Η νέα σχολική χρονιά ξεκίνησε με μια… μελανή σελίδα, καθώς εντοπίστηκε ακόμη ένα σοβαρό περιστατικό μηνιγγίτιδας Β, με πρωταγωνιστή ένα αγόρι 13 ετών, προκαλώντας αναστάτωση σε γονείς και εκπαιδευτικούς.
Η είδηση αυτή, εντούτοις, εκτός από το γεγονός ότι προκαλεί αγωνία και προβληματισμό, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εφαλτήριο κινητοποίησης, λειτουργώντας υπενθυμιστικά για την ανάγκη εμβολιασμού του παιδικού πληθυσμού.
Το αγόρι από τη Σκύρο εμφάνισε σοβαρά συμπτώματα, με αποτέλεσμα οι θεράποντες γιατροί του να κρίνουν αναγκαία τη διακομιδή του στο νοσοκομείο Παίδων Αθηνών. Και δυστυχώς δεν πρόκειται για τη μοναδική περίπτωση, καθώς πέρυσι καταγράφηκαν πολλές ακόμη παρόμοιες ιστορίες, τις οποίες οι περισσότεροι γονείς θα ήθελαν να μην είχαν ακούσει ποτέ.
Ειδικότερα, ο επίλογος της περυσινής σχολικής χρονιάς επισφραγίστηκε με τον θάνατο ενός βρέφους 8 μηνών από μηνιγγίτιδα τύπου Β στην Κρήτη, ενώ από την αρχή της χρονιάς έχουν καταγραφεί περιστατικά της νόσου σε όλη τη χώρα: σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ρόδο, Βέροια, Κομοτηνή και Τρίπολη.
Αντίστοιχα, το 2016 καταγράφηκαν συνολικά στη χώρα μας 40 περιστατικά, εκ των οποίων ένα δίχρονο παιδάκι από τα Γρεβενά που έχασε τη ζωή του έπειτα από σηπτικό σοκ.
Ο λόγος δε που οι περισσότεροι «παγώνουν» στο άκουσμα της μηνιγγίτιδας Β είναι η ύπουλη φύση της νόσου – καθώς στα αρχικά της στάδια μιμείται τα συμπτώματα μιας κοινής ίωσης – και η ταχύτητα της εξέλιξής της που μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμες αναπηρίες ή ακόμη και σε θάνατο.
Είναι ενδεικτικό ότι ένας στους 5 επιζώντες ενδέχεται να υποφέρει από εγκεφαλική βλάβη, όπως μαθησιακές δυσκολίες, απώλεια ακοής ή κινητικά προβλήματα. Επιπλέον, ένα στα 10 άτομα που έχουν προσβληθεί από μηνιγγίτιδα Β καταλήγουν.
Εν τούτοις, σήμερα δεν υπάρχει δικαιολογία να υποβάλλονται τα μωρά, τα μικρά και τα μεγαλύτερα παιδιά σε τέτοιον κίνδυνο, καθώς η εμβολιαστική φαρέτρα είναι πλέον ιδιαίτερα ισχυρή.
Οι ειδικοί δε προειδοποιούν ότι η αναγκαιότητα εμβολιασμού ενάντια στη μηνιγγίτιδα Β είναι αυξημένη, αφενός εξαιτίας της έναρξης της σχολικής χρονιάς και συνεπακόλουθα της έξαρσης ιώσεων και αφετέρου εξαιτίας της καταγραφής όλο και περισσότερων περιστατικών τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας.
Τα συμπτώματα
Στα πρώτα στάδια της λοίμωξης τα συμπτώματα μπορεί να μιμηθούν μια κοινή ίωση με αποτέλεσμα να χάνεται συχνά πολύτιμος χρόνος. Αρχικό σημάδι είναι ο υψηλός πυρετός που κατά κανόνα συνοδεύεται με κακουχία, όμως ακόμη και μέσα σε ελάχιστες ώρες η συμπτωματολογία του ασθενούς επιδεινώνεται.
Ο πονοκέφαλος (συχνά εντοπίζεται στον αυχένα), η αυχενική δυσκαμψία, η ναυτία και οι εμετοί, η φωτοφοβία και συμπτώματα νευρολογικά, όπως είναι για παράδειγμα η ευερεθιστότητα, η σύγχυση, οι σπασμοί και διαταραχές της όρασης, είναι εκδηλώσεις που πρέπει να θέσουν σε υποψία τους γονείς ώστε να κινητοποιηθούν άμεσα.
