Η συνολική επιστροφή των μισθών στα προ της κρίσης επίπεδα αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση στον χώρο της εργασίας το 2023. Το νέο έτος αναμένεται να γίνουν τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση αυτή, ενώ σημαντικές βελτιώσεις προδιαγράφονται και στις συνταξιοδοτικές παροχές.
Ως «επιστροφή των μισθών» θεωρείται η αναπροσαρμογή όχι μόνο του κατώτατου μισθού αλλά και των υπόλοιπων αμοιβών, στις οποίες – έως τώρα – δεν περνούν οι αυξήσεις που δίδονται στα κατώτατα όρια.
Ταυτοχρόνως, περιλαμβάνεται η επαναφορά των τριετιών που έχουν «παγώσει» για τους εργαζομένους μετά το 2012, όπως και η αποκατάσταση του νομικού καθεστώτος που ίσχυε για τις συλλογικές συμβάσεις προ της οικονομικής κρίσης και της ισχύος των μνημονίων.
Η κυβέρνηση φαίνεται να ικανοποιεί μόνο το θέμα της επιστροφής των κατώτατων ορίων των αμοιβών στα προ της κρίσης επίπεδα, ενώ δέχεται πιέσεις από τα συνδικάτα να επαναφέρει και τις συλλογικές συμβάσεις.
Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί η βελτίωση των συνταξιοδοτικών παροχών το 2023, ύστερα από 12 έτη μειώσεων ή «παγώματος» των συντάξεων. Η αύξηση των συντάξεων κατά 7,75% και η κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης έχουν «κλειδώσει», ενώ εξελίξεις προδιαγράφονται και στο θέμα των αναδρομικών για το ενδεκάμηνο Ιούνιος 2015 – Μάιος 2016.
Ο κατώτατος μισθός
Το 2023, έτος εκλογών, συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις για την «επιστροφή των μισθών» στα προ της κρίσης επίπεδα. Η κυβέρνηση δεν κρύβει τις προθέσεις της να επαναφέρει τις κατώτατες αμοιβές στο ύψος που ήταν πριν από το 2012, όταν υπέστησαν τη μεγάλη μείωση κατά την περίοδο εφαρμογής των μνημονιακών επιταγών.
Ταυτοχρόνως, «κλείνει το μάτι» στο ενδεχόμενο να ξεπεράσει ακόμα και το όριο των 751 ευρώ και να προσεγγίσει το ποσό των 800 ευρώ, που έχει προαναγγείλει ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αύξηση των κατώτατων αμοιβών, εφόσον κερδίσει τις εκλογές και σχηματίσει κυβέρνηση.
Ο νέος μισθός θα ισχύσει από την 1η Μαΐου του επόμενου έτους. Αυτό σημαίνει πως τον Ιανουάριο θα αποσταλεί πρόσκληση στους φορείς προκειμένου να αρχίσει η καταγραφή των υπομνημάτων τους, με στόχο εντός του Μαρτίου να ανακοινωθεί η κυβερνητική απόφαση που θα καθορίζει τον νέο κατώτατο μισθό στη χώρα.
Οι τριετίες
Η ραγδαία αποκλιμάκωση των ποσοστών της ανεργίας που καταγράφονται τους τελευταίους μήνες επαναφέρει στο προσκήνιο το θέμα των μισθολογικών τριετιών για όλους και όχι μόνο για όσους είχαν την απαραίτητη προϋπηρεσία προ του 2012, κάτι που ισχύει σήμερα.
Η τελευταία καταγραφή δείχνει μείωση της ανεργίας κοντά στο 12%, αναζωπυρώνοντας τις ελπίδες για ταχεία πτώση του ποσοστού κάτω του 10%, γεγονός που θα σημάνει την επαναφορά των τριετιών για το σύνολο των εργαζομένων. Σε παλαιότερες δηλώσεις του ο υπουργός Εργασίας κ. Κ. Χατζηδάκης εκτιμούσε ότι στις αρχές του επόμενου έτους – 2023 – η ανεργία θα «πέσει» κάτω από το 10%. Γεγονός που αποτελεί προϋπόθεση για την πλήρη επαναφορά των τριετιών. Αυτό προβλέπεται στον μνημονιακό νόμο με τον οποίο μειώθηκαν οι κατώτατες αμοιβές το 2012. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε προσαύξηση μισθού κατά 30% για τους εργαζομένους που έχουν την απαραίτητη προϋπηρεσία (τρεις τριετίες). Να σημειωθεί ότι σήμερα τα ποσοστά των τριετιών λαμβάνουν μόνο οι εργαζόμενοι που είχαν συμπληρώσει την απαραίτητη προϋπηρεσία (μία, δύο ή τρεις τριετίες) μέχρι τον Φεβρουάριο του 2012.
