«Κάτι δεν πάει καλά…». Η φράση ανήκει μαθητή της Α’ τάξης Λυκείου της Νέας Φιλαδέλφειας. Η συζήτηση ξεκινάει με αφορμή ένα πρόσφατο κρούσμα βίας σε σχολικό χώρο. Τα παιδιά στην αρχή είναι επιφυλακτικά. Γρήγορα όμως δίνουν μία ιδέα από την καθημερινότητα της σχολικής ζωής και τις πολλές διαφορετικές εικόνες του κόσμου τους.
Ποια είναι τα όρια για να συμμετάσχουν σε ένα καβγά; Ποιος ο λόγος και τελικά τι επιλέγουν να πράξουν; Στις απαντήσεις τους αυτές εμφανίζουν μια σιγουριά. Ξεκαθαρίζουν ότι όποιοι – γιατί δεν ήταν όλοι – θα συμμετείχαν σε έναν καβγά, θα το έκαναν για να υπερασπιστούν φίλο τους ή να προστατεύσουν κάποιον σε μειονεκτική θέση στον τσακωμό.
Ολοι τους κάποιοι στιγμή βρέθηκαν σε αυτόν τον νοητό κύκλο γύρω από καβγάδες λιγότερο ή περισσότερο βίαιους ως παρατηρητές. Κάποιοι θα μπορούσαν ίσως να τους εμποδίσουν. Δεν προσπάθησαν όμως να χωρίσουν τους εμπλεκόμενους, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων.
Η απάντηση «δεν με αφορά, ας τα βρουν μόνοι τους» ακούγεται αρκετά στην τάξη. Ωστόσο τα παιδιά αυτά κάθε άλλο παρά ευθυνόφοβα φαίνονται. Δείχνουν ένα αίσθημα πηγαίας δικαιοσύνης, το οποίο φαίνεται ότι δεν συμπεριλαμβάνει τους ενήλικες – τους καθηγητές τους εν προκειμένω. Πιστεύουν πως είτε δεν θα βρουν το δίκιο τους είτε η δικαιοσύνη που θα αποδοθεί θα είναι διεκπεραιωτική (χρησιμοποιούν με έμφαση τη λέξη). Δεν εμπιστεύονται τους θεσμούς. Δεν εμπιστεύονται το σύστημα. «Γιατί να τους καλέσω, δεν θα φτάσουν στην ώρα τους, άσε το μπλέξιμο» απαντούν στην ιδέα να καλέσουν την αστυνομία, εάν βρεθούν μπροστά σε κάποιο βίαιο, εξωσχολικό περιστατικό. «Ναι, έχουμε ή θα είχαμε πάνω μας αντικείμενα για άμυνα» παραδέχονται κάποιοι από τους μαθητές με ένα σχετικά ήρεμο και ίσως περιπαικτικό ύφος. Κατά πόσο είναι πρόθυμοι να τα χρησιμοποιήσουν; «Ποτέ δεν ξέρεις» έρχεται η αυθόρμητη απάντηση.
«Σίγουρα δεν είναι φυσιολογικό αλλά αν με απειλήσουν πρέπει να αμυνθώ». Οι μαθητές μοιάζουν συνολικά απογοητευμένοι. Σχολείο – αρχές – κοινωνία αδυνατούν να ελέγξουν τη βία στις ηλικίες τους, ενώ για τους ίδιους ένα πιο αυστηρό, τιμωρητικό σύστημα θα επιφέρει χειρότερα αποτελέσματα εξωθώντας στα άκρα τη βία. Δεν εμπιστεύονται τους θεσμούς οι οποίοι υποτίθεται (χρησιμοποιούν στη συνομιλία μας τη λέξη ειρωνικά) ότι τους προφυλάσσουν. Παίρνουν στα χέρια τους την προστασία τόσο της ομάδας όσο και του εαυτού τους, χωρίς να ελλείπει το αίσθημα του φόβου, όχι τόσο για τις συνέπειες αλλά περισσότερο για τον στιγματισμό. Αυτό που θίγουν έμμεσα είναι η συνοχή, η ευαισθησία και η ενότητα που λείπει από την κοινότητα συνολικά.
Γι’ αυτό οι παρατηρητές πιο εύκολα θα βιντεοσκοπήσουν παρά θα επέμβουν για να χωρίσουν έναν καβγά. Ζητούν να μπούμε στη θέση τους, να ακούσουμε τις ανησυχίες τους και να αλληλοβοηθηθούμε ως οικογένειες, γειτονιές, σχολεία και ως κοινωνία συνολικά. Ας ανοίξουμε τα μάτια και τα αφτιά μας γιατί τα παιδιά μιλούν διαρκώς, αρκεί να θέλει κάποιος να καταλάβει. Τελικά κάτι δεν πάει καλά (και όχι, δεν είναι τα παιδιά).