Το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας θα αντιμετωπίσει τις κυριότερες προκλήσεις του μακροπρόθεσμα, δηλώνει στη συνέντευξή του στο «Βήμα» ο Αντουάν Γκουγάρ, ανώτερος οικονομολόγος του ΟΟΣΑ, υπεύθυνος για την εποπτεία της ελληνικής οικονομίας. Η χαμηλή παραγωγικότητα, οι αδύναμες δεξιότητες, η έλλειψη εργατικού δυναμικού αποτελούν σημαντικά προβλήματα, ενώ το υψηλό χρέος εκθέτει την Ελλάδα σε κινδύνους των αγορών μακροπρόθεσμα, παρά την ευνοϊκή διάρθρωση της διάρκειας και των επιτοκίων, επισημαίνει ο αξιωματούχος του ΟΟΣΑ.

Ποιες είναι οι σημαντικότερες προκλήσεις και δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία;

«Η ελληνική οικονομία έχει ξεπεράσει καλά τις πρόσφατες κρίσεις. Η αύξηση του ΑΕΠ ξεπέρασε την ευρωζώνη τα τελευταία τρία χρόνια. Καθώς η εξωτερική ζήτηση ενισχύεται, η οικονομία αναδύεται με σημαντικά κέρδη στην ανταγωνιστικότητα, αυξανόμενες επενδύσεις και ιστορικά χαμηλά επίπεδα ανεργίας. Το δημόσιο χρέος μειώθηκε και το κρατικό χρέος της Ελλάδας ανέκτησε την επενδυτική βαθμολογία το 2023. Στις οικονομικές προοπτικές του ΟΟΣΑ τον Μάιο αναμέναμε ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, στο 2% το 2024 και στο 2,5% το 2025, υποστηριζόμενη από την αύξηση της κατανάλωσης και επενδύσεων με την υποστήριξη των ευρωπαϊκών Ταμείων Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Υπάρχουν όμως κίνδυνοι στον ορίζοντα. Οι επιχειρήσεις έχουν πληγεί από την πανδημία, ακολούθησαν ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι εισαγόμενες πιέσεις τιμών, και ορισμένοι μπορεί να δυσκολεύονται περισσότερο να αποπληρώσουν το χρέος τους τώρα. Τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν επίσης υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ως αποτέλεσμα των υψηλότερων επιτοκίων, το οποίο μπορεί να είναι πιο δύσκολο να καλυφθεί. Ενώ οι μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας  «Ελλάδα 2.0″, συμπεριλαμβανομένης της εκταμίευσης δανείων προς τις επιχειρήσεις, θα τονώσουν την ανάπτυξη, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος καθυστερήσεων με τόσο μεγάλες κρατικές εκταμιεύσεις. Εάν οι καθυστερήσεις υλοποίησης είναι μεγάλες και εκτεταμένες, τότε οι επενδύσεις και η ανάπτυξη θα μπορούσαν να είναι χαμηλότερες.

Επιπλέον, νέα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι πλημμύρες στη Θεσσαλία, θα μπορούσαν να διαταράξουν την παραγωγή και να μειώσουν την εγχώρια ζήτηση. Το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας θα αντιμετωπίσει τις κυριότερες προκλήσεις του μακροπρόθεσμα, όπως τονίζεται στην Οικονομική μας Ερευνα του 2023. Παρά την έντονη ανάπτυξη, η παραγωγικότητα της εργασίας έχει παραμείνει στάσιμη και χαμηλή, ιδίως μεταξύ των πολλών μικρών επιχειρήσεων. Οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού γίνονται πιο έντονες και οι δεξιότητες κατά μέσο όρο είναι αδύναμες, όπως μετρήθηκε από την έρευνα του ΟΟΣΑ για τις δεξιότητες των ενηλίκων.

Η αύξηση των χαμηλών ποσοστών απασχόλησης των γυναικών, των νέων και των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας θα είναι το κλειδί για την αντιμετώπιση των δυσμενών δημογραφικών τάσεων. Επιπλέον, το δημόσιο χρέος παρέμεινε στο 161% του ΑΕΠ στο τέλος του 2023, γεγονός που εκθέτει την Ελλάδα σε κινδύνους των αγορών μακροπρόθεσμα, παρά την ευνοϊκή διάρθρωση της διάρκειας και των επιτοκίων».

Τι κρατά την ελληνική παραγωγικότητα σε χαμηλά επίπεδα;

«Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι περίπου ένα τρίτο λιγότερο παραγωγική από τη μέση χώρα του ΟΟΣΑ (σε όρους ΑΕΠ ανά ώρες εργασίας, με βάση τα στοιχεία του 2022). Και αυτό που είναι ίσως πιο ανησυχητικό είναι ότι η παραγωγικότητα δεν κατάφερε να καλύψει τη διαφορά με την πάροδο του χρόνου. Η κληρονομιά χαμηλών ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων αποδυναμώνει την παραγωγικότητα και την ικανότητα των επιχειρήσεων να εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες στην ψηφιοποίηση και στην πράσινη οικονομία.

Ορισμένα στοιχεία δείχνουν ότι η οικονομία θα μπορούσε να τα πάει καλύτερα στη διοχέτευση εργασίας και κεφαλαίου στις πιο παραγωγικές επιχειρήσεις και δραστηριότητες. Μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού και του αποθέματος κεφαλαίου είναι παγιδευμένο σε επιχειρήσεις χαμηλής παραγωγικότητας και ανάπτυξης, ιδίως σε μικρές επιχειρήσεις, και ως κληρονομιά της κρίσης πολλά περιουσιακά στοιχεία εξακολουθούν να είναι εγκλωβισμένα σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Οι ρυθμιστικές πολιτικές μπορούν επίσης να διαδραματίσουν ρόλο εδώ, καθώς τα εμπόδια εισόδου στην αγορά παραμένουν υψηλά σε ορισμένα βασικά επαγγέλματα, όπως οι νομικές υπηρεσίες.

Οι δεξιότητες των ενηλίκων είναι χαμηλές, ενώ η απορρόφηση προγραμμάτων δεξιοτήτων παραμένει χαμηλή. Τα επόμενα χρόνια αναμένουμε ότι το πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0″ θα ωθήσει τις επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις και ως εκ τούτου θα ενισχύσει την αύξηση της παραγωγικότητας και τις επενδύσεις. Στόχος θα πρέπει να είναι η διατήρηση αυτών των προσπαθειών, καθώς η υψηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας είναι το κλειδί για ισχυρότερη ανάπτυξη, δεδομένου ότι το γηράσκον εργατικό δυναμικό της Ελλάδας και το κόστος μετάβασης προς μια πιο πράσινη οικονομία θα λειτουργήσουν ως τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη».

Πώς θα μπορούσε η ελληνική οικονομία να γίνει πιο ανταγωνιστική;

«Η Ελλάδα έχει σημειώσει αισθητά κέρδη ανταγωνιστικότητας. Οι εξαγωγές έχουν ξεπεράσει την οικονομική ανάπτυξη από το 2021 και οι εξαγωγές μεταποίησης και υψηλής τεχνολογίας αυξάνονται. Με αδύναμες παγκόσμιες συνθήκες και γεωπολιτικές εντάσεις, καθώς και διαταραχές στην παραγωγή λόγω φυσικών καταστροφών, οι εξαγωγές ήταν λιγότερο δυναμικές αλλά έδειξαν ανθεκτικότητα στα τέλη του 2023 και το 2024.

Αναμένουμε ότι η αύξηση των εξαγωγών θα φτάσει στο 1,3% το 2024 και θα ανακάμψει στο 2,9% το 2025, εν μέσω προοδευτικής ενίσχυσης των παγκόσμιων οικονομικών συνθηκών. Oσον αφορά τους εσωτερικούς παράγοντες, η πρόοδος των εξαγωγών και της ανταγωνιστικότητας έχει συγκρατηθεί από την αδύναμη αύξηση της παραγωγικότητας. Είναι ζωτικής σημασίας η πρόοδος που βλέπουμε στην αύξηση των μισθών και του βιοτικού επιπέδου να συνοδεύεται από υψηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας».

Πώς αξιολογείτε το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών να επενδύσουν στην Ελλάδα;

«Υπάρχει μια σαφής τάση προς μεγαλύτερη διεθνοποίηση τις τελευταίες δύο δεκαετίες, όπως μετριέται με βάση την ένταση των εξαγωγών και των εισαγωγών, αλλά και τις αυξανόμενες εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ). Παρά την πτώση το 2023, οι εισροές ΑΞΕ έφτασαν τα 5 δισ. ευρώ ή το 2,3% του ΑΕΠ, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της Ελλάδας πριν από την πανδημία. Πρόσφατα, οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων προήλθαν από τον τομέα των ακινήτων, αλλά και τη μεταποίηση, κάτι που είναι ενθαρρυντικό. Οι συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις σαφώς βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και συμβάλλουν στην προσέλκυση αυξανόμενων άμεσων ξένων επενδύσεων».