Τρεις μεγάλες προκλήσεις θα πρέπει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά η Ελλάδα το 2019, διατηρώντας παράλληλα λεπτές ισορροπίες σε ένα ασταθές πολιτικό και οικονομικό ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον, και έχοντας τη βαριά κληρονομιά μιας δεκαετούς οικονομικής κρίσης στην πλάτη της.
Οι τρεις αυτές μεγάλες προκλήσεις, που βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης μεταξύ τους, είναι συγκεκριμένες, έχουν όνομα, αλλά αποτελούν και διαχρονικά πιεστικά ζητούμενα για την ελληνική κοινωνία, την πολιτική τάξη αλλά και την οικονομία, επειδή έχουν τις ρίζες τους στις παθογένειες της Μεταπολίτευσης, η οποία λάτρεψε και θέριεψε τον κρατισμό ενώ ταυτόχρονα «δαιμονοποίησε» την επιχειρηματικότητα και την ιδιωτική πρωτοβουλία.
1. Ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα.
2. Οι επενδύσεις.
3. Η ανάπτυξη.
Η Ελλάδα ύστερα από χρόνια πρωτοφανούς συρρίκνωσης του ΑΕΠ και αδρανοποίησης μεγάλου μέρους του παραγωγικού της δυναμικού χρειάζεται επειγόντως πολύ υψηλές άμεσες επενδύσεις, υπολογισμένες σε περισσότερα από 100 δισ. ευρώ σε βάθος πενταετίας. Οι επενδύσεις αυτές είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν να γίνουν από το κράτος αλλά μόνο από ιδιώτες επενδυτές.
Είναι επίσης βέβαιο ότι ανάπτυξη χωρίς επενδύσεις δεν μπορεί να υπάρξει. Με καθημαγμένο το εγχώριο επιχειρείν, με σοβαρά διαταραγμένη τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ ιδιωτών επενδυτών και κράτους, με πλήρως αντιαναπτυξιακό θεσμικό πλαίσιο, αλλά και με παροπλισμένο το τραπεζικό σύστημα, η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων είναι ανέφικτη και όποιος τις επικαλείται ή δεν γνωρίζει από επενδύσεις ή δεν λέει την αλήθεια.
Ομως για να γίνει η χώρα ελκυστική επενδυτικά πρέπει να δημιουργηθεί φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον, αναγκαία προϋπόθεση η οποία μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο εάν το κράτος αλλάξει νοοτροπία, αλλάξει τρόπο λειτουργίας, απελευθερωθεί από τις αγκυλώσεις δεκαετιών, εκσυγχρονιστεί αξιοποιώντας τα εργαλεία της πληροφορικής και τις οικονομίες κλίμακας που προσφέρουν οι προηγμένες τεχνολογίες της Νέας Οικονομίας. Το κράτος όμως, αυτή η τεράστια και αβυσσαλέα οντότητα που καταπίνει τις περισσότερες από τις δημιουργικές προσπάθειες ιδιωτών και επιχειρήσεων, δεν είναι κάτι το άπιαστο ή το νεφελώδες. Είναι το δημιούργημα των πολιτικών δυνάμεων που στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως τοποθέτησης στο ιδεολογικό φάσμα, έχουν τον κρατισμό βαθιά τυπωμένο στο DNA τους.
Δεν θα πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι έλληνες και ξένοι επιχειρηματίες που θέλουν να επενδύσουν στη χώρα μας συμφωνούν στην εξής διαπίστωση: τo σημαντικότερο από τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν είναι η γραφειοκρατία. Και η γραφειοκρατία πάει χέρι με χέρι με την πολυνομία, τις δαιδαλώδεις αδειοδοτικές διαδικασίες, τις αλληλεπικαλύψεις στις αρμοδιότητες των δημοσίων υπηρεσιών, τις καθυστερήσεις στην απονομή Δικαιοσύνης.
Πιστεύω ακράδαντα πως ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, αυτόν που όλοι οι πολιτικοί υποστηρίζουν ότι θέλουν αλλά τελικά δεν επιδιώκουν, αποτελεί αναγκαία συνθήκη για να μπορέσει να λειτουργήσει η ιδιωτική οικονομία, να γίνουν επενδύσεις.
Και τα εργαλεία για τον εκσυγχρονισμό της υπάρχουν, τα προσφέρει η Πληροφορική που έχει αξιοποιηθεί σε όλα τα επίπεδα και σε εντυπωσιακό βαθμό από την Εσθονία, όταν ακόμη στην Ελλάδα απλώς συζητάμε για e- Government και θεωρούμε μεγάλη κατάκτηση την μόλις πρόσφατα αποκτημένη δυνατότητα έκδοσης οικοδομικών αδειών μέσω της πλατφόρμας e-poleodomia και της εφαρμογής e-Αδειες.
