Η βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος είναι αναμφισβήτητη αλλά η βασική πρόκληση, μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του 3ου προγράμματος, έγκειται στη συνεχή ενίσχυση τη διαρθρωτικής ελκυστικότητας της ελληνικής οικονομίας, η οποία θα δίνει ένα πειστικό σήμα στις αγορές, συνεισφέροντας και στην εξάλειψη της αβεβαιότητας στον ιδιωτικό τομέα, η οποία υποχωρεί αλλά με σχετικά βραδύ ρυθμό.

Αναλυτικότερα, η δημοσιονομική αξιοπιστία έχει εδραιωθεί, με επώδυνη προσπάθεια, ενώ έχει εξασφαλιστεί σημαντική ελάφρυνση στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, με το ελληνικό Δημόσιο να απολαμβάνει για τα επόμενα δεκαπέντε, τουλάχιστον, χρόνια πολύ χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης, από τα χαμηλότερα στην Ευρωζώνη.

Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ενισχύεται από την αξιοσημείωτη αύξηση της εξωστρέφειας. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών βρίσκονται σε ιστορικά υψηλό επίπεδο αντιστοιχώντας στο 34% του ΑΕΠ στο 9μηνο του 2018 – έναντι 21% του ΑΕΠ , κατά μέσο όρο, την προηγούμενη δεκαετία – έχοντας αυξηθεί σχεδόν κατά ένα τρίτο, σε σταθερές τιμές, μέσα σε μια δεκαετία.

Τα μεγέθη του ανταγωνιστικού εταιρικού τομέα βελτιώνονται σταθερά την τελευταία διετία μετά από πολυετείς και επώδυνες αναδιαρθρώσεις. Τόσο ο δείκτης κύκλου εργασιών όσο και η παραγόμενη προστιθέμενη αξία και η κερδοφορία βρίσκονται σε σταθερή τροχιά ανάκαμψης. Ενδεικτικό της υπεραπόδοσης των πιο ανταγωνιστικών επιχειρήσεων καθώς και των τάσεων συγκέντρωσης και δημιουργίας μεγαλύτερων και πιο βιώσιμων εταιρικών σχημάτων είναι ότι το EBIDTA των 500 κορυφαίων κερδοφόρων επιχειρήσεων στην Ελλάδα αντιστοιχεί σε άνω του 40% της αντίστοιχης συνολικής κερδοφορίας που παράγει η οικονομία, ποσοστό κατά το 20% περίπου αυξημένο σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία.

Οι ανωτέρω τάσεις αποτυπώνουν μια αναμφισβήτητα θετική πορεία αλλά συνιστούν και βάση προβληματισμού. Συγκεκριμένα, παρά τη βελτίωση στα εταιρικά μεγέθη οι ιδιωτικές επενδύσεις, αν και σημειώνουν σταδιακή άνοδο, δεν έχουν αποκτήσει τη δυναμική που θα περίμενε κάποιος σε αυτή τη φάση της οικονομικής ανάκαμψης. Οι παρατηρούμενες επιδόσεις υστερούν σε σχέση με άλλες χώρες που ολοκλήρωσαν με επιτυχία αντίστοιχα προγράμματα στήριξης (λ.χ. μέσες ετήσιες αυξήσεις της επενδυτικής δαπάνης της τάξης του 20% ετησίως την τελευταία διετία ή τριετία στην Ιρλανδία και στην Κύπρο αντίστοιχα).

Η δυναμική των επενδύσεων διαδραματίζει κομβικό ρόλο σε μια οικονομία που η σωρευτική αποεπένδυση κατά τα τελευταία δέκα χρόνια υπερέβη τα €70 δισ. (ή 17% του εγκατεστημένου παραγωγικού κεφαλαίου περίπου) και η οποία στοχεύει σε ένα βιώσιμο παραγωγικό μετασχηματισμό και σε υγιή ρυθμό μακροχρόνιας ανάπτυξης. Η σχετικά χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας και η έντονη αύξηση των εισαγωγών την τελευταία διετία αποτελούν προειδοποιητικά σήματα ότι η παραγωγική εμβάθυνση της οικονομίας μέσω νέων επενδύσεων επείγει.

