Η πρόταση των Darvas κ.ά. (2018), που απηχεί τους γαλλικούς προβληματισμούς, αναπτύσσεται γύρω από δύο πυλώνες. Ο πρώτος αφορά τη διατήρηση του υφιστάμενου μακροπρόθεσμου στόχου για το δημόσιο χρέος, δηλαδή τη σταδιακή σύγκλισή του στο 60% του ΑΕΠ. Ο δεύτερος αφορά τη θέσπιση ενός βραχυπρόθεσμου κανόνα δαπανών. Σύμφωνα με τον κανόνα δαπανών, οι ονομαστικές δαπάνες δεν πρέπει να αυξάνονται ταχύτερα από το ονομαστικό εισόδημα ενώ για τις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος η μεταβολή των ονομαστικών δημοσίων δαπανών θα πρέπει να υπολείπεται της μεταβολής του ονομαστικού εισοδήματος.
Με άλλα λόγια, ο ρυθμός μεταβολής της ονομαστικής δημόσιας δαπάνης (μείον τους τόκους, τα επιδόματα ανεργίας και τις δημόσιες επενδύσεις) ισούται με το άθροισμα της πραγματικής δυνητικής μεγέθυνσης συν τον αναμενόμενο πληθωρισμό μείον ένα φρένο χρέους που λαμβάνει υπόψη την απόσταση που χωρίζει την κάθε χώρα από τον μακροπρόθεσμο στόχο του 60%.
Ταχύτητα προσέγγισης
Η κρίσιμη παράμετρος είναι η ταχύτητα προσέγγισης του μακροπρόθεσμου στόχου. Οι Darvas κ.ά. υποστηρίζουν πως αυτή δεν πρέπει προκύπτει από ένα κοινό (για όλα τα κράτη) τύπο όπως γίνεται σήμερα, αλλά κάθε κυβέρνηση σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να θέτει ένα στόχο 5ετίας, ο οποίος θα επικαιροποιείται σε ετήσια βάση. Συνεπώς, η ένταση της δημοσιονομικής προσαρμογής θα καθορίζεται σε συνεργασία με την Επιτροπή και θα εγκρίνεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Από τη στιγμή που τεθεί ο μεσοπρόθεσμος στόχος για το χρέος, το εθνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο θα εξάγει το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό μονοπάτι, το οποίο αποτυπώνεται με τη μορφή ενός ανώτατου ετήσιου ορίου δημοσίων δαπανών.
Μια νεότερη εκδοχή της παραπάνω πρότασης εμφανίστηκε σε πρόσφατο άρθρο των Martin κ.ά. (2021) – στελέχη του Γαλλικού Συμβουλίου Οικονομικής Ανάλυσης -, στο οποίο γίνεται ρητή αναφορά στην ανάγκη κατάργησης του στόχου για το έλλειμμα (έως 3% του ΑΕΠ) αλλά και του μακροπρόθεσμου στόχου του 60%.
Στη νέα τους πρόταση, οι Γάλλοι υποστηρίζουν πως:
– κάθε κυβέρνηση πρέπει να θέτει ένα μεσοπρόθεσμο στόχο πενταετίας για τον λόγο χρέους πρός ΑΕΠ,
– ο στόχος αυτός θα αξιολογείται από το εθνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο και
– θα υιοθετείται (ή απορρίπτεται) από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Από τη στιγμή που έχει προσδιοριστεί ο μεσοπρόθεσμος στόχος για το χρέος παράγεται αμέσως το δημοσιονομικό μονοπάτι που αποτυπώνεται με τη μορφή «ταβανιού δημοσίων δαπανών».
Η νέα πρόταση απορρίπτει την υιοθέτηση διακριτής αντιμετώπισης των δημοσίων επενδύσεων διότι κάτι τέτοιο «θα πυροδοτούσε ατέλειωτες συζητήσεις». Προτείνει όμως τον μετασχηματισμό του RRF σε μόνιμο δημοσιονομικό μηχανισμό χρηματοδότησης δημοσίων επενδύσεων μέσω της έκδοσης αμοιβαιοποιημένου χρέους.
Το σημείο εκκίνησης
Η πρόταση για διατήρηση του υφιστάμενου πλαισίου με σημειακές τροποποιήσεις – η οποία απηχεί περισσότερο τις γερμανικές προτιμήσεις – έχει διατυπωθεί από τους Christofzik, Feld κ.ά. (2018). Το σημείο εκκίνησης της συγκεκριμένης πρότασης είναι πως το υφιστάμενο δημοσιονομικό πλαίσιο δεν έχει δουλέψει αποτελεσματικά, ωστόσο η αιτία δεν είναι οι κανόνες αλλά η ελλιπής εφαρμογή τους από τα κράτη-μέλη.
Η «γερμανική» πρόταση διατηρεί τον μακροπρόθεσμο στόχο σύγκλισης του λόγου χρέους προς ΑΕΠ στο 60%. Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλες προτάσεις διατηρεί την έμφαση στα διαρθρωτικά μεγέθη και στο διαθρωτικό πλεόνασμα, δηλαδή δεν μετακινείται από τη βασική ιδέα πως το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης πρέπει να είναι σχεδόν ισοσκελισμένο στον οικονομικό κύκλο (αυτό σημαίνει το διαρθρωτικό έλλειμμα θα πρέπει να υπολείπεται του 0,5% του ΑΕΠ για τις χώρες με δημόσιο χρέος κοντά στον στόχο του 60% ή να είναι μικρότερο του 1% του ΑΕΠ για χώρες με δημόσιο χρέος μακριά από το 60%).
Αντίστοιχα, η πρόταση προβλέπει την υιοθέτηση μιας οροφής δημοσίων δαπανών (expenditure ceiling), από την οποία εξαιρούνται οι δαπάνες για επιδόματα ανεργίας και οι δαπάνες εξυπηρέτησης τόκων. Οι υπόλοιπες δημόσιες δαπάνες είναι σε μεγάλο βαθμό α-κυκλικές, συνεπώς δεν μεταβάλλονται σημαντικά αναλόγως της φάσης του οικονομικού κύκλου.