Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα επανέρχεται στο προσκήνιο ως προνομιακός τουριστικός προορισμός. Ρεκόρ επισκεπτών (άνω των 30 εκατ.), ρεκόρ πληρότητας στα καταλύματα, ρεκόρ ζήτησης.

Νέα ξενοδοχεία «ξεφυτρώνουν» στους τουριστικούς προορισμούς αλλά και στις μεγάλες πόλεις (κυρίως στην Αθήνα) ενώ το φαινόμενο (κατ’ άλλους, «μάστιγα») των βραχυχρόνιων μισθώσεων, τύπου airbnb, εξαπλώνεται, μάρτυρας μιας νέας ζήτησης από διαφορετική κοινωνική, ηλικιακή και εθνική προέλευση.

Ο τουριστικός τομέας βγαίνει πρώτος από την κρίση και οδηγεί την ανάπτυξη και την απασχόληση. Η περίοδος αυτή της αισιοδοξίας, όμως, ίσως είναι η πλέον κατάλληλη για έγκαιρο σχεδιασμό του βιώσιμου «αύριο» και για τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής για ένα μόνιμα ανταγωνιστικό, μη ανταλλάξιμο τουριστικό προϊόν.

Η δραματική υποχώρηση του εγχώριου τουρισμού και η μείωση της κατά κεφαλήν δαπάνης των επισκεπτών μετριάζουν δραστικά τα ωφελήματα της ανάπτυξης και επηρεάζουν αρνητικά τόσο τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου όσο και την κατανομή της στην περιφέρεια. Παράλληλα, οι διαχρονικές παθολογίες του ελληνικού τουρισμού δεν φαίνεται να θεραπεύονται.

Η υψηλή εποχικότητα, η υψηλή εξάρτηση από τους διαχειριστές της ζήτησης (tour operators), η «μονοκαλλιέργεια» (ήλιος, θάλασσα) με εξαίρεση την Αθηνα που δεν μειώνει όμως αυτό το χαρακτηριστικό, το χαμηλό επίπεδο περιβαλλοντικών υποδομών, οι υποβαθμισμένοι δημόσιοι και κοινόχρηστοι χώροι, συνθέτουν ένα μείγμα του οποίου το περιβαλλοντικό αποτύπωμα είναι δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με το οικονομικό αποτέλεσμα.

Η χώρα χρειάζεται σοβαρές επενδύσεις στις υποδομές, μεταρρυθμίσεις στους θεσμούς και στις διαδικασίες καθώς και ειδικές πολιτικές που θα την ανεβάσουν κατηγορία, ως απαράμιλλο, ελκυστικό (all year / all over) και ποιοτικότερο τουριστικό προορισμό.

Είναι προφανές ότι η διαρκής αύξηση των επισκεπτών την ίδια χρονική περίοδο και σε συγκεκριμένους προορισμούς θα δημιουργήσει (έχει ήδη) σοβαρότερα προβλήματα κορεσμού και ανίατες περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Τώρα που η Ελλάδα είναι «μόδα», είναι ευκαιρία να επαναπροσδιοριστούν τα χαρακτηριστικά του προσφερόμενου τουριστικού προϊόντος και να εμπλουτιστούν με στοιχεία της βιομηχανίας του ελεύθερου χρόνου, της αναψυχής και της διαφοροποίησης.

Οι δημόσιες επενδύσεις με τη μορφή των ΣΔΙΤ και των παραχωρήσεων και την εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα καθώς και οι ειδικές πολιτικές, θα αποτελέσουν την «ατμομηχανή» για να ακολουθήσουν σοβαρές μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις.

Τα θέματα-κλειδιά, για τον επαναπροσδιορισμό της Ελλάδας ως σύγχρονου πολυσυλλεκτικού υποδοχέα-προορισμού, αναζητούνται ως εξής:

* Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός των εμφανών και αφανών υποδομών.

Οι κοινόχρηστοι χώροι, χώροι πρασίνου και αναψυχής, η προσβασιμότητα των επισκεπτών, τα μέσα μεταφοράς, η καθαριότητα αποτελούν τα κριτήρια-καθρέπτη για την ποιότητα και για την ανταγωνιστικότητα των προορισμών.

