Παρά τη μετριοπαθή – αλλά απολύτως αποδεκτή για τα μέτρα της κατηγορίας B – σχεδίασή του, απόρροια του πολυσυλλεκτικού ύφους που θεωρείται ότι πρέπει να έχει το εισαγωγικό μοντέλο μιας αυτοκινητοβιομηχανίας, το MG3 αποτελεί μια από τις φωτεινότερες στιγμές της υπεραιωνόβιας μάρκας, καθώς είναι προσιτό, αποτελεσματικό και ταυτόχρονα διασκεδαστικό στην οδήγηση.
Κυρίως όμως είναι Hybrid+, όρος που υποδηλώνει την ύπαρξη πλήρως υβριδικής τεχνολογίας επόμενης γενιάς, η οποία το φέρνει πιο μπροστά από τους ανταγωνιστές του σε όρους αποδοτικότητας και επιδόσεων, ιδίως δε αν συνυπολογίσει κάποιος την τιμή πώλησής του.
Στην ουσία χρησιμοποιεί ένα αυτοφορτιζόμενο (μη plug-in υβριδικό) σύστημα το οποίο συνθέτουν ένας βενζινοκινητήρας 1,5 λίτρων απόδοσης 102 ίππων και ένας ηλεκτροκινητήρας 100 kW/136 ίππων.
Η συνδυαστική απόδοσή τους φτάνει στους 195 ίππους, μέγεθος-ρεκόρ για τον συγκεκριμένο τύπο τεχνολογίας σε ένα αυτοκίνητο με μήκος 4,12 μέτρα, μπαταρία 350 V χωρητικότητας 1,83 kWh, αυτόματο κιβώτιο τριών ταχυτήτων και μια γεννήτρια 45 kW. Στη γλώσσα των αριθμών το MG3 Hybrid+ εμφανίζεται ιδιαίτερα αποδοτικό, με θεωρητική μέση κατανάλωση καυσίμου από 4,4 λίτρα/100 χλμ., εκπομπές CO2 από 100 γρ./χλμ., επιτάχυνση από στάση σε 8 δευτερόλεπτα και μια αυτονομία αμιγώς ηλεκτρικής κίνησης για σχεδόν 10 χιλιόμετρα.
Πέντε διαφορετικές λειτουργίες
Πέρα από τα αριθμητικά δεδομένα το πλεονέκτημα του συστήματος Hybrid+ εντοπίζεται στις πέντε διαφορετικές λειτουργίες του. Πρόκειται για:
- την «EV» όπου λειτουργεί μόνο με ηλεκτρική ενέργεια για όσο διάστημα επιτρέπει η φόρτιση,
- τη «Σε σειρά» όπου ο κινητήρας λειτουργεί για την παραγωγή ενέργειας η οποία τροφοδοτεί τον ηλεκτροκινητήρα για κίνηση,
- τη «Σε σειρά και φόρτιση» όπου ο κινητήρας τροφοδοτεί με ενέργεια τον ηλεκτροκινητήρα ενώ ταυτόχρονα φορτίζει και την μπαταρία όταν έχει χαμηλή στάθμη ενέργειας,
- την «Κίνηση και φόρτιση» όπου η ισχύς του κινητήρα καταλήγει στους τροχούς ενώ ταυτόχρονα φορτίζεται και η μπαταρία μέσω της γεννήτριας,
- την «Παράλληλη» όπου τόσο ο θερμικός κινητήρας όσο και ο ηλεκτροκινητήρας κινούν τους τροχούς.
Υπάρχουν επίσης τρία προγράμματα οδήγησης (Eco, Standard και Sport) εξυπηρετώντας τις εκάστοτε προτεραιότητες του οδηγού.
Πολλαπλές επιλογές

Γνωρίζοντας ότι έχει να αντιμετωπίσει μεγαθήρια στην κατηγορία των supermini η MG πλειοδοτεί σε κάθε επιμέρους στοιχείο που αφορά το MG3, από τα εξοπλιστικά χαρακτηριστικά στα τρία διαφορετικά διαθέσιμα επίπεδα Excite, Exclusive και Luxury μέχρι την επταετή εγγύηση και την ανάλογης διάρκειας οδική βοήθεια που συνοδεύει το μοντέλο.
Το μεταξόνιο των 2,57 μέτρων προϊδεάζει για την ικανότητά του να φιλοξενήσει άνετα 4 ενήλικους επιβάτες, με τα 293 λίτρα της αρχικής χωρητικότητας του πορτμπαγκάζ πάντως να μην αποτελούν την κορυφαία τιμή της κατηγορίας. Ωστόσο δεδομένων όλων των άλλων χαρακτηριστικών του μπορείτε να θεωρήσετε τα λιγότερα λίτρα χώρου αποσκευών έναν έντιμο συμβιβασμό.
