Τον Φεβρουάριο του 1833 ο ταλαντούχος δανός αρχιτέκτονας Κρίστιαν Χάνσεν έρχεται με υποτροφία στην Ελλάδα για να μελετήσει την αρχιτεκτονική των αρχαίων μνημείων. Σύντομα θα αναλάβει τον σχεδιασμό της κατοικίας του πρίγκιπα Γεωργίου Καντακουζηνού και άλλων ιδιωτικών κατοικιών και τον Σεπτέμβριο του 1834 θα διοριστεί στο Αρχιτεκτονικό Τμήμα του υπουργείου Εσωτερικών. Τα επόμενα χρόνια θα είναι ακάματα δημιουργικός. Σχεδιάζει την Αγγλικανική Εκκλησία στην οδό Φιλελλήνων, ένα θέατρο στην πλατεία Κλαυθμώνος, συμμετέχει στην αποκατάσταση των μνημείων της Ακρόπολης. Το 1839 του ανατίθεται ο σχεδιασμός του Οθώνειου Πανεπιστημίου.
Ο νεότερος αδελφός του, Θεόφιλος, θα έρθει ειδικά από τη Δανία για να τον βοηθήσει και στο γραφείο του θα εργαστεί αργότερα και ο Γερμανός Ερνστ Τσίλερ. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών θα παραμείνει το μόνο ανώτατο πανεπιστημιακό ίδρυμα της χώρας μέχρι την ίδρυση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1925. Το κτίριο του Πανεπιστημίου, που αποπερατώνεται το 1864, θα είναι το σημαντικότερο δημόσιο κτίριο της νέας πόλης. Μαζί με τη διπλανή του Ακαδημία Αθηνών και το «Βαλλιάνειο» κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, έργα της τριανδρίας Χάνσεν – Τσίλερ, συγκροτούν την αποκαλούμενη «αθηναϊκή τριλογία», τα πιο αναγνωρίσιμα κτίρια της νέας Αθήνας.
Περιπλάνηση στη σύγχρονη Αθήνα
Στην καρδιά της σύγχρονης Αθήνας, το κτίριο του Πανεπιστημίου, με τα προπύλαιά του, στέκεται ως προνομιακό σημείο παρατήρησης της έκφρασης πολιτικών συγκρούσεων και κοινωνικών διεκδικήσεων και αποτελεί κατάλληλο σημείο εκκίνησης για τον περιηγητή της Αθήνας, που θέλει να ανακαλύψει την ιστορία και της φυσιογνωμία της νέας πόλης μέσα από τα κτίριά της.
Αριστος οδηγός σε αυτή την περιήγηση, ο πολυτελής τόμος Αθήνα, διακόσια χρόνια – διακόσια κτίρια (επιμέλεια Μανώλης Αναστασάκης, εκδόσεις Grad Review, 2021) που κυκλοφόρησε με αφορμή τη διακοσιετηρίδα από την κήρυξη της Επανάστασης παρουσιάζοντας, συμβολικά, 200 δημόσια και ιδιωτικά κτίρια της Αθήνας καλύπτοντας 200 χρόνια ελληνικής αρχιτεκτονικής. Οι εικόνες και η τεκμηρίωσή τους οξύνουν το βλέμμα του περιηγητή, το κατευθύνουν πίσω από τις φωτεινές πινακίδες των πολυκαταστημάτων και των γραφείων στους όγκους και στις σχεδιαστικές λεπτομέρειες κτιρίων με ιστορική και αρχιτεκτονική αξία, τοπόσημων με συμβολικό χαρακτήρα. Σύντομα εισαγωγικά κείμενα, τα οποία υπογράφουν αρχιτέκτονες, ιστορικοί της αρχιτεκτονικής και ιστορικοί τέχνης (Γιάννης Α. Αίσωπος, Στέλιος Γιαμαρέλος, Μαρία Δανιήλ, Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη, Francois Loyer, Μάνος Μπίρης, Κώστας Τσιαμπάος, Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ) κατατοπίζουν εξαιρετικά τον αναγνώστη για τις πολιτικο-οικονομικές και αισθητικές συνθήκες που ευνόησαν το αρχιτεκτονικό ύφος κάθε περιόδου συνθέτοντας όλα μαζί μια συνοπτική ιστορία της ελληνικής αρχιτεκτονικής δύο αιώνων.