Η διαχείριση των αποβλήτων στερεών και υγρών θα συμβάλει ουσιαστικά στην αναβάθμιση του περιβάλλοντος. Οι τουριστικοί προορισμοί μας, υστερούν σημαντικά στους παραπάνω τομείς και βρίσκονται στα όρια υποβάθμισης του περιβάλλοντος, που με τη σειρά του θα επιφέρει υποβάθμιση του προορισμού, τόσο στα νησιά-ναυαρχίδες του τουρισμού όσο και στην Αθήνα, η οποία παρουσιάζει σοβαρό περιβαλλοντικό έλλειμμα που αναστέλλει την προσπάθεια προσέλκυσης υψηλής ποιότητας επισκεπτών.

* Ανάπτυξη υποδομών υποστήριξης και υποδοχής εκδηλώσεων διεθνούς βεληνεκούς (συνέδρια, πολιτιστικά δρώμενα, αθλητικές εγκαταστάσεις, ελαφρές υποδομές θαλάσσιου τουρισμού). Το Μουσείο της Ακρόπολης και το Πολιτιστικό Κέντρο Σταύρος Νιάρχος επηρέασαν καταλυτικά τη ραγδαία αύξηση των επισκεπτών αλλά και του αριθμού των διανυκτερεύσεων στην Αθήνα.

* Θεσμικές μεταρρυθμίσεις, επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδοτήσεων των επενδύσεων, χωρίς να παρακάμπτονται τα συνταγματικά δικαιώματα στη διαβούλευση και στον έλεγχο.

Η συμβολή του επιστημονικού δυναμικού με την καθιέρωση «ειδικών εταιρειών ελέγχου και πιστοποίησης των χωροθετήσεων και αδειοδοτήσεων» στα πρότυπα των «ορκωτών ελεγκτών» θα διευκόλυναν το εποπτικό έργο της Διοίκησης αλλά και τη διαφάνεια και τη σταθερότητα των διαδικασιών.

* Τέλος, αλλά μείζονος σημασίας ζήτημα, είναι η ανάγκη επαναφοράς των Ελλήνων στο προσκήνιο των διακοπών. Τα χρόνια της κρίσης μείωσαν δραματικά την εγχώρια συμμετοχή στην τουριστική οικονομία τόσο σε κατά κεφαλήν δαπάνη όσο και σε ποσοστό του πληθυσμού.

Η υποβάθμιση του δικαιώματος στην αναψυχή, κατάκτηση των εργαζομένων από τα μέσα του 20ού αιώνα, διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες αλλά ταυτόχρονα διαβρώνει τον βασικό πυλώνα της τουριστικής οικονομίας, μετατρέποντας τη χώρα σε τριτοκοσμικό προορισμό χωρίς τη συμμετοχή του εγχώριου πληθυσμού. Στις αρχές της 10ετίας του 2000, η σχέση εγχώριου προς εισερχόμενο τουρισμό ήταν σχεδόν 50-50 σε όρους συμβολής στην οικονομία. Σήμερα, το ποσοστό αυτό φθίνει σημαντικά σε βάρος του εσωτερικού τουρισμού ενώ ολοένα μεγαλύτερη μερίδα Ελλήνων είναι ουσιαστικά αποκλεισμένη από το δικαίωμα των διακοπών. Είναι χαρακτηριστικό πως η εγχώρια τουριστική δαπάνη για ταξίδια άνω της μιας διανυκτέρευσης το 2008 ήταν 3,87 δισ. ευρώ, ενώ το 2017 έφθασε στο επίπεδο των 1,4 δισ. ευρώ, δηλαδή έχει μειωθεί κατά περίπου 63%.

Στοχευμένες πολιτικές ενίσχυσης των διακοπών για τις μη προνομιούχες κοινωνικές τάξεις – με σοβαρό και εκ βάθρων ανασχεδιασμό των Προγραμμάτων Κοινωνικού Τουρισμού – καθώς και θεσμοθέτηση ενδιάμεσων διακοπών για τα σχολεία (μέτρο που εφαρμόζεται μαζικά στην Ευρώπη) θα διευκολύνουν οικονομικά την πρόσβαση και θα κρατήσουν ζωντανούς τους προορισμούς εκτός «αιχμής».

Η Ελλάδα, ευχάριστη και προσιτή για τους κατοίκους της, ελκυστική για τους επισκέπτες, είναι η βιώσιμη Ελλάδα στην έξοδο από την κρίση.

 

Ο κ. Τάσος Χωμενίδης είναι διδάκτωρ πολιτικός μηχανικός ΕΜΠ / ENPC Paris.