Οι συλλογικές συμβάσεις
Πάντως, το «στοίχημα» του 2023 δεν είναι το ύψος της αύξησης των κατώτατων αμοιβών αλλά κατά πόσο θα «επιστρέψουν» οι υπόλοιπες αμοιβές, οι οποίες δεν βελτιώθηκαν τα τελευταία χρόνια ούτε ακολούθησαν την πορεία αύξησης του κατώτατου μισθού.
Η επαναφορά όλων των μισθών προϋποθέτει την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων. Η κυβέρνηση δέχεται πιέσεις για επαναφορά του νομικού καθεστώτος που ίσχυε για τις συλλογικές συμβάσεις προς της οικονομικής κρίσης και της ισχύος των μνημονίων. Κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε την οριστική λήξη της δύσκολης αυτής περιόδου και θα έδινε το έναυσμα για ουσιαστικότερη βελτίωση των αμοιβών, ικανοποιώντας και το πάγιο αίτημα της ΓΣΕΕ σύμφωνα με το οποίο το ύψος των αμοιβών θα πρέπει να καθορίζεται μέσω των διαπραγματεύσεων των εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων. Αρση των περιορισμών στις συμβάσεις σημαίνει επαναφορά της ευθύνης της διαμόρφωσης των κατώτατων αμοιβών στην υπογραφή Εθνικής Σύμβασης μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Ερευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ δείχνει πως καμία βελτίωση δεν έχει επέλθει στους μέσους μισθούς παρά τις αυξήσεις που δόθηκαν στις κατώτατες αμοιβές τα τελευταία χρόνια. Η κατάρρευση των κλαδικών συμβάσεων είχε ως αποτέλεσμα να καλύπτουν – μόλις και μετά βίας – το 25% των εργαζομένων.
Οι συνταξιούχοι
«Αλλαγή σελίδας» θα σημάνει το 2023 και για τους συνταξιούχους οι οποίοι στο τέλος του μηνός Ιανουαρίου θα λάβουν αυξήσεις στις συντάξεις τους ύψους 7,75%. Πρόκειται για την πρώτη αύξηση ύστερα από 12 έτη περικοπών. Η αύξηση βασίζεται στην πρόβλεψη ότι ο πληθωρισμός εφέτος θα διαμορφωθεί στο 9,9% και ο ρυθμός ανάπτυξης στο 5,6%. Το κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό από την αύξηση αυτή ανέρχεται σε 909 εκατ. ευρώ. Στο ποσοστό αυτό θα πρέπει να προστεθεί και η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τους συνταξιούχους από τον Ιανουάριο του 2023, που θα σημάνει αύξηση σύνταξης για ορισμένες κατηγορίες συνταξιούχων. Πραγματική αύξηση στις συντάξεις τους θα λάβουν όσοι συνταξιούχοι δεν έχουν προσωπική διαφορά ή έχουν προσωπική διαφορά λίγο πάνω από 7%. Οι υπόλοιποι θα μειώσουν ή θα μηδενίσουν την προσωπική τους διαφορά.
Αναδρομικά
Τέλος, οι επερχόμενες βουλευτικές εκλογές… φαίνεται ότι φέρνουν αναδρομικά σε όλους τους συνταξιούχους. Παρά τις αλλεπάλληλες αρνητικές κυβερνητικές δηλώσεις για την επέκταση των αναδρομικών και στους συνταξιούχους που δεν έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη. Η κυβέρνηση εξετάζει – και είναι πολύ κοντά – στην υιοθέτηση «πολιτικής λύσης» για την απόδοση των αναδρομικών σε όλους και όχι μόνο σε όσους έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη, όπως «διέταξε» η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η απόφαση αφορά αναδρομικά δώρων (Χριστουγέννων, Πάσχα, επίδομα αδείας) και μειώσεις επικουρικών συντάξεων που αφορούν το ενδεκάμηνο Ιούνιος 2015 – Μάιος 2016. Μέχρι τώρα τα κυβερνητικά στελέχη απέκλειαν τη συγκεκριμένη λύση επικαλούμενα το υψηλό κόστος μιας τέτοιας απόφασης, καθώς η πλήρης απόδοση των αναδρομικών κοστίζει περί τα 2,5 δισ. ευρώ.