Ηδη από τον Απρίλιο του 2018 η ανεξάρτητη ευρωπαϊκή αρχή δοκιμών πρόσκρουσης έχει εφαρμόσει ένα αυστηρότερο πρωτόκολλο αξιολόγησης το οποίο παράλλαξε τον τρόπο βαθμολόγησης στην κατηγορία που αφορούσε την ικανότητα των αυτοκινήτων να αποτρέψουν ή να μειώσουν τις πιθανότητες τραυματισμού πεζού σε ενδεχόμενο ατύχημα, καθώς πλέον στη συγκεκριμένη κατηγορία συνυπολογίζεται και η αντίστοιχη δυνατότητα των αυτοκινήτων να αποσοβήσουν ατύχημα με ποδηλάτη. Οπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, η νέα αυτή παράμετρος δεν επηρεάζει αποκλειστικά τις βαθμολογίες στη συγκεκριμένη κατηγορία, η οποία έχει μετονομαστεί σε κατηγορία προστασίας ευάλωτων χρηστών του οδικού δικτύου, αλλά και αυτή όπου αξιολογούνται τα συστήματα ασφαλείας και εν προκειμένω η ικανότητα του συστήματος αυτόνομης πέδησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι δύο αυτές κατηγορίες, οι οποίες εμπλουτίζονται συνεχώς, αναδεικνύονται σε ρυθμιστικό παράγοντα για την απόδοση των υπό αξιολόγηση αυτοκινήτων στις δοκιμές πρόσκρουσης του EuroNCAP.
Αυτό συνέβη και στον δεύτερο κύκλο δοκιμών πρόσκρουσης για το 2018, όπου ο όμιλος VW, εκπροσωπούμενος από τα Audi A6 και VW Touareg, δικαιώθηκε μετ’ επαίνων για τον εξοπλισμό ασφαλείας με τον οποίο εφοδιάζει τα μοντέλα του. Αναλυτικότερα, επ’ αφορμή των πεντάστερων επιδόσεων των δύο παραπάνω μοντέλων, τα οποία στην κατηγορία προστασίας των ευάλωτων χρηστών του δρόμου αξιολογήθηκαν με 81% και 72% αντίστοιχα, ο γενικός γραμματέας του EuroNCAP, Michiel Van Ratingen, χαρακτήρισε «ιδιαίτερα θετική την επίδοση των δύο μοντέλων που αποδεικνύουν ότι παρά τις υψηλότερες απαιτήσεις ο στόχος της κορυφαίας διάκρισης είναι επιτεύξιμος, δημιουργώντας το υπόβαθρο για το αυτόνομο μέλλον αλλά, κυρίως, προσφέροντας απτά οφέλη σε ό,τι αφορά την ασφάλεια των αυτοκινήτων ήδη από σήμερα».
Ενδεικτική για τη βαρύνουσα σημασία των εμπλουτισμένων κατηγοριών αξιολόγησης του EuroNCAP και του «αξιόμαχου» των τεχνολογιών αποτροπής συγκρούσεων είναι η επίδοση του Ford Tourneo Connect, το οποίο έχασε ένα αστέρι, ακριβώς εξαιτίας της αδυναμίας του συστήματος αυτόνομης πέδησης να ανιχνεύσει επικείμενη σύγκρουση με ποδηλάτη, μια λειτουργία την οποία ο EuroNCAP αποκαλεί στην έκθεσή του «ανεπαρκή».
Ετσι, το επιβατικό van της «μπλε οβάλ» φίρμας βαθμολογήθηκε με 65% στην επίμαχη κατηγορία προστασίας ευάλωτων χρηστών του δρόμου, χάνοντας ουσιαστικά την κορυφαία διάκριση από αυτό και μόνο, με δεδομένες και τις ιδιαίτερα υψηλές βαθμολογίες του στις υπόλοιπες κατηγορίες, όπως π.χ. το 92% στην «παραδοσιακή» κατηγορία προστασίας ενήλικων επιβατών.
Ωστόσο από τον άτυπο κανόνα που έχει δημιουργηθεί προσφάτως και υπαγορεύει τα μοντέλα να κερδίζουν ή να χάνουν αστέρια βάσει της παρουσίας και της ικανότητας των εξελιγμένων συστημάτων αποτροπής συγκρούσεων, ηχηρή εξαίρεση αποτελεί το νέο Suzuki Jimny, το οποίο στον πρόσφατο κύκλο δοκιμών πρόσκρουσης απογοήτευσε βαθμολογούμενο με μόλις τρία αστέρια, χωρίς όμως αυτό να οφείλεται αποκλειστικά σε αστοχίες του εξοπλισμού ασφαλείας.
Αν και αυτές υφίστανται, καθώς, σύμφωνα με τα ευρήματα του EuroNCAP, το σύστημα αυτόνομης πέδησης δεν είναι σε θέση να ανιχνεύσει πεζούς σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού ενώ δεν μπορούσε να εντοπίσει καθόλου τους ποδηλάτες, αποφέροντάς του μόλις 52% και 50% στις κατηγορίες «βαρόμετρα», το κύριο πρόβλημα που συμπαρέσυρε τη συνολική βαθμολογία εντοπίζεται στην κατηγορία προστασίας ενηλίκων επιβατών και στην αντίστοιχη βαθμολογία του 73%.
Οι λόγοι συνοψίζονται στην έκθεση του EuroNCAP όπου αναφέρεται ότι αφενός ο αερόσακος οδηγού του Jimny δεν αναπτύσσεται επαρκώς και με την απαιτούμενη πίεση προκειμένου να αποσοβήσει το ενδεχόμενο επαφής του κεφαλιού του οδηγού με το τιμόνι και, αφετέρου, λόγω της έντονης παραμόρφωσης του πλαισίου της πόρτας, κατά την υπό γωνία εμπρόσθια σύγκρουση, ελλοχεύει ο κίνδυνος τραυματισμού του οδηγού.
Παράλληλα, τα προσκέφαλα των μπροστινών καθισμάτων προσφέρουν ελλειμματική προστασία στον αυχένα των επιβαινόντων σε περίπτωση οπίσθιας σύγκρουσης. Και κάπως έτσι, παρά το γεγονός ότι οι τρέχουσες τάσεις έχουν φέρει στο επίκεντρο τα σοφιστικέ συστήματα ασφαλείας, σε ορισμένες περιπτώσεις όπως αυτή του Jimny αποδεικνύεται ότι το αυτονόητο της ασφάλειας δεν είναι τελικά και τόσο αυτονόητο αλλά και ότι ο διάβολος μπορεί να μην κρύβεται τελικά στις λεπτομέρειες.