Αφήνοντας πίσω μας το 2018 – μια ιδιαίτερα κρίσιμη χρονιά -, υποδεχόμαστε το νέο έτος με αισιοδοξία για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Το 2019 είναι το πρώτο έτος μετά τον οριστικό τερματισμό του 8ετούς κύκλου της αυστηρής επιτήρησης και των μνημονίων. Πριν από λίγες ημέρες ψηφίστηκε στη Βουλή ο πρώτος μεταμνημονιακός προϋπολογισμός που περιείχε για πρώτη φορά σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις, φυσικά στο πλαίσιο της δημοσιονομικής σταθερότητας, ενώ ταυτόχρονα η μακροοικονομική εικόνα της ελληνικής οικονομίας είναι αρκετά θετική. Επειτα από μια μακρά περίοδο βαθιάς οικονομικής συρρίκνωσης, όπου το ένα τέταρτο του εθνικού εισοδήματος απωλέσθη, η οικονομία ανακάμπτει με τις εξαγωγές να οδηγούν την ανάπτυξη και κρίσιμοι τομείς, όπως οι Αμεσες Ξένες Επενδύσεις, όπου η Ελλάδα διαχρονικά υστερούσε, να συμβάλλουν σημαντικά σε αυτή την πορεία οικονομικής μεγέθυνσης.

Η θετική αυτή εικόνα δείχνει την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουμε προκειμένου να επιτύχουμε την αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας μας ώστε να εξασφαλιστεί η μακροχρόνια, βιώσιμη και κοινωνικά δίκαιη ανάπτυξη. Η έξοδος από τα μνημόνια δεν συνεπάγεται αυτομάτως πως όλες οι παθογένειες που ήταν βαθιά ριζωμένες επί δεκαετίες στην ελληνική οικονομία εξαφανίστηκαν σε μερικά μόλις χρόνια. Η απώλεια ανταγωνιστικότητας που προέκυψε πολύ πριν από την κρίση και ευθύνεται για το βάθος και την ένταση της ύφεσης υπέσκαπτε διαρκώς τα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας και απλώς καλυπτόταν με τους επίπλαστους ρυθμούς ανάπτυξης, την υπερκατανάλωση, τον υπέρμετρο δανεισμό, τις υψηλότατες εισαγωγές και τις αντιπαραγωγικές επενδύσεις κυρίως στον τομέα της στεγαστικής πίστης. Σημαντικοί τομείς της οικονομίας, όπως η βιομηχανία, με υψηλή προστιθέμενη αξία βρίσκονταν σε κρίση πολύ πριν από την επίσημη έλευση της ύφεσης το 2008. Συγκεκριμένα, οι επενδύσεις στη βιομηχανία (εξαιρουμένων των κατασκευών) δεν ακολουθούσαν σε καμία περίπτωση την έντονα ανοδική φάση της ελληνικής οικονομίας που εκείνη τη χρυσή περίοδο σημείωνε ρυθμούς ανάπτυξης 3%-5% ετησίως.

Τα χαμηλά ποσοστά των επενδύσεων που παρατηρούνται από την κρίση και έπειτα δεν οφείλονται τόσο στη μείωση των επενδύσεων σε παραγωγικούς τομείς, όπως η βιομηχανία, όσο στην εξανέμιση των επενδύσεων στον κατασκευαστικό τομέα, όπου κατευθύνονταν οι μισές περίπου επενδύσεις πριν από την κρίση και επί της ουσίας επρόκειτο για χαμηλής παραγωγικότητας επενδύσεις.

Τα τελευταία χρόνια (από το 2016) παρατηρείται μια σχετική ανάκαμψη του τομέα της βιομηχανίας με τη βιομηχανική παραγωγή να καταγράφει άνοδο σε ετήσια βάση. Τη θετική αυτή τάση πρέπει να την ενισχύσουμε ακόμη περισσότερο επιλύοντας και διορθώνοντας τα διαρθρωτικά προβλήματα που συνδέονται με τη βιομηχανία και παρέχοντας τα κατάλληλα κίνητρα και εργαλεία, ώστε να προσελκύσουμε επενδύσεις.