Από την Επανάσταση έως τον πόλεμο
Από την πρώτη περίοδο (1821-1867) σώζονται ως σήμερα, διατηρητέα νεότερα μνημεία τα περισσότερα, η Μητρόπολη, από όπου οι Αθηναίοι αποχαιρετούν εκπροσώπους της πολιτικής και της πνευματικής ζωής, το Αστεροσκοπείο Αθηνών, από τα πρώτα ερευνητικά ιδρύματα της χώρας, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, σχεδιασμένο από τον Λύσανδρο Καυταντζόγλου, ιδεολογικοπολιτικό σύμβολο μετά τη φοιτητική εξέγερση ενάντια στη δικτατορία το 1973. Οι βαυαροί, δανοί, γάλλοι και ξενοσπουδαγμένοι έλληνες αρχιτέκτονες, εκφραστές του κλασικισμού, θα διαμορφώσουν την εικόνα της Αθήνας αυτής της περιόδου. Είναι τα χρόνια που ανεγείρονται μνημειώδη δημόσια μέγαρα κοινωνικής αρωγής με χορηγίες μεγάλων εθνικών ευεργετών.
Στην επόμενη περίοδο (1868-1922), ο όψιμος κλασικισμός θα συναντηθεί με τα ευρωπαϊκά ρεύματα της εποχής, τον ιστορισμό και τον εκλεκτικισμό. Η περίοδος θα κληροδοτήσει στην πόλη το Δημαρχείο Αθηνών, τη Βαρβάκειο Αγορά, το Μέγαρο Μαξίμου, το Προεδρικό Μέγαρο, το Μαράσλειο Διδασκαλείο του 1905, το Νέο Αρσάκειο (Κωνσταντίνος Μαρούδης, Ερνστ Τσίλερ) του 1925 στην οδό Σταδίου, το Μέγαρο Σταθάτου (Ερνστ Τσίλερ) στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας, νυν Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Ο Τσίλερ, ο οποίος θα σχεδιάσει το «Ιλίου Μέλαθρον», την κατοικία του ανασκαφέα της Τροίας Ερρίκου Σλήμαν στην Αθήνα, νυν Νομισματικό Μουσείο, θα διαμορφώσει καθοριστικά την εικόνα της Αθήνας μετά το 1880, από τον Πειραιά και το Φάληρο ως την Κηφισιά δημιουργώντας σχολή, η οποία άφησε το αποτύπωμά της και στη λαϊκή αρχιτεκτονική και με την εκτεταμένη επανάληψη των στοιχείων της έγινε γρήγορα αποδεκτή ως γηγενής, κι ας ήταν εμπνευσμένη από έναν Γερμανό. Την ίδια εποχή, μια νέα αστική τάξη αναδύεται. Οι αρχιτέκτονες σχεδιάζουν τώρα προσοδοφόρα ακίνητα, ξενοδοχεία, επαύλεις και εξοχικές κατοικίες.
Τα δύσκολα πολιτικά και οικονομικά χρόνια του μεσοπολέμου και του πολέμου (1923-1945), η πόλη διογκώνεται πληθυσμιακά φτάνοντας περίπου το μισό εκατομμύριο το 1928, εκ των οποίων τα δύο τρίτα είναι μετανάστες και πρόσφυγες. Η άμεση ανάγκη στέγασης θα δημιουργήσει τις προσφυγικές πολυκατοικίες της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Τα ίδια χρόνια χτίζεται η Φοιτητική Λέσχη του Πανεπιστημίου Αθηνών στην οδό Ιπποκράτους. Είναι τα χρόνια που ανθεί στην Ελλάδα η βιομηχανία κατασκευής σιγαρέττου. Το κτίριο του Δημόσιου Καπνεργοστασίου στην οδό Λένορμαν, που ολοκληρώθηκε το 1930, αποτελεί σημαντικό δείγμα της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής και μαρτυρεί την ιστορική εξέλιξη της καπνοβιομηχανίας στη χώρα. Η Αθήνα εξακολουθεί να παρακολουθεί τα αισθητικά ρεύματα της εποχής. Στην πρόσοψη του μεγάρου θεαμάτων Rex, του 1935, απαντούν στοιχεία Αrt Deco και αμερικανικής τεχνοτροπίας των χώρων θεάματος της εποχής.
