Μια συνολική αναδιάταξη του συστήματος Υγείας στην Ελλάδα, με απαραίτητη προϋπόθεση την πολιτική τόλμη, είναι η απάντηση στις κακοδαιμονίες της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που «πληγώνουν» τη χώρα μας.
Σε συνέντευξη που παραχωρεί στο «Βήμα» ο Ηλίας Μόσιαλος, Καθηγητής Πολιτικής της Υγείας στο London School of Economics και στο Imperial College London και πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικής Υγείας στο LSE, ξεδιπλώνει τις αδυναμίες ενός ξεπερασμένου μοντέλου, επιμένοντας ότι ζητούμενο είναι η εξασφάλιση της καλύτερης δυνατής πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες, χωρίς να σπαταλώνται πολύτιμοι πόροι.
Η καθολική πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, χωρίς διακρίσεις προς τους πλέον οικονομικά αδύναμους, είναι θεμιτή. Είναι όμως εφικτή, ιδίως σε κράτη που βιώνουν κρίση όπως η χώρα μας;
«Στην Ελλάδα, ακόμη και πριν από την κρίση, δεν είχαμε καθολική πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες. Το κύριο χαρακτηριστικό του κοινωνικού κράτους ήταν, και είναι ακόμα και τώρα, αφενός η επιδοματική πολιτική και αφετέρου η αναποτελεσματική ανάπτυξη υπηρεσιών. Στο όνομα της δημόσιας υγείας, διαμορφώσαμε το πιο «ιδιωτικοποιημένο» σύστημα Υγείας στην Ευρώπη. Εξίσου αποκαλυπτικές για την ένδεια του κοινωνικού μας μοντέλου είναι και οι δαπάνες για την Παιδεία, όπου περίπου το 40% των δαπανών (όπως και στην Υγεία) είναι ιδιωτικές.
Κάποιοι θεωρούν πως αρκεί να λάβουμε μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα, να μειώσουμε τις δημόσιες δαπάνες και όλα τα άλλα θα λυθούν αυτόματα. Θα ήταν πολύ ωραία, αν ήταν τόσο απλό το πρόβλημα. Χρειάζεται να περάσουμε σε ένα άλλο μοντέλο κοινωνικής παρέμβασης, που προτεραιότητά του θα είναι το επίπεδο και η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και η ενίσχυση της κοινωνικής κινητικότητας. Σε μοντέλα Παιδείας και Υγείας τα οποία θα δημιουργήσουν σύγχρονα σχολεία και πανεπιστήμια, μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και νοσοκομεία που βελτιώνουν την ποιότητα, χωρίς να σπαταλούν πολύτιμους πόρους».
Πώς εξηγείτε ότι εν μέσω μνημονίων η ιδιωτική δαπάνη στη χώρα μας παραμένει υψηλή;
«Οντως η ιδιωτική δαπάνη συνεχίζει να είναι υψηλή. Αυξήθηκε κυρίως για τα φάρμακα και για τη νοσοκομειακή περίθαλψη, ενώ μειώθηκε σημαντικά για την οδοντιατρική φροντίδα και την πρωτοβάθμια περίθαλψη. Οι ασθενείς δεν έχουν εύκολη πρόσβαση στις δημόσιες δομές και βρίσκουν διέξοδο μέσω ιδιωτικών πληρωμών και παραπληρωμών. Είναι επίσης σημαντική η αύξηση των συμμετοχών στο κόστος, ιδίως στη φαρμακευτική περίθαλψη.
Η εξέλιξη της ιδιωτικής δαπάνης, σε συνδυασμό με τη μεγάλη μείωση των εισοδημάτων, φαίνεται να είχε σημαντικό αντίκτυπο στα νοικοκυριά. Υπήρξε αύξηση στο ποσοστό των νοικοκυριών (από 15% σε 21%) που πληρώνουν πάνω από 10% του εισοδήματός τους για υγεία. Το ποσοστό αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο μεταξύ των χαμηλών κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων, των ηλικιωμένων και των χρονίως πασχόντων.
Αν και έχουν εφαρμοστεί μέτρα, η πολιτεία οφείλει άμεσα να μεριμνήσει για την οικονομική προστασία συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων με στοχευμένες πολιτικές, και πιο συγκεκριμένα με μείωση της συμμετοχής στη δαπάνη για φάρμακο για τις χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες».
