Σε παγκόσμιο επίπεδο δύο οικονομικές δυναμικές επηρεάζουν το τραπεζικό τοπίο. Η συνεχιζόμενη αυστηροποίηση του εποπτικού πλαισίου, η οποία αυξάνει τις κεφαλαιακές αλλά και τις λειτουργικές πιέσεις, και η ταχύρρυθμη τεχνολογική εξέλιξη, η οποία μειώνει το κόστος λειτουργίας και βελτιώνει την αποτελεσματικότητα.
Το φάσμα των τραπεζικών εργασιών καλύπτει πληρωμές και γενικά όλες τις συναλλαγές, τις καταθέσεις, τον δανεισμό και τις επενδύσεις οποιαδήποτε μορφής. Από αυτές μόνο οι καταθέσεις και ο δανεισμός βρίσκονται σε καθεστώς σκληρής εποπτείας. Η τραπεζική εποπτεία στην προσπάθεια προστασίας των καταθέσεων αυξάνει τα κεφάλαια που δεσμεύονται χωρίς απόδοση καθώς και το κόστος εξασφάλισης ρευστότητας για την αντιμετώπιση περιορισμένων κρίσεων. Οι εταιρείες fintech διευρύνουν ταχύτατα την παρουσία τους στις πληρωμές και τα funds στις επενδύσεις, με πολύ χαλαρότερη εποπτεία.
Τα μεγάλα ερωτήματα που αφορούν τις υπάρχουσες τράπεζες είναι το πόσο καλά μπορούν να εξυπηρετήσουν τις πραγματικές ανάγκες των πελατών τους και πόσο αποδοτικές μπορούν να γίνουν μέσα στο σκληρό εποπτικό πλαίσιο. Το μέγα ερώτημα για τη νέα γενιά ψηφιακών τραπεζών και fintechs είναι αν θα μπορέσουν να αποκτήσουν την κρίσιμη μάζα πελατών, ώστε να ανταμείβουν τα επενδεδυμένα κεφάλαια. Στα πλεονεκτήματα των υφιστάμενων τραπεζών ξεχωρίζουμε την εμπιστοσύνη, την κλίμακα, τις προσωπικές πελατειακές σχέσεις, τα πολλά data πελατών, τους δύσκολα μετακινήσιμους πελάτες και τη ρευστότητα. Στις αδυναμίες είναι το υψηλό κόστος λειτουργίας, η συντηρητική κουλτούρα, τα πολλά κεφάλαια και η χαμηλή απόδοση. Στις ψηφιακές τράπεζες (fintechs) τα πλεονεκτήματα είναι η καινοτομία, η προσεγγισιμότητα, η μεγάλη δυνατότητα επεξεργασίας data, η ευελιξία και η ανταπόκριση, η καλύτερη αξιολόγηση κινδύνων και το χαμηλό κόστος λειτουργίας. Αντιθέτως, στις αδυναμίες τους συγκαταλέγονται η μικρή πελατειακή βάση, οι απρόσωπες πελατειακές σχέσεις και τα πολλά αρχικά κεφάλαια.
Εκτός από τις χαρτογραφημένες δυναμικές, η κρίσιμη μεταβλητή για την εξέλιξη του τραπεζικού τοπίου είναι η συμπεριφορά και οι απαιτήσεις των πελατών. Οι τραπεζικοί πελάτες, σε αντίθεση με τους χρήστες συστημάτων πληρωμών, έχουν συνήθως μακροχρόνιες σχέσεις με παραπάνω από μία τράπεζες. Αυτές οι σχέσεις δεν μετατοπίζονται με ευκολία και ταχύτητα. Οι τραπεζικές σχέσεις δεν έχουν μεγάλη συναλλακτική συχνότητα και στηρίζονται σε μια πλατφόρμα εμπιστοσύνης που αντανακλάται σε μεγάλο βαθμό στην μπράντα της τράπεζας. Από την παγίδευση σε παραδοσιακές τραπεζικές σχέσεις έχει ξεκινήσει μια διαδρομή επαναπροσέγγισης του πελάτη, όπου η ταχύτητα, η απλότητα και ο εστιασμός είναι οι βασικοί όροι. Η καλύτερη κατανόηση της συμπεριφοράς των πελατών σε όλο το φάσμα των τραπεζικών εργασιών μέσα από την ανάλυση στοιχείων (big data) θα βελτιώσει τόσο την εξυπηρέτησή τους και την αξία που απολαμβάνουν όσο και την προσαρμογή τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών στις επιθυμίες και δυνατότητές τους.
