Η νωτιαία μυϊκή ατροφία (SMA) είναι μια σπάνια γενετική νευρομυϊκή νόσος που χαρακτηρίζεται από απώλεια κινητικών νευρώνων στον νωτιαίο μυελό και στο κατώτερο εγκεφαλικό στέλεχος, η οποία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα σοβαρή, επιδεινούμενη μυϊκή ατροφία και αδυναμία. Περίπου ένα στα 10.000 νεογνά θα διαγνωστεί με SMA, ενώ η νόσος εμφανίζεται σε άτομα όλων των ηλικιών. Είναι μία από τις κύριες γενετικές αιτίες βρεφικής θνησιμότητας.

Το nusinersen είναι η πρώτη εγκεκριμένη θεραπεία για την αντιμετώπιση της νωτιαίας μυϊκής ατροφίας σε βρέφη, παιδιά και ενηλίκους και είναι διαθέσιμο σε περισσότερες από 50 χώρες.

Εως τις 31 Μαρτίου 2020 περισσότεροι από 10.000 ασθενείς είχαν λάβει θεραπεία με nusinersen. Είναι η μοναδική θεραπεία για τη SMA, η οποία συνδυάζει μεγάλη εμπειρία στην καθημερινή κλινική πρακτική και το υψηλότερο επίπεδο κλινικής τεκμηρίωσης σε ένα ευρύ φάσμα πληθυσμού ασθενών.

Μάλιστα, νέα δεδομένα για το nusinersen ενισχύουν τη διατηρούμενη αποτελεσματικότητα και τη μακροχρόνια ασφάλεια του φαρμάκου σε ένα ευρύ φάσμα ασθενών με νωτιαία μυϊκή ατροφία. Ειδικότερα, τα συμπεράσματα – σύμφωνα με τα νέα στοιχεία – είναι τα εξής:


Νέα δεδομένα για το nusinersen

Η θεραπεία με nusinersen βελτίωσε ή σταθεροποίησε την κινητική λειτουργία σε όλους τους πληθυσμούς ασθενών, συμπεριλαμβανομένων των νεαρών ενηλίκων.

Το προφίλ μακροχρόνιας ασφάλειας του nusinersen ήταν σταθερό σε ένα ευρύ φάσμα ηλικιών και τύπων της SMA.

Νέα δεδομένα προστίθενται στα σημαντικά διαθέσιμα στοιχεία για το nusinersen, υπογραμμίζοντας το κλινικά σημαντικό και διατηρούμενο όφελος της θεραπείας σε νήπια, παιδιά και νεαρούς ενηλίκους που έλαβαν θεραπεία για έως και εξίμισι έτη.

Εν τω μεταξύ, η Biogen Inc. ανακοίνωσε επιπρόσθετα δεδομένα από το πρόγραμμα κλινικής ανάπτυξης του nusinersen, τα οποία καταδεικνύουν περαιτέρω τη διατηρούμενη αποτελεσματικότητα και τη μακροχρόνια ασφάλεια του nusinersen σε ένα ευρύ φάσμα ασθενών με νωτιαία μυϊκή ατροφία (SMA). Τα νέα αυτά δεδομένα επιλέχθηκαν για να παρουσιαστούν στην 72η ετήσια συνάντηση της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας (American Academy of Neurology – AAN) και θα είναι διαθέσιμα διαδικτυακά στην πλατφόρμα 2020 AAN Science Highlights.

«Ως η πρώτη εγκεκριμένη θεραπεία για τη νωτιαία μυϊκή ατροφία, το nusinersen προσφέρει ένα σημαντικό σύνολο δεδομένων που μας επιτρέπουν να αξιολογήσουμε με μοναδικό τρόπο την ασφάλεια και τη διατηρούμενη αποτελεσματικότητα επαναλαμβανόμενων δόσεων σε βάθος χρόνου σε άτομα διαφορετικών ηλικιακών ομάδων και επιπέδων βαρύτητας της νόσου» δήλωσε ο Alfred Sandrock, Jr., MD, PhD, εκτελεστικός αντιπρόεδρος έρευνας και ανάπτυξης της Biogen.