Τα αποτελέσματα ερευνών σύγκρισης διεθνούς ανταγωνιστικότητας δείχνουν σχηματικά ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να εμφανίζει υστέρηση σε κρίσιμες παραμέτρους για τη λήψη επιχειρηματικών αποφάσεων όπως η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης/γραφειοκρατία, η αποτελεσματικότητα στην απονομή της δικαιοσύνης (κυρίως λόγω χρονικής καθυστέρησης), η ανταγωνιστικότητα του πλαισίου που διέπει τις χρήσεις γης και τις σύνθετες επενδύσεις μεγάλης κλίμακας καθώς και η σταθερότητα και ανταγωνιστικότητα του φορολογικού συστήματος. Παράλληλα υστερήσεις διαπιστώνονται στον προσανατολισμό και στην αποτελεσματικότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος τόσο στη διασύνδεσή του με την έρευνα και καινοτομία όσο και στη διασύνδεση με την οικονομία γενικότερα.

Αν και πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια και συνεχίζουν να δρομολογούνται στοχεύουν τον πυρήνα των ανωτέρω προκλήσεων και θα παράγουν καρπούς σταδιακά, η αίσθηση του επείγοντος παραμένει. Μετά το πειστικό θετικό σοκ της δημοσιονομικής αξιοπιστίας η Ελλάδα θα πρέπει να δημιουργήσει και ένα σοκ διαρθρωτικού και θεσμικού μετασχηματισμού που να εκπλήξει ευχάριστα την επενδυτική κοινότητα. Μια τέτοια στρατηγική θα παράγει και τα κατάλληλα «αντισώματα» απέναντι σε ένα διεθνές περιβάλλον που γίνεται ολοένα και πιο ασταθές και ανταγωνιστικό και δεν θα μας διευκολύνει στη δύσκολη προσπάθειά μας.

Οι ελληνικές τράπεζες σε αυτή την κρίσιμη περίοδο επιταχύνουν τον δικό τους διαρθρωτικό μετασχηματισμό ώστε να είναι έτοιμες να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες και να συνδιαμορφώσουν μαζί με τους παραγωγικούς παράγοντες την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας. Με τις ενέργειές τους στοχεύουν στο να μεγιστοποιήσουν την ικανότητά τους να παράγουν ποιοτικές και σύγχρονες υπηρεσίες και αξία για τους πελάτες και τους μετόχους τους αντίστοιχα.

Αναγνωρίζοντας τις προκλήσεις και τις δυσκολίες αλλά και τα βάρη της κρίσης που μεταφέρουν ακόμη στα χαρτοφυλάκιά τους, στοχεύουν στην ολοκλήρωση ενός νέου φιλόδοξου κύκλου εμπροσθοβαρούς εξυγίανσης ώστε να στηρίξουν ακόμη πιο ενεργά την οικονομία, απελευθερώνοντας πολύτιμους χρηματοδοτικούς πόρους και αίροντας τα ίχνη αβεβαιότητας για τον κλάδο. Παράλληλα, αναγνωρίζοντας ότι οι ανάγκες των πελατών αλλάζουν ταχύτατα και ότι ο διεθνής ανταγωνισμός και οι σύγχρονες τάσεις προς ψηφιοποίηση βασικών λειτουργιών απαιτούν γρήγορα αντανακλαστικά, διαμορφώνουν κατάλληλα τις δομές τους ώστε με λογικό κόστος να εμφανίζουν μέγιστη ευελιξία και προσαρμοστικότητα στην παροχή υπηρεσιών. Ηδη η διάθεση των τραπεζών για χρηματοδότηση της οικονομίας έχει ανακάμψει και σίγουρα δεν λειτουργεί ως τροχοπέδη στη χρηματοδότηση των κερδοφόρων επενδύσεων, με τη ζήτηση να συνεχίζει να εμφανίζεται ακόμη διστακτική.

Η πρόοδος στο κρίσιμο πεδίο της έγκαιρης αύξησης της θεσμικής ελκυστικότητας και ανταγωνιστικότητας της χώρας αποτελεί την καταλυτική προϋπόθεση ώστε η, εν εξελίξει, ανάκαμψη να μετατραπεί σε βιώσιμη ανάπτυξη που να ενισχύει την οικονομική αποτελεσματικότητα και την κοινωνική ευημερία, και ο τραπεζικός τομέας θα πρωτοστατήσει σε αυτό το εθνικό εγχείρημα.

Ο κ. Παύλος Μυλωνάς είναι διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας.