Σε ένα ιδιαίτερα ασταθές διεθνές περιβάλλον, στο οποίο συνολικά ως ανθρωπότητα ετοιμαζόμαστε να οπισθοχωρήσουμε στους κλιματικούς μας στόχους, η Ελλάδα φαίνεται να επιτυγχάνει σημαντική πρόοδο στην πράσινη μετάβαση.

Το 2024 ήταν άλλη μια χρονιά ραγδαίας ανάπτυξης στην καθαρή παραγωγή των ΑΠΕ, οι οποίες πλέον ξεπερνούν το ήμισυ στην κάλυψη της συνολικής εγχώριας ζήτησης στο ηλεκτρικό σύστημα της Ελλάδας (διασυνδεδεμένο και μη). Με πρωταγωνιστές τις ΑΠΕ, μάλιστα, η χώρα μας κατέστη το 2024 καθαρός εξαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας, για δεύτερη μόλις φορά στην πρόσφατη ιστορία της – η πρώτη ήταν το μακρινό 2000.

Πέραν των προφανών ωφελειών στην ενεργειακή ασφάλεια και στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η ταχύτατη ανάπτυξη των ΑΠΕ αποτελεί επίσης τεκμήριο για ένα από τα πλέον σημαντικά παραδείγματα επενδύσεων σε νέο πάγιο και παραγωγικό κεφάλαιο που πραγματοποιούνται στην ελληνική επικράτεια, με το ύψος τους να εκτιμάται ότι αγγίζει τα €9,5 δισ. την τελευταία πενταετία. Παρ’ όλα αυτά, η αυξανόμενη συμμετοχή των ΑΠΕ συνεπάγεται, επίσης, τεχνικές και διαχειριστικές προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά ώστε η πράσινη μετάβαση να συνεχιστεί απρόσκοπτα.

Μία από τις κυριότερες νέες προκλήσεις είναι τα αυξανομένης συχνότητας φαινόμενα υπερπροσφοράς ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, που πολύ συχνά οδηγούν σε αναγκαστικές περικοπές ΑΠΕ. Ενα πολύ βασικό χαρακτηριστικό των ΑΠΕ – εξαιρουμένων των υδροηλεκτρικών – είναι η σημαντική μεταβλητότητα και η στοχαστικότητα στην παραγωγή τους. Ετσι, καθώς το μερίδιό τους στην ηλεκτροπαραγωγή αυξάνεται και ακόμα περισσότερο όσο θα πλησιάζει τη μονάδα, όπως φιλοδοξούμε, προκύπτουν ολοένα και πιο συχνά χρονικές περίοδοι που η παραγόμενη ενέργεια υπερβαίνει τις τρέχουσες ανάγκες.

Εφόσον η υπερπροσφορά αυτή δεν μπορεί να απορροφηθεί από γειτονικά κράτη και από τις αποθηκευτικές μας δυνατότητες, αφενός προκύπτει εκμηδενισμός της τιμής στο χρηματιστήριο της ηλεκτρικής ενέργειας και αφετέρου ο διαχειριστής του συστήματος υποχρεώνεται να αποκόψει μονάδες ΑΠΕ από το σύστημα για να αποφευχθεί το black out.

Το 2024, η υπερπροσφορά οδήγησε σε περικοπές 860 GWh πράσινης ενέργειας, σημαντικά υψηλότερα από τις 228 GWh που είχαν σημειωθεί το 2023 (αύξηση κατά 277,2%). Πρόκειται ουσιαστικά για μια σπατάλη ήδη παραχθείσας καθαρής ενέργειας, που επιπρόσθετα απομειώνει την οικονομική αποδοτικότητα των μονάδων ΑΠΕ.

Μία ακόμη σοβαρή πρόκληση σχετίζεται με τις τεχνικές απώλειες και τους περιορισμούς χωρητικότητας του δικτύου. Η υφιστάμενη υποδομή είχε σχεδιαστεί για μια ηλεκτροπαραγωγή βασισμένη σε μεγάλες θερμοηλεκτρικές μονάδες. Η παρούσα πραγματικότητα, όμως, είναι τελείως διαφορετική, με τις μονάδες ΑΠΕ να ενσωματώνουν αφενός μεταβλητότητα και στοχαστικότητα παραγωγής και αφετέρου μεγάλη γεωγραφική διασπορά.

Επιπλέον, η στρατηγική ανάπτυξης των ΑΠΕ μέχρι σήμερα στηρίζεται σε έναν πιο ελεύθερο σχεδιασμό, ο οποίος έχει οδηγήσει σε ανορθολογική κατανομή, και τεχνολογικά και χωροταξικά. Ως αποτέλεσμα, οι ενεργειακές ροές δεν μπορούν να είναι βέλτιστες και έτσι αυξάνονται οι απώλειες μεταφοράς, ενώ παρατηρείται επίσης και σημαντικός κορεσμός του ηλεκτρικού δικτύου κατά τόπους.

