Είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι η έγκριση των Ταμείων Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Ιούλιο 2020 αποτέλεσε μια μεγάλη στιγμή τόσο για την πορεία της Ενωσης συνολικά όσο και για τις προοπτικές που άνοιγε σε κάθε χώρα για να μετασχηματιστεί τεχνολογικά με την ψηφιοποίηση και περιβαλλοντικά με την απανθρακοποίηση.
Για την Ελλάδα, τα προβλεπόμενα κεφάλαια θα ήταν της τάξεως των 32 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 20% του ΑΕΠ εκείνης της χρονιάς (που το 2020 ήταν 165 δισ. ευρώ με την ύφεση της πανδημίας)! Μεγάλο ποσόν, το οποίο θα μπορούσε να αντισταθμίσει ένα σημαντικό μέρος της αποεπένδυσης που είχε γίνει στα χρόνια των μνημονίων και μοιραία είχε οδηγήσει την ελληνική οικονομία να απολέσει περίπου το 25% του ΑΕΠ.
Η Ελλάδα είχε δύο πλεονεκτήματα εκείνη την περίοδο: πρώτον, ότι υπήρχε μια καθοδήγηση από πλευράς Βρυξελλών ως προς την κατεύθυνση των επενδύσεων με σαφείς στόχους την ΕΕ της επόμενης γενιάς (Next Generation EU). Ετσι κάθε χώρα δεν θα μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε διασπείροντας τα κονδύλια σε μικροέργα πελατειακής στόχευσης, όπως αρκετές φορές είχε παρατηρηθεί στο παρελθόν με τα προγράμματα ΕΣΠΑ. Το φαινόμενο αυτό είχε πάρει ανησυχητικές διαστάσεις στη χώρα μας με την υπερκατάτμηση των έργων για να επιτευχθεί κάποια απορρόφηση, αλλά και να αναπληρωθούν οι βίαιες περικοπές του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων που τόσο αλόγιστα και επιπόλαια επέβαλλαν οι δανειστές στο παρελθόν.
Το δεύτερο πλεονέκτημα ήταν ότι η χώρα μόλις είχε εξέλθει από το ασφυκτικό πλαίσιο των μνημονίων και θα μπορούσε να αφοσιωθεί περισσότερο στον σχεδιασμό και την υλοποίηση ενός νέου κύματος μεγάλων έργων που θα την έβαζαν σε «άλλη πίστα» ανάπτυξης και προόδου. Την εποχή εκείνη είχε μάλιστα κυκλοφορήσει και η «Εκθεση Πισσαρίδη» που περιέγραφε πολλές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και που έπρεπε να βρεθεί μια συγκεκριμένη πολιτική για να τις ξεπεράσει.
Επικράτησε έτσι ένας πρώιμος ενθουσιασμός για το πόσο γρήγορα μπορεί να τρέξει το πρόγραμμα η Ελλάδα, πόσο ψηλά μπορεί να φτάσουν οι επιδόσεις της οικονομίας και πόσο ισχυρά και διαρκή θα ήταν τα αποτελέσματα για όλους: το ολυμπιακό σύνθημα citius-altius-fortius έμοιαζε εκείνη την εποχή κομμένο και ραμμένο για την ελληνική οικονομία!
Πλην όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με τους ευσεβείς πόθους. Η Ελλάδα – αλλά και κάμποσες άλλες χώρες της ΕΕ, όπως η Πολωνία – βρέθηκαν προγραμματικά ανέτοιμες για να υποδεχθούν και να διοχετεύσουν τόσο σημαντικούς πόρους σε μεγάλα αναπτυξιακά έργα ή έστω σε δέσμες από μικρότερα έργα που θα είχαν κεντρικό συντονισμό και στόχευση συμβατή με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Οι μεν ιδιωτικές επιχειρήσεις με την αρνητική εμπειρία που είχαν από την έλλειψη ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος είχαν ξεμάθει τον μακροχρόνιο αναπτυξιακό σχεδιασμό και δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις νέες απαιτητικές συνθήκες σε ελάχιστο χρόνο.
Ενώ ο δημόσιος τομέας, αποδεκατισμένος και αυτός από στελέχη και προγραμματικές υπηρεσίες, δεν μπορούσε να εφεύρει ένα μεγάλο στοκ αναπτυξιακών πρωτοβουλιών όσο φιλότιμα και αν προσπαθεί η νεο-ιδρυθείσα γραμματεία ΣΔΙΤ και ιδιωτικών επενδύσεων.
