Ο Τόμας Εντισον, ο αυτοδίδακτος τηλεγραφιστής που έγινε επιχειρηματίας, συχνά θεωρείται ο μεγαλύτερος εφευρέτης όλων των εποχών. Αντιθέτως, ο Νίκολα Τέσλα, που είχε εργαστεί σε εταιρεία του Εντισον στο Παρίσι προτού μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι σχεδόν ξεχασμένος, εκτός από την αναφορά του στο όνομα της εταιρείας ηλεκτρικών οχημάτων του Ιλον Μασκ.

Κι όμως, ήταν η καινοτομία του Τέσλα με το εναλλασσόμενο ρεύμα (AC), και όχι η τεχνολογία συνεχούς ρεύματος (DC) του Εντισον, που έκανε μαζικά προσιτή την ηλεκτροδότηση. Το απαγορευτικά υψηλό κόστος του συνεχούς ρεύματος θα περιόριζε τον εξηλεκτρισμό των πόλεων του Εντισον μόνο στους πλούσιους, όπως και πολλές από τις άλλες εφευρέσεις του.

Μπορούν τα μοντέλα DeepSeek AI του κινέζου επενδυτή Λιανγκ Γουενφέγκ να αντιπροσωπεύουν μια ανάλογη επανάσταση στην τεχνητή νοημοσύνη ή είναι απάτες, όπως η ψυχρή σύντηξη και η υπεραγωγιμότητα σε θερμοκρασία δωματίου; Και αν οι ισχυρισμοί αποδειχθούν αληθινοί, πρέπει οι Ηνωμένες Πολιτείες να τα αντιμετωπίσουν ως υπαρξιακή απειλή ή ως δώρο προς τον κόσμο;

Οπως συμβαίνει με πολλές μετασχηματιστικές τεχνολογίες, η τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ) εξελισσόταν επί δεκαετίες προτού η OpenAI κυκλοφορήσει το ChatGPT στα τέλη του 2022, προκαλώντας τη σημερινή φρενίτιδα. Καλύτεροι αλγόριθμοι, συμπληρωματικές συσκευές όπως τα κινητά τηλέφωνα και φθηνότερο, ισχυρότερο cloud computing είχαν καταστήσει τη χρήση της ΑΙ ευρέως διαδεδομένη, αλλά σχεδόν απαρατήρητη. Η μέθοδος της δοκιμής και του λάθους είχε αποκαλύψει πού η ΑΙ μπορούσε ή δεν μπορούσε να υπερέχει έναντι της ανθρώπινης κρίσης.

Η φαινομενική ευφράδεια του ChatGPT και άλλων μεγάλων γλωσσικών μοντέλων (LLMs) δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι η γενετική ΑΙ ήταν μια εντελώς νέα επανάσταση. Το ChatGPT απέκτησε ένα εκατομμύριο χρήστες μέσα σε πέντε ημέρες από την κυκλοφορία του και 300 εκατομμύρια εβδομαδιαίους χρήστες δύο χρόνια αργότερα. Τεχνολογικοί κολοσσοί όπως η Microsoft, η Meta και η Alphabet επένδυσαν δισεκατομμύρια σε προϊόντα ΑΙ και κέντρα δεδομένων, ξεχνώντας γρήγορα τον αρχικό τους ενθουσιασμό για την εικονική και επαυξημένη πραγματικότητα.

Το 2024, η Nvidia, έχοντας επενδύσει 2 δισεκατομμύρια δολάρια στο τσιπ AI Blackwell, έγινε η πιο πολύτιμη εταιρεία στον κόσμο, με την κεφαλαιοποίησή της να έχει αυξηθεί εννέα φορές μέσα σε δύο χρόνια. Ο CEO της, Τζένσεν Χουάνγκ, προέβλεψε ότι 1 τρισεκατομμύριο δολάρια θα επενδυθούν σε κέντρα δεδομένων με τέτοια τσιπ τα επόμενα χρόνια. Ολα αυτά έκαναν τη συντηρητική προσέγγιση της Apple στην ΑΙ να φαίνεται ξεπερασμένη.

Αυτό που λίγοι αναλογίστηκαν ήταν ότι η νέα ΑΙ δεν παρείχε αξία στους τελικούς χρήστες αντίστοιχη με τις τεράστιες επενδύσεις (χωρίς να αναφέρουμε την αχόρταγη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας). Οι επενδύσεις συνέχισαν να αυξάνονται με την υπόθεση ότι τα υπερμεγέθη κέντρα δεδομένων θα μείωναν το κόστος της ΑΙ και ότι η αυξημένη χρήση θα καθιστούσε τα μοντέλα πιο έξυπνα.