Οι συνολικές απώλειες στο ηλεκτρικό δίκτυο το 2023 ανήλθαν στο 11,4% της διακινούμενης ενέργειας, ένα ποσοστό αρκετά υψηλότερο από τις αρχικές εκτιμήσεις, με τον ΔΕΔΔΗΕ να αναθεωρεί προς τα άνω τις εκτιμήσεις του και για τα επόμενα έτη, εξαιτίας της αυξημένης δυσκολίας αντιμετώπισης των τεχνικών απωλειών λόγω της μεγάλης διείσδυσης των ΑΠΕ. Ταυτόχρονα, καταγράφονται ήδη προβλήματα κορεσμού σχεδόν στο 1/4 των μετασχηματιστών υψηλής προς μέση τάση του ΔΕΔΔΗΕ, ενόσω η συνολική ισχύς των συνδεδεμένων μονάδων ΑΠΕ αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί τα επόμενα έτη (στα σημερινά 15 GW θα προστεθούν άλλα τουλάχιστον 17,7 GW, των ΑΠΕ που έχουν λάβει δεσμευτική προσφορά όρων σύνδεσης).

Για την αντιμετώπιση όλων των παραπάνω απαιτούνται σημαντικές και άμεσες αναβαθμίσεις στην υποδομή του ηλεκτρικού συστήματος στην Ελλάδα. Σε αυτές περιλαμβάνονται κατ’ αρχάς οι αναβαθμίσεις και οι επεκτάσεις του ηλεκτρικού δικτύου, το οποίο θα πρέπει να επαναβελτιστοποιηθεί όχι μόνο στα νέα και επερχόμενα δεδομένα της ηλεκτροπαραγωγής, αλλά και στον εξηλεκτρισμό μεγάλου μέρους των λοιπών ενεργειακών καταναλώσεων. Δυστυχώς η πρότερη ελληνική εμπειρία με τέτοιου είδους έργα δεν μας επιτρέπει σημαντικούς βαθμούς αισιοδοξίας για την απρόσκοπτη και ταχεία υλοποίησή τους.

Χρειάζονται, επίσης, σημαντικές επενδύσεις για την επέκταση των δυνατοτήτων αποθήκευσης (μέσω αμφοτέρων της αντλησιοταμίευσης και των μπαταριών) και για την αναβάθμιση της χωρητικότητας των διεθνών διασυνδέσεων. Αυτά θα δώσουν μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας στον διαχειριστή του δικτύου, ώστε να επιτυγχάνει μεγαλύτερους βαθμούς απορρόφησης στις περιστάσεις υπερπροσφοράς.

Δεδομένης, όμως, της τρέχουσας κατάστασης των υποδομών και ενός, πιθανότατα βραδέως, ρυθμού αναβάθμισής τους, απαιτείται και ένας επανασχεδιασμός στη γενικότερη στρατηγική ανάπτυξης των ΑΠΕ. Είναι απαραίτητο να υπάρξει ένας εξορθολογισμός του μείγματος της ηλεκτροπαραγωγής, με τρόπο που να ελαχιστοποιεί την επιβάρυνση του υφιστάμενου δικτύου, να εκμεταλλεύεται τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε επιμέρους τεχνολογίας ΑΠΕ και να αντισταθμίζει τα μειονεκτήματα.

Τέλος, την πλέον άμεση λύση θα δώσει η ενεργοποίηση μηχανισμών κινητροδότησης της ζήτησης, προκειμένου να προσαρμοστεί χρονικά στις συνθήκες της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ. Η θεσμική πρόβλεψη για δυναμικά («πορτοκαλί») τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας δεν είχε αντίκτυπο στην πράξη, λόγω περιορισμένης διαθεσιμότητας έξυπνων μετρητών. Ενόσω η εγκατάστασή τους προχωρά, μια στοιχειώδης κινητροδότηση θα επιτευχθεί με την αξιοποίηση των ήδη διαθέσιμων διζωνικών μετρητών, μέσω της μετατροπής τού – ουσιαστικά ανενεργού – «νυκτερινού τιμολογίου» σε κατά κύριο λόγο μεσημβρινό.

Η μετάβαση σε ένα νέο – συνολικό – ενεργειακό μοντέλο, που θα βασίζεται κατά κύριο λόγο στις ΑΠΕ, αποτελεί μια ιδιαίτερα απαιτητική διαδικασία με σημαντικές τεχνικές προκλήσεις και απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό και στοχευμένες άμεσες λύσεις. Η επιτυχής πορεία σε αυτόν τον δύσκολο δρόμο αποτελεί μια αναγκαία προϋπόθεση ώστε να καταστήσει την Ελλάδα ενεργειακά αυτόνομη, με μικρότερο – μακροχρόνια – ενεργειακό κόστος, και την ελληνική οικονομία ταυτόχρονα ισχυρότερη και πιο βιώσιμη.

Η δρ Φαίη Μακαντάση είναι διευθύντρια Ερευνών στη διαΝΕΟσις.