Υπό την επίδραση σειράς παραγόντων, όπως η πανδημική κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο πληθωρισμός στην Ευρώπη και στην Ελλάδα έχει ξεπεράσει τα τελευταία χρόνια τους ιστορικούς μέσους όρους των πρόσφατων δεκαετιών, με έκδηλες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται στη συνέχεια στο ζήτημα του πληθωρισμού στις αγορές προϊόντων και αγαθών και της σχέσης του με τον Τομέα Μεταποίησης, χωρίς να εξετάζονται οι έντονες πληθωριστικές τάσεις που παρατηρούνται και στους τομείς των υπηρεσιών και ακινήτων.

Οι ιδιαιτερότητες στην Ελλάδα

Η χώρα μας όχι μόνο δεν έμεινε αλώβητη στην κρίση πληθωρισμού που έπληξε την Ευρώπη, αλλά αντιθέτως τη βίωσε εντονότερα. Όπως όλοι γνωρίζουμε, για μια σειρά από ιστορικούς, γεωγραφικούς και γεωπολιτικούς παράγοντες, η ελληνική οικονομία φέρει διαρθρωτικά χαρακτηριστικά αρκετά διαφοροποιημένα από τη μέση ευρωπαϊκή, με επιδόσεις σε βασικούς δείκτες (όπως, κατά κεφαλήν ΑΕΠ, εξαγωγές, παραγωγικότητα, αμοιβές, κ.λπ.) που κατά κανόνα υστερούν σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Κατά συνέπεια, δεν αποτελεί έκπληξη το φαινόμενο του πληθωρισμού και της ακρίβειας να εκφράζεται επίσης διαφορετικά στην Ελλάδα. Βασικοί ιδιάζοντες παράγοντες αποτελούν η απομακρυσμένη γεωγραφική θέση από τις μεγάλες αγορές της Δυτικής Ευρώπης, το σχετικά μικρό μέγεθος της εγχώριας αγοράς και η «μικρομεσαία» διάρθρωση του επιχειρηματικού ιστού που δεν ευνοεί τις οικονομίες κλίμακας. Σημαντική είναι και η επίδραση της ενεργειακής εξάρτησης, σε ένα περιβάλλον ανώριμης και με ελλιπή ανταγωνισμό αγοράς ενέργειας και ιστορικά υψηλότερου ενεργειακού κόστους για τις επιχειρήσεις και πριν την κρίση στην Ουκρανία.

Περιορισμένη εγχώρια παραγωγή

Υποτιμημένος επιβαρυντικός παράγοντας είναι και το γεγονός ότι η Ελλάδα συνεχίζει να έχει σχετικά μικρή μεταποιητική βάση (9% του ΑΕΠ, έναντι 15% στην ΕΕ), χαρακτηριστικό που συνεπάγεται περιορισμένη εγχώρια παραγωγή αγαθών, μειωμένο ανταγωνισμό, υψηλότερη εξάρτηση από εισαγωγές και κατά συνέπεια μεγαλύτερη έκθεση σε πιέσεις κόστους. Χώρες με ισχυρότερη βιομηχανική βάση και ανεπτυγμένες αλυσίδες εφοδιασμού μπορούν να απορροφήσουν ευχερέστερα τις πληθωριστικές πιέσεις.

Η εξάρτηση από τις εισαγωγές πρώτων υλών και ενδιάμεσων αγαθών καθιστούν την εγχώρια μεταποίηση ιδιαίτερα ευάλωτη στις διεθνείς διαταραχές των τιμών. Η αύξηση των τιμών ενέργειας επηρεάζει δυσανάλογα τις παραγωγικές επιχειρήσεις, αυξάνοντας το κόστος και τις τιμές των αγαθών και υπονομεύοντας την ανταγωνιστικότητα στις εξαγωγικές αγορές.

Η μεταποίηση βιώνει τον πληθωρισμό ως διπλή απειλή: είτε της μετακύλισης υψηλότερου κόστους στις τιμές, με κίνδυνο συρρίκνωσης της ζήτησης και μειωμένης διεθνούς ανταγωνιστικότητας, είτε απορρόφησης κόστους, υπονομεύοντας τη ρευστότητα και την ευρωστία των επιχειρήσεων. Επιπλέον, ο υψηλός πληθωρισμός διαταράσσει τον επενδυτικό σχεδιασμό, καθώς οι εκτιμήσεις εξέλιξης της ζήτησης καθίστανται αβέβαιες, ενώ οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι πιο ευάλωτες στις αυξήσεις του κόστους και στη μείωση της ζήτησης.