Η αστυφιλία των μεταπολεμικών χρόνων (1946-1979) και η επείγουσα ανάγκη για στέγαση προκαλεί μια έκρηξη του φαινομένου της αστικής πολυκατοικίας. Υπάρχουν όμως και δημόσια κτίρια της ίδιας εποχής, συντονισμένα με τα διεθνή αρχιτεκτονικά ρεύματα. Στα χρόνια αυτά οικοδομείται το 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο, το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», και το περίφημο εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη στον Λόφο Φιλοπάππου, σε σχέδια του Δημήτρη Πικιώνη, εμπνευσμένο από την αρχαιοελληνική, τη βυζαντινή, τη λαϊκή και την ιαπωνική αρχιτεκτονική. Η διαρρύθμιση των υπαίθριων χώρων με λιθόστρωτα πεζούλια, παγκάκια και μετωπική θέα στον Βράχο της Ακρόπολης συνθέτουν ένα αναπαυτήριο που ανακηρύχθηκε το 1996 μνημείο προστατευόμενο από την UNESCO. Στην ίδια περίοδο χτίζεται το ξενοδοχείο «Hilton» (Εμμανουήλ Βουρέκας, Προκόπης Βασιλειάδης, Σπύρος Στάικος) και το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών (Τεχνικό Γραφείο Δοξιάδη) ενώ το Πανεπιστήμιο Αθηνών μετακομίζει σε νέα κτίρια, που συγκροτούν ολόκληρη πανεπιστημιούπολη στην περιοχή Ζωγράφου. Η Θεολογική Σχολή του ΕΚΠΑ (Λάζαρος Καλυβίτης, Γιώργος Λεονάρδος), με σαφείς επιρροές από τον Λε Κορμπυζιέ και αναφορές στην παραδοσιακή λαϊκή και μοναστηριακή αρχιτεκτονική, χτισμένη από μπετόν, συνιστά ενδιαφέρον δείγμα ελληνικού μπρουταλισμού.
Οι τελευταίες δεκαετίες (1980-2021) είναι χρόνια του μεταμοντερνισμού και της εξωστρέφειας, που αφήνουν στην πόλη ιδιαίτερες αρχιτεκτονικές δημιουργίες στην κατηγορία της κατοικίας και σημαντικά μεγάλα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια που σχεδιάζονται από ξένους αρχιτέκτονες με διεθνή παρουσία, όπως το Νέο Μουσείο Ακρόπολης (Μπερνάρ Τσουμί, Μιχάλης Φωτιάδης) και το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» (Renzo Piano Building Workshop). Την ίδια περίοδο χτίζονται προς τον Νότο το Μουσείο Μπενάκη στην οδό Πειραιώς (Μαρία Κοκκίνου, Ανδρέας Κούρκουλας), η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση (architecturestudio) στη λεωφόρο Συγγρού και τα γραφεία της ναυτιλιακής εταιρείας Aγγελικούση (Ρένα Σακελλαρίδου-RS Sparch) στην Καλλιθέα.
Η φυσιογνωμία της πόλης αλλάζει. Οι λιτές δυναμικές φόρμες από μπετόν, μέταλλο και γυαλί, που αρχίζουν να κυριαρχούν, βρίσκονται πολύ μακριά από τη στερεότυπη εικόνα της «νεοκλασικής» Αθήνας. Η Αθήνα είναι πλέον μια μητρόπολη που παρακολουθεί, όπως σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, τις αρχιτεκτονικές τάσεις της εποχής, προσφέροντας στους επισκέπτες του ανθούντος αρχιτεκτονικού τουρισμού έντονες εμπειρίες.
* Ολες οι φωτογραφίες προέρχονται από τον τόμο.
Την επόμενη εβδομάδα:
Η πόλη και οι κάτοικοί της, μέσα από τον τόμο: Μαρία Ηλιού, Η Αθήνα από την Ανατολή στη Δύση, 1821-1896 (Μίνωας, 2021).