Η υλοποίηση (2010-2018) των τριών Μνημονίων εσωτερικής υποτίμησης στη χώρα μας, οδήγησε, μεταξύ των άλλων, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, στη βίαιη μετατροπή (λιτότητα, ύφεση, ανεργία, φτωχοποίηση) της ελληνικής οικονομίας από οικονομία της ζήτησης και της κατανάλωσης, σε οικονομία του διαμετακομιστικού εμπορίου, της επέκτασης των ιδιωτικοποιήσεων, των υπηρεσιών, του τουρισμού, της αποσύνθεσης της αγοράς εργασίας και της παραγωγικής διάρθρωσης (πρωτογενής και δευτερογενής τομέας παραγωγής) και της αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους.
Στις συνθήκες αυτές, ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα κατά το επόμενο έτος (2019) των Μνημονίων καθώς και κατά το 2020, προβλέπεται να διαμορφωθεί, κατά τον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2019 της χώρας μας, στο 2,5% το 2019 και 2,7% το 2020, ενώ μία δυναμική ανάκαμψη κατά τα επόμενα χρόνια προϋποθέτει, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, έναν μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ τουλάχιστον κατά 3,5%. Η ιδιωτική και η δημόσια κατανάλωση το 2019 και το 2020 θα αυξηθούν κατά 0,4% και 0,2% αντίστοιχα και οι επενδύσεις (ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου) από αρνητική μεταβολή 2,1% το 2018, θα αυξηθούν με ρυθμό 0,8% το 2019. Τέλος, το επίπεδο της ανεργίας το 2019 και το 2020 θα διαμορφωθεί στο επίπεδο του 18,2% και του 17,1% αντίστοιχα, με δεσπόζουσα θέση στις νέες θέσεις εργασίας τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης και η μέση μηνιαία σύνταξη (κύρια και επικουρική) το 2019 και το 2020 θα διαμορφωθεί στο επίπεδο των 845 ευρώ και των 825 ευρώ (μεικτά) αντίστοιχα. Ομως, σε ένα ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον έντασης του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ – Κίνας, ΗΠΑ – Ευρώπης, Brexit, κρίσης στην Ιταλία, κ.λπ., ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στην ΕΕ-27 και στην Ελλάδα εκτιμάται (Ευρωπαϊκή Επιτροπή) για την περίοδο 2018-2070 στο επίπεδο του 1,4% και 0,8% αντίστοιχα. Ειδικότερα για την ελληνική οικονομία, η προαναφερόμενη εκτίμηση σηματοδοτεί για το μέλλον ένα ενδιαφέρον, υπό προϋποθέσεις, της ευρωπαϊκής και της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας στη χώρα μας.
Η προαναφερόμενη εκτίμηση συνεπάγεται τη διατήρηση του μεταναστευτικού ρεύματος Ελλήνων στο εξωτερικό, της δεσπόζουσας θέσης της flexi-ανασφάλειας της απασχόλησης και του επιπέδου της ανεργίας, παρά τη σταδιακή μείωσή της, σε υψηλά ποσοστά, την επιδείνωση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων καθώς και του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού. Στην προοπτική αυτή, ο δείκτης της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ (σύμφωνα με τα τρία Μνημόνια θα πρέπει να είναι κάτω από το 16% του ΑΕΠ) προβλέπεται ότι θα μειωθεί από 16,4% του ΑΕΠ το 2018, σε 14,2% του ΑΕΠ το 2019, σε 13,9% του ΑΕΠ το 2020 και σε 10,6% του ΑΕΠ το 2070, όταν ο μέσος όρος των χωρών της Ευρώπης (ΕΕ-27) προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στο επίπεδο του 11,4% του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, η επικαλούμενη μακροχρόνια (2070) βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης επιτυγχάνεται με μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, σε ποσοστό σημαντικά κατώτερο από το 16% του ΑΕΠ. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι το 2070 ο αριθμός των συνταξιούχων στη χώρα μας θα είναι 2.580 εκατ. άτομα και η αντίστοιχη ετήσια συνταξιοδοτική δαπάνη (κύρια και επικουρική σύνταξη) θα είναι 29 δισ. ευρώ, όσο δηλαδή ήταν το έτος 2008 (232 δισ. ευρώ ΑΕΠ), όπου ο αριθμός των συνταξιούχων ήταν 2.410 εκατ. άτομα. Με αφετηρία τα δεδομένα αυτά, βαδίζοντας προς το 2070 ο συνολικός (κύρια και επικουρική σύνταξη) συντελεστής αναπλήρωσης των συντάξεων στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα είναι 45% από 75% που ήταν το 2009 και το συνολικό ποσό της μέσης κύριας και επικουρικής σύνταξης θα ανέρχεται στο επίπεδο των 850-900 ευρώ μεικτά. Ως εκ τούτου επιβάλλεται οι δυσμενείς αυτές προοπτικές στη χώρα μας να κατανοηθούν ex ante ως ανησυχητικές προκλήσεις και όχι ως δεδομένες εξελίξεις.
Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι μία τέτοια αναπτυξιακή και κοινωνική προοπτική της ελληνικής οικονομίας θα οδηγήσει στην εγκαθίδρυση μιας αναιμικής και δανειακής ανάκαμψης, με δυσμενέστερους όρους από αυτούς της περιόδου 1981-2009, κατά τη διάρκεια της οποίας ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ ήταν 2%, αλλά με συνεχή δανεισμό και επίπεδο κατανάλωσης δυσανάλογο των παραγωγικών της επιδόσεων. Κατά συνέπεια, απαιτείται στο άμεσο και απώτερο μέλλον η ελληνική οικονομία να προσανατολίσει τις επενδύσεις της (δημόσιες, ιδιωτικές, κ.λπ.) κατά προτεραιότητα και με όρους μιας δυναμικής ανάκαμψης (μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ τουλάχιστον 3,5%) προς την κατεύθυνση της τεχνολογικής-καινοτομικής αναβάθμισης της παραγωγικής της βάσης, της τομεακής και κλαδικής αναδιάρθρωσης της αγροτικής, μεταποιητικής-βιομηχανικής παραγωγής και της αύξησης των εξαγωγών διεθνώς εμπορεύσιμων και ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Διαφορετικά, οι επιδόσεις της επαπειλούμενης αναιμικής ανάκαμψης μιας εποχικής, κατά βάση, έντασης των παραγωγικών δυνάμεων (τουρισμός) της ελληνικής οικονομίας δεν θα επαρκούν για να βελτιώσουν τις εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες, να ανακόψουν αποτελεσματικά τη μετανάστευση Ελλήνων στο εξωτερικό, να χρηματοδοτήσουν επαρκώς το σύστημα κοινωνικής προστασίας, να βελτιώσουν το χαμηλό βιοτικό επίπεδο μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, κ.λπ., παρά μόνο, όπως κατά την πριν την κρίση περίοδο, με τη σταδιακή αύξηση των δανειακών ροών και την προοπτική της επώασης των αιτίων απασφάλισης της επόμενης κρίσης δανεισμού και των δυσμενών συνεπειών της.
Ο κ. Σ. Γ. Ρομπόλης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και ο κ. Β. Γ. Μπέτσης υποψήφιος διδάκτορας του ιδίου Πανεπιστημίου.