Στο εσωτερικό του ξεχωρίζει το cockpit με τις δύο οθόνες (7,0 ιντσών για τις ανάγκες πληροφόρησης του οδηγού και 10,25 ιντσών στο κέντρο του ταμπλό για το infotainment), την ώρα που τα βασικά στοιχεία εξοπλισμού περιλαμβάνουν δορυφορική πλοήγηση, δυνατότητα σύνδεσης smartphone μέσω Apple CarPlay ή Android Auto και μια ενσωματωμένη εφαρμογή συνδεσιμότητας η οποία προέρχεται από τα κορυφαία μοντέλα της μάρκας. Σε σύγκριση με το παρελθόν εδώ έχουν επιλεγεί υλικά καλύτερης ποιότητας στα σημεία που έχουν μεγαλύτερη σημασία, όπως στα υποβραχιόνια και το τιμόνι, με τα πλαστικά στον θάλαμο επιβατών να είναι τόσο σκούρα όσο και οι διαθέσιμες ταπετσαρίες του.
Η MG εξοπλίζει επίσης το MG3 με αυτόματο κλιματισμό, ηχοσύστημα με τέσσερα ηχεία και Bluetooth, τέσσερις θύρες USB, πίσω αισθητήρες στάθμευσης, κάμερα οπισθοπορείας, αλλά και επενδύσεις με συνθετικό δέρμα, πρόσβαση χωρίς κλειδί, θερμαινόμενα μπροστινά καθίσματα και τιμόνι, καθώς και κάμερα 360 μοιρών. Αναφορικά με τα συστήματα υποβοήθησης οδήγησης, το μοντέλο διαθέτει όλα όσα βρίσκουμε στα ακριβότερα MG σε συνδυασμό με την τεχνολογία MG Pilot, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αυτόματο φρενάρισμα έκτακτης ανάγκης, Adaptive Cruise Control, διατήρηση στη λωρίδα κυκλοφορίας, έξυπνο έλεγχο μεγάλης σκάλας φώτων αλλά και υποβοήθηση εκκίνησης σε ανηφόρα.
Οδηγώντας

Ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα του MG3 Hybrid+ (το οποίο βάρυνε στη συνείδηση πολλών από τους εκλέκτορες του θεσμού «Αυτοκίνητο της Χρονιάς για την Ελλάδα») είναι ο τρόπος με τον οποίο καταρρίπτει τον μύθο ότι ένα υβριδικό αυτοκίνητο δεν μπορεί να είναι διασκεδαστικό.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο κινείται στον δρόμο, ιδιαίτερα δε αν σκεφθείτε ότι κοστίζει σχεδόν 20.000 ευρώ και μπορεί να λειτουργήσει εξαιρετικά ως το πρώτο αυτοκίνητο μιας οικογένειας με όρους απόδοσης, ενεργητικής και παθητικής ασφάλειας και εξοπλισμού.
Η ρύθμιση της ανάρτησης είναι τόσο αποτελεσματική που εξασφαλίζει απόλυτη ισορροπία μεταξύ «fun to drive» και άνεσης, όντας πιο «μαλακό» στην οδήγηση από άλλα αυτοκίνητα της κατηγορίας. Ο θαυμασμός για τους μηχανικούς της MG τεκμηριώνεται απόλυτα από τον τρόπο που κατάφεραν να εξομαλύνουν τις ανωμαλίες του δρόμου με ένα αυτοκίνητο χαμηλού προϋπολογισμού.
Οδηγώντας το θα εισπράξετε άμεσα όχι μόνο το πόσο ευέλικτο και παιχνιδιάρικο μπορεί να αποδειχθεί αλλά και πόση αυτοπεποίθηση μπορεί να εμπνεύσει χάρη και στην υψηλότερη, από κάθε άλλη, ιπποδύναμη την οποία διαχειρίζεται υποδειγματικά το αυτόματο κιβώτιο τριών ταχυτήτων.
Όταν συνηθίσετε το μεγαλύτερο από άλλα τιμόνι του με το πρωτότυπο, χάριν εντυπωσιασμού, εξάγωνο σχήμα και ρυθμίσετε στα μέτρα σας τη θέση οδήγησης θα απολαύσετε την εμπειρία, η οποία στην περίπτωσή μας συνοδεύτηκε από πραγματική κατανάλωση καυσίμου που δεν ξεπέρασε τα 5,5 λίτρα / 100 χλμ. μεταβαίνοντας μάλιστα διαρκώς από το ένα πρόγραμμα οδήγησης στο άλλο.