Το διεθνές οικονομικό τοπίο έχει γίνει ιδιαίτερα σύνθετο. Η κληρονομιά της πανδημίας αποδείχθηκε βαριά. Προκάλεσε ένα μεγάλων διαστάσεων σοκ από την πλευρά της προσφοράς με διαταραχές στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, μόνιμες αλλαγές στις νόρμες παραγωγής και διεθνούς εμπορίου, δημοσιονομικά μέτρα στήριξης που οδήγησαν σε δημοσιονομικά ελλείμματα και εκτίναξη του δημόσιου χρέους στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Επέφερε επίσης μία εξαιρετικά επεκτατική νομισματική πολιτική, με πρωτοφανείς αυξήσεις του μεγέθους του ισολογισμού των βασικών Κεντρικών Τραπεζών και μηδενικά (ή και αρνητικά) επιτόκια για μακρό χρονικό διάστημα.
Ακολούθησε σοκ και από την πλευρά της ζήτησης, καθόσον η ρευστότητα που συσσωρεύτηκε στα χέρια νοικοκυριών και επιχειρήσεων τροφοδότησε μια ισχυρή διάθεση κατανάλωσης για αγαθά και υπηρεσίες που δεν ήταν διαθέσιμα την εποχή των εγκλεισμών. Σε αυτό το, ήδη πληθωριστικό περιβάλλον, έχει προστεθεί πλέον και το νέο σοκ από την πλευρά της προσφοράς, το οποίο προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία: νέες διαταραχές σε παραγωγή και εμπόριο και εκτόξευση στις τιμές της ενέργειας, των τροφίμων και των μετάλλων.
Είναι νωρίς να μιλήσουμε για στασιμοπληθωρισμό καθόσον οι βασικές οικονομίες προβλέπεται ακόμη να καταγράψουν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, έστω και πολύ ασθενέστερους σε σχέση με προηγούμενες προβλέψεις. Ομως, είναι πλέον εμφανές ότι για να τιθασευτεί ο πληθωρισμός, θα χρειαστεί τελικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις των Κεντρικών Τραπεζών.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι η νομισματική πολιτική έχει συσταλτικές επιπτώσεις στα επίπεδα της οικονομικής δραστηριότητας και είναι αλήθεια πως οι Κεντρικές Τράπεζες δεν βιάστηκαν να επέμβουν από ανησυχία μήπως πλήξουν την ακόμη εύθραυστη ανάκαμψη που σημείωναν οι οικονομίες από την πανδημία.
Μία άλλη, λιγότερο ευρέως σχολιαζόμενη αλλά εξίσου σημαντική πτυχή, είναι το ότι ένας υψηλότερος ρυθμός πληθωρισμού για κάποιο διάστημα είναι ένας σχετικά «αναίμακτος» τρόπος να «διαβρωθεί» η αξία του δημόσιου χρέους και να μειωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ. Παράγοντας που είναι πολύ σημαντικός, ειδικά για κάποιες υπερχρεωμένες χώρες. Είναι ωστόσο προφανές πως εάν οι Κεντρικές Τράπεζες καθυστερούσαν περαιτέρω την ανάληψη δράσης, θα προέκυπτε κίνδυνος απώλειας της αξιοπιστίας τους. Eάν οι αγορές και οι πολίτες αρχίσουν να αμφισβητούν τη δυνατότητα των νομισματικών αρχών να φέρουν μεσοπρόθεσμα τον πληθωρισμό εγγύτερα στους στόχους, αυτό θα αρχίσει να αποτυπώνεται αρνητικά στις προσδοκίες, θα περάσει στους μισθούς και θα δημιουργήσει σπιράλ αλληλοτροφοδοτούμενων αυξήσεων μισθών και τιμών, εδραιώνοντας, έτσι, το πληθωριστικό φαινόμενο.
Ενα τέτοιο ενδεχόμενο πρέπει να αποφευχθεί καθόσον θα καθιστούσε τον αποπληθωρισμό πολύ πιο επώδυνο σε όρους χαμένου ΑΕΠ και τελικά θα απαιτούσε υψηλά επιτόκια, για μεγάλο διάστημα. Κάτι που, μεταξύ άλλων, θα είχε και δημοσιονομικές επιπτώσεις.
Παρότι το βασικό σενάριο παραμένει ότι οι Κεντρικές Τράπεζες θα καταφέρουν να ελέγξουν τον πληθωρισμό σε εύλογο διάστημα, είναι πιθανό ο μακροχρόνιος πληθωρισμός να παραμείνει υψηλότερος σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια εξαιτίας της αποπαγκοσμιοποίησης και της μετάβασης σε ακριβότερες μορφές ενέργειας.
Ενας νέος κύκλος αντιπληθωριστικών πολιτικών αρχίζει, λοιπόν, και οι αγορές αντιδρούν ήδη νευρικά μπροστά στο ενδεχόμενο απόσυρσης της φθηνής ρευστότητας: οι αποδόσεις των ομολόγων αυξάνονται, οι αγορές μετοχών έχουν καταγράψει σημαντική διόρθωση και οι νομισματικές ισοτιμίες παρουσιάζουν μεταβλητότητα.
Σε αυτό το νέο τοπίο, απαιτείται επαγρύπνηση. Η ελληνική οικονομία έχει ευαισθησίες αλλά και αντίβαρα. Από τη μία πλευρά, σε περιβάλλον αποφυγής κινδύνου στις διεθνείς αγορές, συχνά, χώρες που θεωρούνται από τις αγορές ότι έχουν ευαίσθητα θεμελιώδη έρχονται αντιμέτωπες με φυγή κεφαλαίων. Το γεγονός ότι η Ελλάδα θεωρείται μία τέτοια χώρα αντικατοπτρίζεται στην άνοδο του περιθωρίου αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων. Η θέση μας είναι πιο ευαίσθητη και εξαιτίας του ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης εκτός επενδυτικής βαθμίδας. Ευτυχώς, η συμμετοχή της χώρας στο ευρώ αφαιρεί τους κινδύνους κατάρρευσης των νομισμάτων που απειλούν κάποιες αναδυόμενες αγορές. Παράλληλα η δομή του ελληνικού δημόσιου χρέους (μακρές λήξεις, χαμηλά και σταθερά επιτόκια, του χρέους στον επίσημο τομέα) αφαιρεί τους κινδύνους για την αναχρηματοδότηση του στοκ του χρέους. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα διαθέτει και σημαντικά πλεονεκτήματα που μπορεί να στηρίξουν την ανάπτυξη φέτος και τα επόμενα χρόνια, όπως οι ευοίωνες προοπτικές του τουρισμού, οι υψηλοί διαθέσιμοι πόροι από Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ και ΕΤΕπ και η άνετη θέση ρευστότητας Κράτους και τραπεζών.
Ωστόσο, η απουσία επενδυτικής βαθμίδας μπορεί να δελεάσει τις αγορές να δοκιμάσουν τη διάθεση της ΕΚΤ να συνεχίσει να στηρίζει τη χώρα με κατ’ εξαίρεσιν ρυθμίσεις.
Για να μη συμβεί αυτό, υπάρχει μία σειρά ενεργειών που μπορούμε – και επιβάλλεται – να κάνουμε εμείς για την ταχύτερη δυνατή ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, που είναι ένας εθνικός στόχος, και την προσέλκυση περισσότερων και ποιοτικότερων επενδυτικών κεφαλαίων:
1. Επιστροφή ταχέως σε δημοσιονομική σταθερότητα και παραμονή σε λελογισμένα πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια.
2. Εμπροσθοβαρής και φιλόδοξη εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας (και άρα τη διατηρησιμότητα του χρέους).
3. Σύμπνοια των βασικών πολιτικών δυνάμεων σε στρατηγικές επιλογές της χώρας για την ελαχιστοποίηση του πολιτικού κινδύνου.
Ο κ. Τάσος Αναστασάτος είναι Group Chief Economist της Eurobank.