Η ελληνική οικονομία, και στο πλαίσιο αυτό και η βιομηχανία, δεν καλείται να αντιμετωπίσει μόνο το πρόβλημα της ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας που ξεκίνησε να αντιμετωπίζεται μέσω των προγραμμάτων προσαρμογής, αλλά πλέον, στη μεταμνημονιακή εποχή καλείται να αντεπεξέλθει και στις νέες προκλήσεις που προέκυψαν στο ραγδαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης, το διάστημα που η Ελλάδα βρισκόταν στη θερμοκοιτίδα των μνημονίων. Ηδη η 4η Βιομηχανική Επανάσταση βρίσκεται προ των πυλών και καθίσταται επιτακτική όσο ποτέ η ανάγκη να σχεδιάσουμε άμεσα τη στρατηγική μας, όπως έχει ήδη πράξει η πλειοψηφία των κρατών-μελών της ΕΕ. Ωστε όχι μόνο να μη χάσουμε τις σημαντικές αναπτυξιακές ευκαιρίες που δημιουργούνται, αλλά να διαφυλάξουμε και να ενισχύσουμε την κοινωνική συνοχή της χώρας μας.

Η 4η Βιομηχανική Επανάσταση, με απλά λόγια, αφορά κατά κύριο λόγο την αυτοματοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, μέσω της χρήσης νέων ψηφιακών τεχνολογιών. Η μετάβαση αυτή της παραγωγικής δομής σε μια νέα εποχή όπου ο «αυτοματισμός» θα αυξάνει διαρκώς τη συμμετοχή του στον τομέα της ανθρώπινης εργασίας, εμπεριέχει ταυτόχρονα θετικές και αρνητικές επιδράσεις σε πολλά πεδία της ζωής μας. Για παράδειγμα, αναμένεται να επηρεαστούν – και σαφώς σε κάποιες προηγμένες τεχνολογικά χώρες επηρεάζονται ήδη – η φύση της εργασιακής απασχόλησης, η δομή και λειτουργία των σύγχρονων επιχειρήσεων, η ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων, η προστασία και η βελτίωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Ιδιαίτερα σημαντικό αντίκτυπο αναμένεται να έχει στην απασχόληση, με την απώλεια των θέσεων εργασίας να προβλέπεται πως θα κινηθεί στο 40% των σημερινών, εξαιτίας της αντικατάστασής τους από τον αυτοματισμό και τη ρομποτική. Βεβαίως, η προοπτική του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, αν αξιοποιηθεί ορθά, θα επιφέρει σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας, με τα οφέλη που αυτό συνεπάγεται για την οικονομία συνολικά.

Το εύρος και η φύση των προκλήσεων που συνοδεύουν την έλευση της 4η Βιομηχανικής Επανάστασης την καθιστούν, συνεπώς, ένα ζήτημα πολιτικό. Από την πλευρά της κυβέρνησης, καλούμαστε όχι μόνο να θέσουμε τις συνθήκες για να διευκολύνουμε τις επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν κεφάλαιο και τεχνολογία ώστε να αυτοματοποιήσουν τις γραμμές παραγωγής τους, αλλά να θέσουμε το θεσμικό πλαίσιο που θα διέπει μεταξύ άλλων και τις σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας κατά τη μετάβαση αυτή. Ενα κρίσιμο θέμα που θα επηρεάσει τις ζωές όλων μας.

Η 4η Βιομηχανική Επανάσταση ενέχει καίρια ζητήματα πολιτικής στα οποία καλούμαστε να δώσουμε απαντήσεις άμεσα, καθώς αφορά την αναδιάρθρωση των σχέσεων μεταξύ των βασικών συντελεστών της παραγωγής που πυροδοτείται από τις τεχνολογικές εξελίξεις. Για αυτό τον λόγο χρειαζόμαστε μια Εθνική Στρατηγική που θα αντιμετωπίζει αυτά τα προβλήματα συνολικά.

Η 4η Βιομηχανική Επανάσταση δεν είναι ένας κίνδυνος που μπορεί να αποφευχθεί, αλλά μια πραγματικότητα που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε με βεβαιότητα και οφείλουμε να σχεδιάσουμε προσεκτικά τη Στρατηγική μας, ώστε να δώσουμε τις καλύτερες δυνατές απαντήσεις.

 

* Ο κ. Στέργιος Πιτσιόρλας είναι αναπληρωτής υπουργός Βιομηχανίας.