Ωστόσο, τα LLMs, όπως και πολλά παλαιότερα μοντέλα AI, εξακολουθούν να βασίζονται στην αναγνώριση προτύπων και τις στατιστικές προβλέψεις. Αυτό σημαίνει ότι η αξιοπιστία τους εξαρτάται από το κατά πόσο το μέλλον θα μοιάζει με το παρελθόν. Οι άνθρωποι μπορούν να ερμηνεύσουν δημιουργικά τα ιστορικά δεδομένα και να προβλέψουν τι μπορεί να αλλάξει. Οι αλγόριθμοι AI δεν μπορούν.

Παρ’ όλα αυτά, οι αναφορές για τις ικανότητες της DeepSeek προκάλεσαν σοκ στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η DeepSeek ισχυρίζεται ότι πέτυχε απόδοση ποιότητας OpenAI και Google, χρησιμοποιώντας μόνο χαμηλής κατηγορίας τσιπ της Nvidia και με ένα κλάσμα του κόστους εκπαίδευσης και λειτουργίας. Αν αυτό αληθεύει, η ζήτηση για κορυφαία τσιπ AI θα είναι χαμηλότερη από το αναμενόμενο.

Αυτή η είδηση οδήγησε σε απώλειες περίπου 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων στη χρηματιστηριακή αξία της Nvidia μέσα σε μία μόνο ημέρα, πλήττοντας επίσης τις μετοχές άλλων εταιρειών ημιαγωγών και επιχειρήσεων που έχουν επενδύσει σε κέντρα δεδομένων ή που πωλούν ηλεκτρική ενέργεια σε αυτά.

Φυσικά, οι ισχυρισμοί της DeepSeek μπορεί να αποδειχθούν υπερβολικοί ή λανθασμένοι. Ορισμένες από τις εφευρέσεις του Τέσλα μετά την επιτυχία του με το AC αποδείχθηκαν απάτες. Ωστόσο, οι καινοτομίες χαμηλού κόστους και εκτός καθιερωμένων προτύπων μπορούν να είναι μεταμορφωτικές – όπως απέδειξαν οι επαναχρησιμοποιούμενοι πύραυλοι χαμηλού κόστους του Ιλον Μασκ ή η επιτυχημένη αποστολή της Ινδίας στον Αρη, που κόστισε μόλις 73 εκατομμύρια δολάρια, λιγότερο από τον προϋπολογισμό της χολιγουντιανής ταινίας «Gravity».

Αν η DeepSeek δικαιωθεί, η τεχνολογία της μπορεί να αποτελέσει για τα LLMs ό,τι ήταν οι εφευρέσεις του Τέσλα για τον εξηλεκτρισμό. Αυτό θα μπορούσε να μειώσει την εξάρτηση των μοντέλων ΑΙ από τις επιδοτήσεις μεγάλων εταιρειών και να περιορίσει τη ζήτηση για ενεργοβόρα κέντρα δεδομένων.

Ωστόσο, η γεωπολιτική διάσταση είναι κρίσιμη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν την ανάπτυξη της DeepSeek ως μια «στιγμή Σπούτνικ» για την ΑΙ. Ο Ντόναλντ Τραμπ χαρακτήρισε το κινεζικό μοντέλο ΑΙ ως «σήμα αφύπνισης» για τη βιομηχανία των ΗΠΑ και ανακοίνωσε νέους δασμούς στις εισαγωγές ημιαγωγών από την Κίνα.

Οπως έχω υποστηρίξει στο βιβλίο μου «The Venturesome Economy», η τυφλή επιδίωξη τεχνολογικής ηγεσίας είναι λανθασμένη στρατηγική. Αυτό που έχει σημασία είναι η ικανότητα των επιχειρήσεων και των καταναλωτών να αξιοποιούν την καινοτομία – όποια και αν είναι η προέλευσή της.

Φυσικά, πρέπει να ελέγξουμε τη χρήση προηγμένων δυτικών τεχνολογιών για στρατιωτικούς σκοπούς από εχθρικά καθεστώτα. Αλλά αυτό είναι μια διαφορετική και εξαιρετικά δύσκολη πρόκληση. Αν μπορούσαμε να την αντιμετωπίσουμε μέσω ελέγχου των εξαγωγών, τότε δεν θα ανησυχούσαμε ακόμα για τα πυρηνικά όπλα της Βόρειας Κορέας ή του Ιράν.

Ο κ. Αμάρ Μπιντέ είναι καθηγητής Πολιτικής Υγείας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας Mailman του Πανεπιστημίου Κολούμπια και συγγραφέας, πιο πρόσφατα, του «Uncertainty and Enterprise: Venturing Beyond the Known» (Oxford University Press, 2024).