστούγεννα του 1991, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του ποιητή στις 11 Νοεμβρίου 1990. Ο Ε. Ν. Μόσχος προειδοποιεί ότι ίσως ξαφνιάζει τον αναγνώστη το αφιέρωμα στον αριστερό ποιητή χριστουγεννιάτικα, θυμίζει όμως ότι η πολιτική του περιοδικού, την οποία είχαν εφαρμόσει και οι προηγούμενοι διευθυντές, ήταν «να μην κάνει καμιά πολιτική». Ωστόσο, θα πρέπει εμείς να παρατηρήσουμε ότι, στο περιοδικό που ο Σεφέρης θεωρούσε «κοινό τόπο», κείμενο που υπογράφει ο Ρίτσος δεν θα βρούμε, παρά μόνο ένα: μία επιστολή του προς τη Χρύσα Προκοπάκη, μελετήτρια και ανθολόγο του έργου του, την οποία δημοσιεύει η ίδια στο αφιερωματικό τεύχος του 1991. Από τις στήλες της κριτικής, η «Νέα Εστία» παρουσίαζε τακτικά την ποίηση του Ρίτσου, αλλά το περιοδικό, που θεωρήθηκε από την Αριστερά ένα μετριοπαθές περιοδικό της αστικής διανόησης, δεν ήταν προφανώς αποδεκτός τόπος για να δημοσιεύει τα κείμενά του ένας εμβληματικός συγγραφέας της Αριστεράς. Στο αφιέρωμα συμμετέχουν όλοι οι σημαντικοί μελετητές του Ρίτσου. Ο άγγλος ποιητής και κριτικός Στίβεν Σπέντερ γράφει για τη σχέση της ποίησης με την πολιτική. Ο Αλέξανδρος Αργυρίου κάνει μια συνολική παρουσίαση και αποτίμηση του έργου του. Η Χρύσα Προκοπάκη συμμετέχει με ένα ερμηνευτικό κείμενο για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» και ο πανεπιστημιακός Γιώργος Βελουδής με ένα άρθρο για τον μύθο στον Ρίτσο. Χρονολόγιο του ποιητή από την Αγγελική Κώττη, ανθολόγηση αντιπροσωπευτικών ποιημάτων του, ανέκδοτη αλληλογραφία του με τον Στρατή Τσίρκα, επιλογή κριτικογραφίας για το έργο του και βιβλιογραφικά στοιχεία από την Αικατερίνη Μακρυνικόλα συμπληρώνουν τον τόμο.
Η διάρκεια του Καζαντζάκη
Διαφορετικό από τα προηγούμενα, το αφιέρωμα στον Καζαντζάκη που προσφέρει «Το Βήμα», το τεύχος 1211 της «Νέας Εστίας» που κυκλοφορεί τα Χριστούγεννα του 1977, δεν είναι το πρώτο αλλά το τέταρτο αφιέρωμα του περιοδικού στον κρητικό συγγραφέα, στα είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του. Η «Νέα Εστία» πραγματοποίησε συνολικά πέντε αφιερώματα στον Νίκο Καζαντζάκη. Το πρώτο είχε κυκλοφορήσει στις 15 Νοεμβρίου 1957, λιγότερο από έναν μήνα μετά τον θάνατό του στις 26 Οκτωβρίου 1957, με τις πρώτες γενικές αποτιμήσεις για το έργο του. Δύο χρόνια μετά, τα Χριστούγεννα του 1959, κυκλοφόρησε το δεύτερο αφιέρωμα, με εκτενή κριτικά μελετήματα, και τα Χριστούγεννα του 1971 το τρίτο, δίνοντας έμφαση στον τρόπο που ξένοι μελετητές είδαν το έργο του Καζαντζάκη. Το αφιέρωμα του 1977 εστιάζει στη διάρκεια του Καζαντζάκη και στην προσέγγιση του φαινομένου Καζαντζάκης. Δημοσιεύονται για πρώτη φορά τρία μονόπρακτα έργα του, ένα προσωπικό κείμενο του μεταφραστή του στα αγγλικά Κίμωνα Φράιερ (εισαγωγή στην αμερικανική έκδοση της καζαντζακικής Οδύσσειας), και μεγάλο μέρος της αλληλογραφίας του με τον Ι. Θ. Κακριδή, τον σουηδό μεταφραστή του Αλέξη Ζορμπά Borje Knös και τον γερμανοεβραίο λόγιο Max Tau, κείμενα που τεκμηριώνουν και ερμηνεύουν την παγκόσμια διάδοση του έργου του Καζαντζάκη. Το πέμπτο αφιέρωμα θα γίνει το 1997.