Το 2022 υποτίθεται ότι θα ήταν η χρονιά της επανεκκίνησης των οικονομιών μετά την πανδημία και τα lockdowns. Τελικά ήταν η χρονιά του πολέμου, του πληθωρισμού, της μεταστροφής των κεντρικών τραπεζών, της ενεργειακής κρίσης, της ξηρασίας και των πλημμυρών. Αν και για το 2023 είναι δύσκολο να εντοπιστούν πιθανοί νέοι «μαύροι κύκνοι», οι αναλυτές σημειώνουν πως πολλά από τα θέματα του τρέχοντος έτους θα είναι επίσης εμφανή στο επόμενο: ο πόλεμος, η ενεργειακή κρίση, ο πληθωρισμός και η άνοδος των επιτοκίων, οι εμπορικές εντάσεις ή ακόμα και η COVID θα επηρεάσουν την παγκόσμια οικονομία με κύριο χαρακτηριστικό, όπως λένε οι οικονομολόγοι, τις διαφορετικές, ανάλογα με τις περιοχές, αποχρώσεις της ύφεσης.
Σε αυτό το περιβάλλον, από την κρίση χρέους και την ελεγχόμενη χρεοκοπία, σε ένα σύντομο διάλειμμα ασθενικής ανάπτυξης και από εκεί στην πανδημία και μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση, η Ελλάδα προσπαθεί πλέον να αναπτύξει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο με οδηγό τις νέες επενδύσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία που συμβάλλουν στη μακροχρόνια βιωσιμότητα και ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ορισμένοι οικονομολόγοι «βλέπουν» μάλιστα και τα πρώτα δείγματα μιας αναδυόμενης νέας θέσης της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας που στηρίζεται σε βασικούς κλάδους εξειδίκευσης, κάποιους παραδοσιακούς που αποκτούν νέα κατεύθυνση και ορισμένους νέους.
Οι πέντε τομείς
Μια πρόσφατη μελέτη της Eurobank ταυτοποιεί τον ενεργειακό τομέα, τις τηλεπικοινωνίες και τον ψηφιακό μετασχηματισμό, τις υποδομές, τον τουρισμό και τις αστικές αναπλάσεις, καθώς και τη βιομηχανία ως τους πέντε τομείς στους οποίους θα γίνουν επενδύσεις περίπου 38 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια, περιορίζοντας το σημαντικό επενδυτικό κενό των 94 δισ. ευρώ που δημιουργήθηκε κατά την κρίση χρέους. Το 2022 εξάλλου θα είναι η πρώτη χρονιά μετά το 2009 που οι νέες ακαθάριστες επενδύσεις παγίων θα ξεπεράσουν τις αποσβέσεις και το κεφαλαιακό απόθεμα θα αυξηθεί, ενώ το ρεκόρ εικοσαετίας στις Αμεσες Ξένες Επενδύσεις του 2021 (€5,4 δισ. ή 3% του ΑΕΠ) θα είναι ακόμα ψηλότερο το 2022.
Η ανάκαμψη των επενδύσεων με οδηγό τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) που προσφέρει ένα αναπτυξιακό μαξιλάρι ασφαλείας, τα αμυντικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, όσον αφορά τη θέση της στον επιχειρηματικό και πιστωτικό κύκλο, με τα επίπεδα μόχλευσης του ιδιωτικού τομέα να παραμένουν χαμηλά, καθώς και η ανθεκτικότητα του τομέα των υπηρεσιών και ο μικρότερος αντίκτυπος από τις πιέσεις που σχετίζονται με την ενέργεια στα επίπεδα παραγωγής σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθιστούν τη χώρα σχετικά ανθεκτική απέναντι στους οικονομικούς κινδύνους της ζώνης του ευρώ, η οποία και το 2023 θα υπεραποδώσει σε σχέση με την ευρωζώνη, αποφεύγοντας την ύφεση. Παράλληλα, αν ο εκλογικός κύκλος δεν μεταβάλει ουσιαστικά την οικονομική πολιτική, η ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023 θεωρείται εφικτή.