Για να αντιμετωπιστεί αυτή η βραδύτητα στην προετοιμασία νέων σοβαρών επενδύσεων που θα άλλαζαν την πορεία της οικονομίας επιστρατεύθηκαν δύο προσεγγίσεις:
l Μία είναι η παραδοσιακή συνταγή να παραγεμίζεις ένα πρόγραμμα με ό,τι βρεις μπροστά σου μήπως και καταφέρεις και αποφύγεις την απώλεια κοινοτικών πόρων. Ετσι στην πρόσφατη δέσμη έργων που εξαγγέλθηκε τον Μάιο 2022, βλέπουμε πολλά μικροέργα αποκατάστασης, από μικρά μουσεία και τεθλιμμένα ανάκτορα έως ξενοδοχεία και κοιμητήρια, τα οποία μάλιστα περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα «Ιδιωτικές επενδύσεις και μετασχηματισμός της οικονομίας»! Εξαιρέσεις με σωστό προσανατολισμό υπήρξαν και συνεχίζουν, απλώς δεν είναι επαρκείς για να προσδώσουν στο Ταμείο Ανάκαμψης τη δυναμική που νομίζαμε ότι θα έχει.
l Η δεύτερη προσέγγιση είναι να χαλαρώσουν τα κριτήρια ένταξης των έργων και να πρυτανεύσει μια γαλαντόμος εμπιστοσύνη προς τις επιχειρήσεις που θα σπεύσουν να αναζητήσουν το χρήμα χωρίς πολύ κόπο. Ηδη το αρμόδιο υπουργείο εξήγγειλε ότι αν μια επιχείρηση αναλαμβάνει να χρηματοδοτήσει ένα επενδυτικό πρόγραμμα κατά 20%, μπορεί να το υποβάλει προς αξιολόγηση σε μια τράπεζα για να λάβει το επόμενο 30% και μετά θα έλθει το Ταμείο Ανάκαμψης να καταβάλει το υπόλοιπο 50% χωρίς καμία περαιτέρω αξιολόγηση της επένδυσης! Είναι πανεύκολο να υποθέσει κανείς πώς με μερικά κόλπα υπερτιμολογήσεων μια επιχείρηση μπορεί να κατεβάσει την πραγματική ιδία συμμετοχή της σε ελάχιστα επίπεδα.
Αλλά δεν είναι καν αυτός ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Το μέγα ηθικό και οικονομικό ζήτημα είναι αν οι αξιολογήσεις λάβουν ή όχι υπόψη τους τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων που θα κάνουν τις αιτήσεις – και ιδίως των επιχειρηματιών – στην προγενέστερη φάση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ). Πιστεύω ότι πρέπει να υπάρξουν «σινικά τείχη» ανάμεσα σε επιχειρήσεις που απέτυχαν και προκάλεσαν βραχυκύκλωμα στο τραπεζικό σύστημα με τα ΜΕΔ και αυτές που τώρα θα βρεθούν ικανές να λάβουν και να διαχειριστούν μεγάλα ποσά από το Ταμείο Ανάκαμψης. Διαφορετικά θα πρόκειται για άλλη μία υπόκλιση στους τζαμπατζήδες όλων των εποχών!
Σιγά-σιγά εμφανίζονται όμως και άλλες ύπουλες στρατηγικές που στοχεύουν στην αθέμιτη υφαρπαγή των δημοσίων πόρων. Παρά το εξαιρετικά γενναιόδωρο σχήμα επιχορηγήσεων, οι περισσότερες επιχειρήσεις δείχνουν τώρα απρόθυμες να συμμετάσχουν και να υποβάλουν προγράμματα στις τράπεζες. Σύμφωνα με όσα κυκλοφορούν, ο λόγος είναι ότι αρκετοί περιμένουν να προκηρυχθούν τα ΕΣΠΑ για να εντάξουν και εκεί τα έργα, και τελικά να μην καταβάλουν σχεδόν τίποτα από την τσέπη τους (βλέπε Κ. Καλλίτσης, «Διλήμματα Πολιτικής», 5/6/2022). Δεν είναι όλοι έτσι, αλλά είναι πολλοί και αν αφεθούν να το κάνουν θα χαντακώσουν τον στόχο που έχει θέσει η χώρα για να ξαναβρεί μια στέρεη επενδυτική πορεία.
Γι’ αυτό το Ταμείο Ανάκαμψης πρέπει επειγόντως να αλλάξει κριτήρια αξιολόγησης για τα επενδυτικά προγράμματα και τους επιχειρηματίες που τα διεκδικούν. Διαφορετικά, αν κυριαρχήσουν οι αεριτζήδες θα στιγματίσουν μια από τις πιο φιλόδοξες αναπτυξιακές προσπάθειες ως άλλη μία βουτιά στα κρατικά ταμεία. Με τα γνωστά αποτελέσματα άλλων – όχι και τόσο πετυχημένων – περιόδων.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής, πρώην υπουργός.