Κάποτε, επί Τουρκοκρατίας, ένας πασάς έκτισε θολωτές δεξαμενές προς συλλογή των όμβριων υδάτων επειδή επικρατούσε μεγάλη ξηρασία το καλοκαίρι και ο κόσμος υπέφερε. Οι κάτοικοι, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, τον ρώτησαν πώς θα μπορούσαν να τον ευχαριστήσουν. Ο πασάς είχε στη συλλογή του μια αξιόλογη συλλογή από πουλιά. Του έλειπε όμως ένα ζεύγος από γεράκια. Ολος του ο καημός ήταν πώς θα μπορούσε να το αποκτήσει. Καθώς λοιπόν στεκόταν περίλυπος στο παράθυρο του σπιτιού του, προσήλθε επιτροπή της Δημογεροντίας για να τον ρωτήσει με ποιο είδος δώρου θα ευχαριστιόταν περισσότερο και τούτο ως ελάχιστη ανταμοιβή για το κοινωφελές έργο που τους χάρισε. Τότε ο πασάς τινάχτηκε προς τα πάνω: «Μπορείτε να μου φέρετε ένα ζευγάρι γεράκια;» ρώτησε.
Την επομένη τού πήγαν ζωντανά δύο γεράκια, που έπιασε κάποιος ονόματι κυρ-Νικήτας. Θαρραλέος, αποφασιστικός και με πλήρη συναίσθηση της αποστολής που επιτελούσε, ο κυρ-Νικήτας μια ασέληνη νύχτα μετέβη στο χείλος της πιο απότομης βουνογραμμής του νησιού. Δέθηκε με σχοινί, του οποίου την άλλη άκρη στερέωσε σε διάτρητο βράχο και κρεμάστηκε εκεί όπου υπήρχαν φωλιές με γεράκια. Χωρίς χρονοτριβή άπλωσε το χέρι και έπιασε ένα ζευγάρι.
Τα χρόνια περνούσαν και ο κυρ-Νικήτας πέθανε. Το όνομά του, όμως, διατηρήθηκε στα χείλη των κατοίκων όσες φορές αναφέρονταν στην κάθετη θαλασσοδαρμένη ράχη βόρεια του όρμου Ναύλακα. Διατηρήθηκε στη φράση: «Αερατσές του τσυρ-Νικήτα». Αεράτσα στην τοπική διάλεκτο σημαίνει γεράκια.
Ακόμη και σήμερα, η περιοχή είναι γνωστή ως κορυφή/πλαγιά του κυρ-Νικήτα.