Η εικόνα των δημοσιονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας το 2022 εμφανίζει βελτίωση σε σχέση με το 2021, χρονιά κατά την οποία είχε καταγραφεί έντονος ο αντίκτυπος από τις επιπτώσεις της πανδημίας και το δημοσιονομικό κόστος των μέτρων ενίσχυσης που ελήφθησαν. Παράλληλα, το 2022 χαρακτηρίζεται από την ισχυρή αποκλιμάκωση που προδιαγράφεται στον λόγο χρέος προς ΑΕΠ (συνολικά πάνω από 25 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020). Οφείλεται στη σημαντική αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ (denominator effect), απόρροια κυρίως των εκτιμήσεων για υψηλό πληθωρισμό και για ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας άνω του 5% κατά το τρέχον έτος.
Με βάση τα στοιχεία του προϋπολογισμού του 2023 καθώς και τις πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα δημοσιονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να βελτιωθούν, με τον στόχο για επάνοδο σε πρωτογενή πλεονάσματα να είναι επιτακτικός, δεδομένης και της αναγκαιότητας επιστροφής του αξιόχρεου των ομολόγων της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα, προκειμένου αυτά να γίνονται δεκτά για όλες τις πράξεις χρηματοδότησής της.
Από την άλλη πλευρά, οι δημοσιονομικοί στόχοι για το 2023 υπόκεινται σε ιδιαίτερη αβεβαιότητα δεδομένων των προκλήσεων αναφορικά με τις γεωπολιτικές εξελίξεις, τη συνεπακόλουθη ενεργειακή κρίση και τις πληθωριστικές πιέσεις που παρατηρούνται καθώς και το διαφαινόμενο περιβάλλον ύφεσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Ο προϋπολογισμός του 2023 και οι αβεβαιότητες
Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2023, το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί στο 2,0% του ΑΕΠ, με επιστροφή σε πρωτογενές αποτέλεσμα 0,7% του ΑΕΠ. Η βελτίωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος αποδίδεται στη μείωση του δημοσιονομικού κόστους των μέτρων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης (από 2,3% του ΑΕΠ το 2022 σε 0,6% το 2023), την ελαχιστοποίηση των μέτρων στήριξης της υγειονομικής κρίσης (από 2,1% του ΑΕΠ το 2022 σε 0,1% το 2023), τη συγκρατημένη μεν αλλά αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας (από 5,6% το 2022 σε 1,8% το 2023) αλλά και φιλικές προς την ανάπτυξη δημοσιονομικές παρεμβάσεις (από 0,1% του ΑΕΠ το 2022 σε 1,9% το 2023). Η επίτευξη του στόχου της ανάπτυξης έχει καθοριστική σημασία για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων ενώ οφείλουμε να συνυπολογίσουμε μία σειρά κρίσιμων παραμέτρων ως προς τον δημοσιονομικό τους αντίκτυπο.
Η εξέλιξη των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας έχει καθοριστική σημασία. Μια περαιτέρω αύξηση στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας θα μπορούσε να αυξήσει το δημοσιονομικό κόστος του μηχανισμού στήριξης, γιατί τα έσοδα από τον μηχανισμό προέρχονται κυρίως από τη φορολόγηση των υπερ-εσόδων των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, με βάση τα τρέχοντα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης για τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, μια μείωση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας θα μπορούσε να καταστήσει τον μηχανισμό δημοσιονομικά ουδέτερο, επομένως πρόκειται για έναν συμμετρικό κίνδυνο. Επιπλέον η εκτίμηση του δημοσιονομικού κόστους στον προϋπολογισμό βασίζεται στην υπόθεση ότι η ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια δεν θα μειωθεί.
Ενας υψηλότερος από τον προβλεπόμενο πληθωρισμός θα μπορούσε να συμβάλει σε υψηλότερα έσοδα, αλλά ταυτόχρονα να δημιουργήσει αυξανόμενες πιέσεις στο σκέλος των δαπανών.
Επιπροσθέτως, δημοσιονομικός κίνδυνος λόγω της εισαγωγής της χώρας εντός του 2023 σε εκλογικό κύκλο και τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης δεν θα πρέπει να υποβαθμιστεί.
Επιπλέον, δημοσιονομικοί κίνδυνοι απορρέουν από εκκρεμείς νομικές υποθέσεις (κυρίως τις δικαστικές υποθέσεις κατά της Εταιρείας Ακίνητων Δημοσίου), και τις αποφάσεις για πληρωμές αναδρομικών σε συνταξιούχους.
Οι συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις πρόσφατες συστάσεις της για την Ελλάδα (CSRs) που διατυπώθηκαν στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, καθιστά αναγκαία για το 2023 τη συμμόρφωση της χώρας μας με τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για το έλλειμμα και το ποσοστό μείωσης του χρέους και στο πλαίσιο αυτό αποτιμάται θετικά η πρόβλεψη του Κρατικού Προϋπολογισμού 2023 για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος της ελληνικής οικονομίας το επόμενο έτος. Επιπλέον, η κύρια σύσταση της ΕΕ έγκειται στην άσκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής μεσοπρόθεσμα, γεγονός που θα εδραιώσει την καθοδική πορεία του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ και θα διασφαλίσει σε μεγάλο βαθμό τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, σε περιβάλλον έντονης μακροοικονομικής αστάθειας.
Στο πλαίσιο αυτό, το προσεχές διάστημα, ιδιαίτερη βαρύτητα στη διαχείριση του ελληνικού χρέους αναμένεται να διαδραματίσουν και οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες που θα εφαρμοστούν μετά τη λήξη ισχύος της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας το 2024. Οι εξατομικευμένοι ανά χώρα κανόνες, όσον αφορά την απαιτούμενη μείωση του χρέους, μοιάζουν πιθανό ως ενδεχόμενο, γεγονός που θα θέσει νέους όρους δημοσιονομικής διαχείρισης, ιδιαίτερα για χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος.
Σε κάθε περίπτωση, η συνετή δημοσιονομική διαχείριση σε μια περίοδο σημαντικών προκλήσεων αποτελεί αναγκαιότητα για την ελληνική οικονομία ώστε να διασφαλιστεί η μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της και κατ’ επέκταση η ευημερία των πολιτών της χώρας, η κοινωνική της συνοχή και η βιωσιμότητα των παραγωγικών της δυνάμεων.
Η κυρία Αναστασία Μιαούλη είναι πρόεδρος στο Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, ομότιμη καθηγήτρια στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.