Ηχώρα μας στα επόμενα χρόνια αντιμετωπίζει μια μοναδική πρόκληση. Πρέπει να ανακάμψει από την ύφεση που προκαλεί η πανδημία και τα τραύματα τα οποία αυτή επιφέρει και ταυτόχρονα να καλύψει το μεγάλο επενδυτικό κενό που δημιούργησαν η δεκαετής ελληνική κρίση και οι λανθασμένες οικονομικές πολιτικές της προηγούμενης κυβέρνησης. Πρέπει ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες του COVID-19 σε μεγάλο αριθμό κλάδων και στα δημόσια οικονομικά και τα προβλήματα που κληρονομήσαμε, προπαντός σε ό,τι αφορά την υπερφορολόγηση της παραγωγικής δραστηριότητας, το πολύ υψηλό μη μισθολογικό κόστος της εργασίας, την εκτεταμένη γραφειοκρατία που πνίγει την επιχειρηματικότητα και την επιμονή σοβαρού μέρους του παραγωγικού ιστού στη «μαύρη» οικονομική δραστηριότητα.
Η αλλαγή μοντέλου που επιδιώκουμε έχει ως κύριο στόχο τη στροφή σε μια πολύ πιο εξωστρεφή οικονομία διεθνώς ανταγωνιστική, με πολύ μεγαλύτερο «άσπρο» μέρος, που πληρώνει ταυτόχρονα και πολύ χαμηλότερους φόρους και εισφορές. Η μετάβαση αυτή είναι μια αλλαγή όχι μόνο οικονομική. Αλλάζει θεμελιωδώς και τεχνολογίες, και νοοτροπίες, και θεσμούς. Αφορά σε τελική ανάλυση το πώς βλέπουμε ως κοινωνία τη θέση της πατρίδας μας στον σύγχρονο κόσμο. Αν θέλουμε – σε ό,τι αφορά τη νοοτροπία και τους θεσμούς μας – να είμαστε μια χώρα που κινείται ως εκκρεμές μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ή αν επιθυμούμε να είμαστε μια χώρα της Δύσης που γειτονεύει με την Ανατολή.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.