Τα πάντα στη χώρα που σχετίζονται με τις σχέσεις της δημόσιας διοίκησης, είτε αυτές αφορούν επιχειρήσεις είτε ιδιώτες, θα πρέπει να γίνονται ηλεκτρονικά. Ο κόσμος έχει περάσει ήδη στην ψηφιακή εποχή. Πληροφορική και Επικοινωνίες προσφέρουν τα εργαλεία που μπορούν να αλλάξουν ριζικά το επιχειρηματικό περιβάλλον, να ρίξουν το άπλετο φως της διαφάνειας στις σχέσεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Επίσης, πολίτες και πολιτικοί θα πρέπει να αντιληφθούν ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης που χρειάζεται η χώρα για να ξεφύγει από το τέλμα της ύφεσης δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Αν θέλουμε η οικονομία μας να αναπτυχθεί, θα πρέπει η χώρα μας να αρχίσει πάλι να παράγει.
Η μεταποίηση είναι αυτή που θα δώσει χιλιάδες θέσεις εργασίας, είναι αυτή που θα απορροφήσει μεγάλο μέρος του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού που διαθέτει η Ελλάδα. Η βιομηχανία είναι αυτή που πάντοτε με σεβασμό στο περιβάλλον θα αξιοποιήσει τον ορυκτό πλούτο της χώρας μας.
Η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να αναπτύξει τη δευτερογενή παραγωγή, ο οποία θα δομήσει το συγκριτικό της πλεονέκτημα στην ανάπτυξη καινοτομικών προϊόντων υψηλής ποιοτικής στάθμης, σύμφωνων με τις high end αγοράς, αξιοποιώντας το υψηλό επιστημονικό δυναμικό της χώρας μας.
Επίσης στον δυναμικότατο τομέα του τουρισμού θα πρέπει, εκτός από σύγχρονες τουριστικές μονάδες, ανάπτυξη δικτύου μαρινών, αλλά και υδατοδρομίων, να παρέχουμε και ποιοτικές υπηρεσίες σε όλη την αλυσίδα των τουριστικών προϊόντων μας.
Δυστυχώς όμως απέναντι σε όλα αυτά, απέναντι στην οποιαδήποτε επένδυση, είναι η κρατική μηχανή η οποία κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση.
Μια νέα εταιρεία μπορεί να ιδρύεται σε μία ημέρα, όπως λένε οι εκάστοτε κυβερνώντες, τι εννοούν όμως να ιδρύεται; Να παίρνει ΑΦΜ; Αλλά μόνο με το ΑΦΜ δεν λειτουργεί ούτε παράγει μια εταιρεία…
Η λύση στο πρόβλημα περνάει μόνο από τους πολιτικούς, οι οποίοι, αν θέλουν πράγματι να βοηθήσουν τις επενδύσεις, θα πρέπει κάθε φορά που «νομοθετούν» (σε όλα τα επίπεδα, νόμος, προεδρικό διάταγμα, υπουργική απόφαση κ.λπ.) να είναι βέβαιοι ότι η κάθε λέξη, η κάθε πρόταση και εν γένει η κάθε διάταξη θα διευκολύνουν την υλοποίηση των επενδύσεων.
Στο κρίσιμο κεφάλαιο της φορολογίας και του ασφαλιστικού συστήματος, η σταθερότητα κρίνεται κάτι παραπάνω από απαραίτητη. Θα πρέπει σαν χώρα να αξιολογήσουμε με σοβαρότητα το φορολογικό περιβάλλον στο οποίο εντασσόμαστε και να μπορέσουμε άμεσα να «επαναπατρίσουμε» επιχειρήσεις που μετατοπίστηκαν σε γειτονικές χώρες με σαφώς μειωμένους φορολογικούς συντελεστές. Παράλληλα, θα πρέπει να δημιουργηθούν φορολογικά κίνητρα για την προσέλκυση νέων επιχειρήσεων οι οποίες θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και θα συμβάλουν στη στρατηγική τοποθέτηση της χώρας στις διεθνείς αγορές.
Συνεπώς, η απάντηση στο όλο αναπτυξιακό ζήτημα της χώρας βρίσκεται στην αλλαγή του τρόπου λειτουργίας του κράτους, κάτι που συνολικά το πολιτικό προσωπικό, ανεξαρτήτως κομμάτων, πρέπει να αντιληφθεί και να το αντιμετωπίσει σαν ένα εθνικής σημασίας θέμα, ως έναν εθνικό στόχο.
Εν κατακλείδι, επειδή η επιχειρηματικότητα διδάσκεται και καλλιεργείται, θα πρέπει να την εμφυσήσουμε στην επόμενη γενιά, μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα και κυρίως μέσω της διασύνδεσης του πανεπιστημίου με τον επιχειρηματικό κόσμο και τη δημιουργία δομών και σχέσεων παραγωγικής αλληλεπίδρασης.
Ο κ. Δημήτρης Σαμαράς είναι σύμβουλος επιχειρήσεων, πρόεδρος του ομίλου «Σαμαράς & Συνεργάτες».