Και αυτό διότι ο χρόνος που θα μεσολαβήσει έως τη διάγνωση είναι συνήθως καθοριστικός για την έκβαση της νόσου και την επιβίωση του ασθενούς.
Ενα ακόμη ύποπτο σημάδι είναι το πετεχειώδες εξάνθημα – επρόκειτο για μια δερματική αντίδραση που χαρακτηρίζεται από μικρές κηλίδες, οι οποίες επιμένουν ακόμη και όταν πιέζουμε με το δάχτυλο.
Προσοχή στα βρέφη
Η ανησυχία που συνοδεύεται από κλάμα, η υπνηλία και η άρνηση τροφής, που αποτελούν τα πρώτα συμπτώματα που εκδηλώνουν τα βρέφη, δημιουργούν στρεβλή εικόνα, με τους γονείς συχνά να αποδίδουν τον εκνευρισμό των μικρών τους σε άλλες αιτίες. Δυστυχώς όμως ο χρόνος είναι ακόμη πιο κρίσιμος σε αυτή την περίπτωση καθώς, όπως προειδοποιούν οι επιστήμονες, είναι 20 φόρες πιο πιθανό να νοσήσουν σε σχέση με τη μέση επίπτωση της νόσου για όλες τις ηλικίες.
Αυτό όμως δεν σημαίνει – δυστυχώς – ότι η νόσος κάνει ηλικιακές διακρίσεις, καθώς, όπως σημειώνουν οι επιστήμονες, υψηλό κίνδυνο διατρέχουν και τα νήπια ηλικίας ενός έως τεσσάρων ετών.
Επιπλέον, οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικοι έως 25 ετών διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο προσβολής από τη νόσο. Αντίθετα, οι πιθανότητες μειώνονται στον μεγαλύτερο πληθυσμό.
Αρκεί ένα φιλί
Το φιλί, ο βήχας και το φτάρνισμα είναι πιο συχνοί τρόποι μετάδοσης του ιού, δεδομένου ότι το βακτήριο που προκαλεί τη μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο μεταδίδεται με τα σταγονίδια και το σάλιο. Το κάπνισμα, ενεργητικό ή παθητικό, αποτελεί επίσης παράγοντα κινδύνου για αποικισμό και νόσηση.
Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι ένας στους 10 ενηλίκους φέρει το βακτήριο της νόσου μηνιγγίτιδας Β ασυμπτωματικά – δηλαδή, φέρει τα βακτήρια στη μύτη και τον φάρυγγα χωρίς ο ίδιος να νοσεί -, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο εύκολο είναι να νοσήσει ένα παιδί έπειτα από μια αγκαλιά που συνοδεύεται από ένα τρυφερό φιλί.
Σημειώνεται ότι το κυριότερο μικρόβιο που ανευρίσκεται στη μικροβιακή μηνιγγίτιδα είναι ο μηνιγγιτιδόκοκκος. Οι ορότυποι που προκαλούν τη νόσο είναι οι A, B, C, W135 και Y, εκ των οποίων συχνότερος είναι ο Β (εμφανίζεται σε ποσοστό 85%-90%).
Ευτυχώς, ο εμβολιασμός προσφέρει ουσιαστική ασπίδα. Πιο συγκεκριμένα, ο εμβολιασμός κατά της συγκεκριμένης νόσου κατέστη εφικτός στην Ελλάδα από το 2013, μέσω του εμβολίου, ενάντια στη μηνιγγίτιδα Β, που προστατεύει όλες τις ηλικιακές ομάδες και δύναται να ξεκινήσει από την ηλικία των 2 μηνών ενώ έχει ενταχθεί στο Εθνικό
Πρόγραμμα Εμβολιασμών παιδιών, εφήβων και ενηλίκων για ομάδες υψηλού κινδύνου.
Ειδικότερα, οι ομάδες αφορούν παιδιά που πάσχουν από συγκεκριμένα νοσήματα με ανοσολογική ανεπάρκεια, ασπληνία, δρεπανοκυτταρική αναιμία και φοιτητές που διαμένουν σε φοιτητικές εστίες με κίνδυνο συρροής κρουσμάτων
Εν τούτοις, άλλες χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία και η Ιρλανδία έχουν εντάξει καθολικά ή σε περιοχές υψηλού κίνδυνου τον εμβολιασμό, αποζημιώνοντας το εμβόλιο (και) σε υγιή πληθυσμό με προτεραιότητα τα βρέφη ηλικίας έως ενός έτους.