Παρ’ όλα αυτά, έρευνες καταλήγουν ότι η κατάσταση υγείας των Ελλήνων επιδεινώνεται, καθώς αρκετοί στερούνται ακόμη και των απαραίτητων προληπτικών εξετάσεων…
«Το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο και διαχρονικό. Η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες που δεν έχει διαμορφώσει ένα ολοκληρωμένο και συγκροτημένο πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου (π.χ. για τον καρκίνο του μαστού ή για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας). Παράλληλα, είναι από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες που δεν εφαρμόζει τον αντικαπνιστικό νόμο, μια πολιτική που θα μπορούσε να είχε μακροχρόνιες ευεργετικές συνέπειες στους δείκτες υγείας. Αμφότερα τα παραδείγματα δεν σχετίζονται απαραίτητα με την οικονομική κρίση. Σχετίζονται πρωτίστως με την έλλειψη πολιτικής βούλησης και τόλμης».
Είναι η ποιότητα των υπηρεσιών υγείας επαρκής;
«Στη χώρα μας δεν υπάρχει μηχανισμός αγοράς και ελέγχου της ποιότητας και της καταλληλότητας, πόσω μάλλον της οικονομικής αποδοτικότητας των υπηρεσιών υγείας.
To υπουργείο Υγείας δεν συλλέγει αξιόπιστα στοιχεία για την ποιότητα και την οικονομική αποδοτικότητα των υπηρεσιών. Δεν υπάρχουν σοβαρά επιδημιολογικά δεδομένα, ούτε καταγράφονται με αξιόπιστες μεθόδους οι ανάγκες των πολιτών ανά περιφέρεια. Επομένως η κατανομή των πόρων γίνεται διαχρονικά με βάση πολιτικές προτεραιότητες ή με τυχαίο τρόπο χωρίς πρόγραμμα.
Είναι σαφές ότι χρειάζεται να δημιουργηθεί μια διοικητική αρχή, η οποία να συλλέγει στοιχεία όσον αφορά την ποιότητα των εξετάσεων, επεμβάσεων και θεραπειών, λαμβάνοντας υπόψη διάφορους παράγοντες. Για παράδειγμα, ένας γιατρός μπορεί να κάνει επεμβάσεις σε ασθενείς υψηλού κινδύνου, άλλος να επιλέγει ελαφρά περιστατικά, ενώ πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι κίνδυνοι επιπλοκών μετά την έξοδο από το νοσοκομείο. Δεν είναι μόνο οι υποδομές, αλλά κυρίως η ιατρική ικανότητα το κριτήριο για την έκβαση της θεραπευτικής παρέμβασης».
Τελικά το μοντέλο του ΕΣΥ βρίσκεται σε κρίση; Εχει ξεπεραστεί;
«Αξιόπιστες έρευνες δείχνουν ότι στο 10% των ασθενών αντιστοιχεί το 70% του κόστους, ενώ για το υπόλοιπο 90% διατίθεται μόνο το 30%. Και αυτό γιατί οι «ακριβοί» ασθενείς είναι συνήθως μεγάλης ηλικίας και με πολλαπλά νοσήματα.
Ως προς τη χρηματοδότηση, ένα σύστημα που θα απέκλειε το «ακριβό»10% θα ήταν φαινομενικά «αποτελεσματικό». Αλλά τι θα γινόταν αυτό το 10%; Το ιδιωτικό σύστημα θα τους άφηνε στην τύχη τους, αυτό όμως θα ήταν αδιανόητο στο δημόσιο.
Τώρα, όσον αφορά την παροχή, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι, όταν υπάρχει ισχυρό ρυθμιστικό πλαίσιο, τότε η συνύπαρξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα μπορεί να λειτουργήσει θετικά για τους ασθενείς. Ο στόχος είναι η εξασφάλιση της καλύτερης δυνατής πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες, ανεξάρτητα αν αυτές είναι δημόσιες ή ιδιωτικά παρεχόμενες.
Για να γίνει αυτό, η κυβέρνηση πρέπει να παρεμβαίνει στην αγορά των δημόσιων και ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας ως ρυθμιστής. Παράλληλα εξασφαλίζεται ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν μεταφέρει «δύσκολες» περιπτώσεις ασθενών στο Δημόσιο, ούτε προκαλεί μεγάλη τεχνητή ζήτηση και ότι συνολικά το σύστημα δεν παρέχει υπηρεσίες που δεν είναι αποτελεσματικές.
Στη χώρα μας δεν υπάρχει επαρκής δημόσια χρηματοδότηση, ενώ στην παροχή των υπηρεσιών, τα δύο συστήματα, δημόσιο και ιδιωτικό, λειτουργούν παράλληλα, δεν είναι συνδεμένα. Το παρόν μοντέλο έχει ξεπεραστεί εδώ και δεκαετίες και χρειάζεται συνολική αναδιάταξη του συστήματος Υγείας στην Ελλάδα».