Παράλληλα, ο πληθωρισμός επηρεάζει και τη δυναμική της εργασίας, με τις αυξημένες αμοιβές για την αντιστάθμιση της ακρίβειας να οδηγούν σε περαιτέρω αύξηση του κόστους παραγωγής, με κίνδυνο πυροδότησης του κλασικού φαύλου κύκλου του χρόνιου πληθωρισμού.

Η επίδραση των δημοσίων οικονομικών

Η Ελλάδα εξακολουθεί να επηρεάζεται από τα σημάδια της κρίσης χρέους της δεκαετίας του 2010, με το αυξημένο κόστος χρήματος να επιβαρύνει το κόστος παραγωγής και να καθιστά ακριβότερες επενδύσεις που θα οδηγούσαν σε βελτίωση της παραγωγικότητας και μείωση κόστους.

Σε αντίθεση με άλλες χώρες της ΕΕ που εφάρμοσαν εκτεταμένα προγράμματα στήριξης και κινήτρων για επενδύσεις, με έμφαση στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση που οδηγούν σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και μείωση του κόστους παραγωγής, η Ελλάδα δυσκολεύεται να εφαρμόσει ανάλογες πολιτικές, αφήνοντας τον μεταποιητικό τομέα πιο εκτεθειμένο στην αστάθεια του κόστους και σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τη λοιπή Ευρώπη.

Διαρθρωτικές αδυναμίες

Συμπερασματικά, η ιδιαιτερότητα του προβλήματος του πληθωρισμού στην Ελλάδα, σε πολύ μεγάλο βαθμό, δεν αποτελεί παρά άλλη μια έκφραση της ιδιαιτερότητας της διάρθρωσης της οικονομίας και των χρόνιων αδυναμιών της. Σε αλλεπάλληλες κρίσεις, η ελληνική οικονομία βρέθηκε σε θέση αδυναμίας. Για να αποκτήσει η οικονομία και η χώρα μας ανθεκτικότητα στις πολλαπλές και ποικίλες κρίσεις που τείνουν να γίνουν ο κανόνας, πρέπει καταρχήν να αντιμετωπίσουμε τις χρόνιες αδυναμίες της.

Να οικοδομήσουμε σταδιακά μια «φυσιολογική» για ευρωπαϊκή χώρα οικονομία, ένα διαφοροποιημένο και ισόρροπο μοντέλο ανάπτυξης με μια οικονομία με βάθος, εύρος, ποικιλία, όχι «μονοθεματική» που εξαρτάται υπέρμετρα από τον τουρισμό και το real estate.

Η ενίσχυση του πυλώνα της μεταποίησης και των εξαγωγών αποτελεί βασική προϋπόθεση για ανθεκτικότητα, για περισσότερο ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και περιορισμό του κόστος τους, για αύξηση της παραγωγικότητας, βελτιωμένα εισοδήματα για την κοινωνία και ποιοτικές θέσεις εργασίας για τους νέους και τους επιστήμονες. Αυτή τη μετάβαση προς μια εξωστρεφή και διεθνώς ανταγωνιστική οικονομία περιγράφει εν πολλοίς και η Έκθεση Πισσαρίδη.

Βήματα σοβαρά προς αυτή την κατεύθυνση έχουν ήδη γίνει, όπως η αύξηση της συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ (9,1% το 2022, η υψηλότερη επίδοση μετά το 2008) και η θεαματική αύξηση των εξαγωγών αγαθών (υπερδιπλασιασμός στο διάστημα 2009-2022).

Παράλληλα με τη δημοσιονομική σταθερότητα που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για να μην υποπέσουμε σε σφάλματα του παρελθόντος, τα όποια δημοσιονομικά περιθώρια πρέπει να αξιοποιούνται κατεξοχήν με γνώμονα την ενίσχυση της ανάπτυξης και της παραγωγικότητας που μπορεί να διασφαλίσει ευημερία, άνοδο του βιοτικού επιπέδου και των εισοδημάτων. Μια διεθνώς ανταγωνιστική, ποικιλόμορφη και εξαγωγική οικονομία θα είναι και πιο ανθεκτική στις κρίσεις, περιλαμβανομένων και των πληθωριστικών κρίσεων.

Ο κ. Κώστας Θέος είναι Γενικός Διευθυντής στην «Ελληνική Παραγωγή – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη»