Σε σύγκριση με τους δημοκρατικούς προκατόχους τους, οι κυβερνήσεις της Δικτατορίας ήταν διατεθειμένες να ακολουθήσουν μια πιο επιθετική επεκτατική πολιτική, από πλευράς συνολικής ζήτησης, για να επιταχύνουν τους ρυθμούς μεγέθυνσης. Το βασικό εργαλείο σε αυτή την κατεύθυνση ήταν οι πιστώσεις του ιδιωτικού τομέα. Εκεί, η διαφορά με το παρελθόν ήταν ξεκάθαρη: το 1972, ο συνολικός ιδιωτικός δανεισμός ήταν 60% του ΑΕΠ – 20 μονάδες παραπάνω από ό,τι το 1967 – μαρτυρώντας μια σημαντική επέκταση της συνολικής ζήτησης. Στον βαθμό που ο δανεισμός τροφοδοτούσε την αύξηση των καταθέσεων, τις οποίες οι εμπορικές τράπεζες μετέτρεπαν σε νέες πιστώσεις, η διαδικασία ήταν επίσης ανατροφοδοτούμενη.
Σε εμπιστευτικό υπόμνημα το 1973 προς τον Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, ο οικονομολόγος του καθεστώτος, Κωνσταντίνος Θάνος, εξηγούσε πως από το 1970 «επικράτησε πνεύμα επικινδύνου ευφορίας» και χαλάρωση
Ταυτόχρονα, όμως, ήταν και επικίνδυνη: σε μία οικονομία που «έτρεχε» ήδη με υψηλές ταχύτητες, ο κίνδυνος μακροοικονομικού εκτροχιασμού αυξανόταν. Σε εμπιστευτικό υπόμνημα το 1973 προς τον Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, ο οικονομολόγος του καθεστώτος, Κωνσταντίνος Θάνος, εξηγούσε πως από το 1970 «επικράτησε πνεύμα επικινδύνου ευφορίας» και χαλάρωση. Σε αυτό συνέβαλαν και οι έριδες μεταξύ διαφορετικών ηγετικών ομάδων εντός του καθεστώτος, όπως η σύγκρουση μεταξύ Γεώργιου Παπαδόπουλου και Νικόλαου Μακαρέζου το 1970-71, ή οι τριβές που προκάλεσε η μετέπειτα εμπλοκή του Μαρκεζίνη στη διαχείριση της οικονομίας.
Το εξωτερικό ισοζύγιο
Σε κάθε περίπτωση, η υπερβολική πιστωτική επέκταση άρχισε να δημιουργεί πιέσεις στην οικονομία. Αυτές εκδηλώθηκαν κατ’ αρχάς στο εξωτερικό ισοζύγιο. Παρά τις καμπάνιες για την προτίμηση των ελληνικών προϊόντων, οι εισαγωγές αυξάνονταν με γοργούς ρυθμούς, διευρύνοντας το εμπορικό έλλειμμα και τις συναλλαγματικές υποχρεώσεις της χώρας. Οι εξαγωγές δεν αρκούσαν για να τις καλύψουν, η ΕΟΚ είχε παγώσει τα μακροχρόνια δάνεια προς την Ελλάδα, ενώ οι βραχυχρόνιες πιστώσεις συνοδεύονταν από υψηλότερα επιτόκια. Η μόνη πραγματική εναλλακτική ήταν τα μεταναστευτικά εμβάσματα, ο τουρισμός, η ναυτιλία και οι ξένες επενδύσεις.
Εδώ έγκειται και η εξήγηση για πολλά από τα φαινόμενα που παρατηρήθηκαν επί χούντας. Η ενίσχυση του τουρισμού, πέραν της προπαγανδιστικής του αξίας, προσέφερε συνάλλαγμα. Το ίδιο και το φλερτ με τους εφοπλιστές και τους ξένους επενδυτές. Τι κι αν τα επενδυτικά σχέδια είχαν αδυναμίες ή ήταν αδικαιολόγητα αισιόδοξα; Σημασία είχε να μπει συνάλλαγμα στη χώρα, ανακουφίζοντας το εξωτερικό ισοζύγιο.
Έτσι ερμηνεύεται και η παράδοξη επιλογή της υποτίμησης το 1973, σε μία συγκυρία που η ελληνική οικονομία δεν αντιμετώπιζε κανένα ζήτημα ανταγωνιστικότητας. Έτσι ερμηνεύονται επίσης πολλές από τις πτυχές της πολιτικής στον τομέα των κατασκευών, που είχαν ως στόχο την προσέλκυση των αποταμιεύσεων των ελλήνων μεταναστών.
Υπό αυτό το πρίσμα, πολλές από τις – υποτιθέμενες – ανορθολογικές ή σκανδαλώδεις επιλογές του καθεστώτος εντάσσονταν σε ένα μοντέλο μακροοικονομικής διαχείρισης. Επρόκειτο άραγε για ένα βιώσιμο μοντέλο; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, γιατί τα δεδομένα άλλαξαν απότομα το 1973-74. Η προσωπική μου εκτίμηση, ωστόσο, είναι ότι η οικονομία, ούτως ή άλλως, όδευε σε ύφεση. Οι πληθωριστικές πιέσεις είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται ήδη πριν την πετρελαϊκή κρίση, ενώ η υψηλή ρευστότητα είχε προκαλέσει «φούσκες» στο Χρηματιστήριο και τις τιμές των ακινήτων. Το 1973, το οικονομικό επιτελείο πάτησε φρένο, μειώνοντας τις πιστώσεις και τις δημόσιες δαπάνες, καθώς η επιβράδυνση ήταν αναπόφευκτη. Η πετρελαϊκή κρίση και η εισβολή στην Κύπρο απλά τη μετέτρεψαν σε βαθιά ύφεση.
Ο κύριος Ανδρέας Κακριδής είναι Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας και Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Επιστημονικός Υπεύθυνος Ιστορικού Αρχείου της Τράπεζας της Ελλάδος.