Μεσοπρόθεσμα η μάχη μεταξύ παραδοσιακών και νέων τραπεζών και fintech θα μετακινήσει τις σημερινές ισορροπίες:
- πληρωμές θα φύγουν σε σημαντική έκταση από τις τράπεζες και θα πάνε σε εταιρείες fintech και σε νέες τράπεζες
- παραδοσιακές τράπεζες θα ψηφιοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό, διατηρώντας όμως καταστήματα, διαμορφώνοντας ένα υβριδικό μοντέλο
- στα δάνεια και στις επενδύσεις, τα μικρά ποσά θα μετατοπιστούν σε πλατφόρμες P2P (peer to peer) με διευρυνόμενη θεσμική χρηματοδότηση, τα μεγάλα ποσά θα χρηματοδοτούνται μέσω αγορών ή δυαδικών σχέσεων με funds και μόνο τα μεσαία ποσά θα μείνουν στο τραπεζικό σύστημα.
Ειδικά στην Ελλάδα δύο επιπλέον παράγοντες θα συμβάλουν στη διαμόρφωση του τραπεζικού τοπίου. Ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, που αλληλεξαρτάται με την πιστωτική επέκταση και επηρεάζει το υγιές μέρος των τραπεζικών ισολογισμών, και η απομάκρυνση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ), η οποία θα μειώσει το κόστος του κινδύνου και θα επιτρέψει τον επανεστιασμό των τραπεζών στην ανάπτυξη.
Το βασικό εμπόδιο στην πιστωτική επέκταση είναι ο συνδυασμός υψηλού κόστους κεφαλαίου με σχετικά χαμηλής απόδοσης επενδυτικές ευκαιρίες. Το δεύτερο εμπόδιο είναι το μεγάλο ύψος των ΜΕΑ, το οποίο συστηματικά προσθέτει στο κόστος κεφαλαίου και δεν επιτρέπει τις τράπεζες να εστιάσουν στον νέο δανεισμό.
Με μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη στην περιοχή του 2% ετησίως, αρνητική αποταμίευση και υψηλό εσωτερικό κόστος χρήματος δεν υπάρχει χώρος για νέες σημαντικές εισόδους στην τραπεζική αγορά, το δε συνολικό μέγεθός της δεν είναι ικανό να «θρέψει» ούτε μία νέα ψηφιακή τράπεζα. Ο τραπεζικός τομέας στην Ελλάδα δεν θα αλλάξει σημαντικά μεσοπρόθεσμα, αλλά θα υπάρξουν αλλαγές στο εσωτερικό των τραπεζών με την εξάπλωση της χρήσης της τεχνολογίας. Οι τράπεζες θα γίνουν υβριδικές συνδυάζοντας την εκτεταμένη ψηφιοποίησή τους με δίκτυο φυσικών καταστημάτων.
Μέσα στο προβλεπόμενο οικονομικό και εποπτικό περιβάλλον και με εύλογες παραδοχές για τους κρίσιμους παράγοντες, οι ελληνικές τράπεζες θα μικρύνουν πριν αρχίσουν να αναπτύσσονται πάλι. Λόγω της στενότητας της αγοράς θα υπάρξουν ανταγωνιστικές πιέσεις και ανακατατάξεις μεριδίων, οι ψηφιακές παρουσίες θα περιοριστούν στο συναλλακτικό κύκλωμα και η πιστωτική επέκταση θα μείνει αναιμική. Μεσοπρόθεσμα το τραπεζικό τοπίο στην Ελλάδα θα γίνει υβριδικό αλλά δεν θα αλλάξει ουσιαστικά.
Ο κ. Κώστας Μητρόπουλος είναι πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Attica Bank.