Η πρόταση του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου (EFB 2018, 2020) κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τις αρχικές προτάσεις των Darvas κ.ά. Και το EFB διατηρεί τον μακροπρόθεσμο στόχο του 60%. Στη συνέχεια, καθορίζεται το χρονικό διάστημα εντός του οποίου πρέπει να επιτευχθεί ο μακροπρόθεσμος στόχος (το ΕFB αναφέρει ενδεικτικά μια περίοδο 15 ετών) καθώς και οι βασικές παραδοχές του σεναρίου βάσης (π.χ. αναμενόμενος πληθωρισμός και αναμενόμενος ρυθμός μεγέθυνσης). Τα παραπάνω καθορίζουν το δημοσιονομικό μονοπάτι και ένα τριετούς διάρκειας «ταβάνι» ως προς τη μεταβολή των ονομαστικών δημοσίων δαπανών (μείον τις δαπάνες τόκων, των επιδομάτων ανεργίας και των χρηματοδοτούμενων από την ΕΕ επενδύσεων). Στο τέλος της τριετίας το όριο επανυπολογίζεται προκειμένου να γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές που απαιτεί η επίτευξη του μακροπρόθεσμου στόχου στο χρονικό διάστημα που έχει συμφωνηθεί. Ο κανόνας δαπανών δεν εφαρμόζεται για χώρες με χρέος κάτω του 60%, ενώ ο κανόνας του ελλείμματος (έως 3% του ΑΕΠ) παραμένει. Επομένως, ο βασικός δείκτης παρακολούθησης είναι η μεταβολή των καθαρών δημοσίων δαπανών. Τέλος, σε ό,τι αφορά τις δημόσιες επενδύσεις, το EFB προτείνει τον επιμερισμό των δημοσίων δαπανών ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου σε 4 έτη.

Οι ενδεχόμενες αποκλίσεις από τον κανόνα των δαπανών καταγράφονται σε ένα ειδικό εθνικό λογαριασμό προκειμένου να απορροφηθούν κατά τα αμέσως επόμενα έτη. Η παραβίαση του κανόνα προκύπτει εάν οι υπερβάσεις ανέλθουν πάνω από ένα όριο (π.χ. 1% του ΑΕΠ).  Τέλος, το EFB θέτει την πρόταση δημιουργίας μιας κεντρικής δημοσιονομικής ικανότητας προκειμένου η ΕΕ να αποκτήσει ένα δημοσιονομικό εργαλείο αντιμετώπισης μεγάλων εξωγενών διαταραχών.

Σε ανάλογο μήκος κλίματος, δηλαδή στην απλοποίηση του δημοσιονομικού πλαισίου μέσω της υιοθέτησης ενός μοναδικού κανόνα για τις δημόσιες δαπάνες, κινείται και μια σειρά άλλων προτάσεων, μολονότι παρατηρούνται διαφορές σε επιμέρους στοιχεία. Η πιο γνωστή από αυτές τις προτάσεις διατυπώθηκε το 2018 από επτά γάλλους και επτά γερμανούς οικονομολόγους (Bénassy-Quéré κ.ά.) με τη φιλοδοξία ότι μπορεί να αποτελέσει τη βάση συναίνεσης μεταξύ των αποκλινουσών απόψεων Γαλλίας και Γερμανίας. Η πρόταση προκάλεσε εκτεταμένη συζήτηση και κωδικοποιήθηκε ως η πρόταση των «7+7». Σύμφωνα με τους συντάκτες, το υφιστάμενο σύστημα δημοσιονομικών κανόνων που στηρίζεται στο διαρθρωτικό έλλειμμα (structural deficit) πρέπει να αντικατασταθεί από έναν «κανόνα δαπανών» (expenditure rule), σύμφωνα με τον οποίο οι δημόσιες δαπάνες δεν πρέπει να αυξάνονται ταχύτερα από τη μακροχρόνια αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ. Αντίστοιχα, στις χώρες με υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ οι δημόσιες δαπάνες πρέπει να αυξάνονται με μικρότερο ρυθμό.

Οι κυβερνήσεις που παραβιάζουν τον κανόνα θα πρέπει να καλύψουν τη διαφορά μέσω της έκδοσης ειδικών ομολόγων (junior accountability bonds), των οποίων η διάρκεια θα επεκτείνεται αυτόματα στην περίπτωση ένταξης σε πρόγραμμα του ESM.