Η σύνθεση του ΑΕΠ
Κορυφαίοι έλληνες αξιωματούχοι σημειώνουν πως η σύνθεση του ελληνικού ΑΕΠ αλλάζει, με το μερίδιο των μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών να μειώνεται και το μερίδιο των επενδύσεων και των εξαγωγών να αυξάνεται, ενώ τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει σημειώσει αξιοσημείωτη αύξηση της απόδοσής της στους διεθνείς δείκτες μέτρησης θεσμικής λειτουργίας και διακυβέρνησης. Επίσης, έχει γίνει μια πολύ πιο εξωστρεφής οικονομία, εξάγοντας πλέον (ως ποσοστό του ΑΕΠ) περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες από τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία.
Από την άλλη πλευρά, κορυφαία στελέχη μεγάλων διεθνών επιχειρηματικών κεφαλαίων σημειώνουν πως οι αποτιμήσεις των ελληνικών εταιρειών παραμένουν ελκυστικές έναντι των ομοτίμων τους στην ΕΕ, με αποτέλεσμα κρατικά και συνταξιοδοτικά ταμεία, private equity και στρατηγικά κεφάλαια να τοποθετούνται πλέον στη χώρα, ενώ εκδηλώνεται έντονο ενδιαφέρον από επενδυτές για ορισμένους τομείς της οικονομίας, όπως τουρισμός, ακίνητα, ενεργειακή μετάβαση.
Μοναδική θέση
Στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων με προσιτό κλίμα και ευνοϊκή γεωγραφική δομή, η Ελλάδα μπορεί να προωθήσει περαιτέρω τη θέση της στον παγκόσμιο χάρτη του τουρισμού και της εφοδιαστικής αλυσίδας, αναφέρουν, υπογραμμίζοντας και τη στρατηγική θέση της χώρας ως κύριας αρτηριακής ναυτιλιακής οδού μεταξύ Ασίας και Ευρώπης. Η Ελλάδα κατέχει εξάλλου το 18% του παγκόσμιου στόλου πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, αποτελώντας τη βάση του κυρίαρχου ρόλου της στον παγκόσμιο εμπορικό χάρτη, το λιμάνι του Πειραιά είναι το πέμπτο μεγαλύτερο (και ως το 2025 εκτιμάται πως θα είναι το τρίτο) στην Ευρώπη και ο σημαντικότερος κόμβος στη διαδρομή που συνδέει την Απω Ανατολή με την Ευρώπη, μέσω της Διώρυγας του Σουέζ, ενώ και ο ναυπηγοεπισκευαστικός κλάδος εισέρχεται σε νέα πορεία.
Ισχυρή η εικόνα του κλάδου των ακινήτων
Ο τομέας των ακινήτων, ύστερα από τη δεκαετή οικονομική κρίση, εμφανίζει ισχυρή εικόνα και, μέχρι τώρα, δεν έχει πληγεί ιδιαίτερα από την πανδημία και την τρέχουσα γεωπολιτική συγκυρία. Παραδοσιακοί κλάδοι όπως αυτός των γραφείων καταγράφουν στροφή προς νέα, αειφόρα έργα και νέοι κλάδοι, όπως οι εμπορικές αποθήκες, επεκτείνονται. Ο τομέας της κατοικίας δείχνει επίσης σημάδια ανάκαμψης, με θεσμικούς επενδυτές να εισέρχονται στον κλάδο, ενώ ο ξενοδοχειακός τομέας παραμένει στην κορυφή σε σχέση με το ενδιαφέρον των επενδυτών.
Το επενδυτικό ενδιαφέρον παραμένει έντονο, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι η μεγαλύτερη αστική ανάπλαση στην Ευρώπη λαμβάνει χώρα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, ούτε ότι η πρώτη σημαντική δημόσια εγγραφή στο Χρηματιστήριο Αθηνών ύστερα από μια ιδιαίτερα μεγάλη περίοδο ήταν μια εταιρεία ανάπτυξης ακινήτων.