Στη διάρκεια της διετίας 1889-1890 μια σαρωτική πανδημία κόστισε τη ζωή σε περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Με τις γνώσεις (ή, αν προτιμάτε, την άγνοια) της εποχής και καθώς η νόσος αφορούσε κυρίως το αναπνευστικό σύστημα, θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για μια ιδιαίτερα επιθετική γρίπη. Εκατόν δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 2005, ερευνητές του Πανεπιστημίου της Λουβέν στο Βέλγιο κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πιθανότατα αυτή η πανδημία θα έπρεπε να αποδοθεί σε έναν άλλον ιό και ειδικότερα στον OC14, έναν από τους τέσσερις κορωνοϊούς που ευθύνονται για το κοινό κρυολόγημα και οι οποίοι μας επισκέπτονται κάθε χρόνο, χωρίς ωστόσο να προκαλούν σοβαρή νόσο στον άνθρωπο. Για την ακρίβεια, είναι οι ετήσιες τακτικές «συναντήσεις» τους με το ανθρώπινο είδος που καθιστούν τους ιούς αυτούς γνώριμους στο ανοσοποιητικό μας σύστημα, και ως εκ τούτου ηπιότερους.
Οι βέλγοι ερευνητές μελέτησαν τη γενετική ταυτότητα του OC14 και διαπίστωσαν ότι προήλθε από τους ποντικούς και πέρασε στους ανθρώπους με ενδιάμεσο ξενιστή τις αγελάδες, στις οποίες επίσης προκαλούσε σοβαρή νόσο. Η συνεπαγωγή της μελέτης τους, η οποία διενεργήθηκε στον απόηχο της εμφάνισης του ιού SARS (το 2003 στην Κίνα), είναι προφανής: αν οι κορωνοϊοί που κυκλοφορούν σήμερα προκαλώντας συμπτώματα στα οποία μπορεί και να μη δίνουμε καμία σημασία, υπήρξαν κάποτε πραγματικά φονικοί, μπορούμε άραγε να ελπίζουμε ότι ο SARS-CoV-2 θα εξασθενεί με το πέρασμα του χρόνου; Μπορούμε δηλαδή να ελπίσουμε ότι τα χειρότερα πέρασαν;
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.