Και συνέχισε: «Νέα δεδομένα καταδεικνύουν ότι η συνεχής θεραπεία με nusinersen για έως και εξίμισι έτη βελτίωσε ή σταθεροποίησε την κινητική λειτουργία και την ενεργότητα της νόσου σε ένα ευρύ φάσμα ασθενών με νωτιαία μυϊκή ατροφία. Τα αποτελέσματα αυτά είναι εντελώς διαφορετικά από την αναμενόμενη φυσική πορεία της νόσου. Επίσης, σε μια εξελισσόμενη νόσο όπως η νωτιαία μυϊκή ατροφία, η σταθεροποίηση αποτελεί σημαντική παράμετρο θεραπευτικής επιτυχίας, επιτρέποντας στους ασθενείς να διατηρήσουν κινητική λειτουργία που σε διαφορετική περίπτωση θα είχαν χάσει».

Σταθεροποίηση και βελτίωση της νόσου

Πιο συγκεκριμένα, στην ανοιχτής επισήμανσης μελέτη επέκτασης «SHINE» εντάχθηκαν 292 ασθενείς (βρέφη έως και έφηβοι) από πέντε προηγούμενες κλινικές μελέτες του nusinersen, συμπεριλαμβανομένης της μελέτης «ENDEAR». Νέα ευρήματα από τη μελέτη «SHINE» καταδεικνύουν ότι η θεραπεία με nusinersen είχε ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της κινητικής λειτουργίας ή τη σταθεροποίηση της νόσου σε νήπια, παιδιά και νεαρούς ενηλίκους που λάμβαναν συνεχή θεραπεία, κάποιοι εξ αυτών για έως και εξίμισι έτη.

Τα κύρια σημεία περιλαμβάνουν:

Οι ασθενείς με SMA βρεφικής έναρξης που εντάχθηκαν στη μελέτη «ENDEAR-SHINE» (n=105) οι οποίοι είχαν πρώιμη έναρξη θεραπείας με το nusinersen εμφάνισαν το μεγαλύτερο όφελος και εκείνοι με πιο όψιμη έναρξη της θεραπείας είχαν ενδείξεις σταθεροποίησης ή βελτίωσης της κινητικής λειτουργίας.

Μια ξεχωριστή ανάλυση αξιολόγησε μια ομάδα επτά νεαρών ενηλίκων (τύπου 2 ή 3) που ξεκίνησαν να λαμβάνουν θεραπεία με nusinersen ως έφηβοι (ηλικίας 13 έως σχεδόν 16 ετών) και από τότε έχουν ήδη λάβει θεραπεία για έως και εξίμισι έτη (από 5,3 έως 6,8 έτη). Οι περισσότεροι από αυτούς τους ασθενείς επέδειξαν εν γένει σταθερή ή βελτιωμένη κινητική λειτουργία σε ολόκληρη τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης, όπως αυτή εκτιμήθηκε με την κλίμακα λειτουργικής αξιολόγησης HFMSE (Hammersmith Functional Motor Scale Expanded), την κλίμακα λειτουργικής αξιολόγησης των άνω άκρων RULM/ULM (Revised Upper Limb Module/Upper Limb Module) και τη Δοκιμασία Βάδισης Εξι Λεπτών (6MWT, Six Minute Walk Test).

Τα αποτελέσματα μέτρησαν επίσης τον αντίκτυπο στους φροντιστές των συμμετεχόντων μέσω της Αξιολόγησης Εμπειριών Φροντιστών Ατόμων με Νευρομυϊκή Νόσο (Assessment of Caregiver Experience with Neuromuscular Disease – ACEND), με την πλειονότητα των φροντιστών να αναφέρει σταθερό ή μειωμένο αντίκτυπο στην ίδια χρονική περίοδο. Η ACEND είναι ένα εργαλείο αποτίμησης της έκβασης που είναι ειδικά σχεδιασμένο για την αξιολόγηση του αντικτύπου που έχει στους φροντιστές η ανατροφή παιδιών που έχουν προσβληθεί από νευρομυϊκή νόσο, συμπεριλαμβανομένων των σωματικών, συναισθηματικών και οικονομικών παραμέτρων.

Η διατηρήσιμη αποτελεσματικότητα του nusinersen καταδείχθηκε επίσης σε άτομα με SMA όψιμης έναρξης (n=126), καθώς οι βαθμολογίες στις κλίμακες HFMSE και RULM ήταν σταθερές.

Σε όλες τις παρουσιάσεις της μελέτης «SHINE» το προφίλ ασφάλειας του nusinersen συνάδει με τα ευρήματα που έχουν ήδη καταγραφεί.

Σημειώνεται ότι το nusinersen είναι ένα αντινοηματικό ολιγονουκλεοτίδιο (ASO), το οποίο έχει αναπτυχθεί από την Ionis Pharmaceuticals και έχει σχεδιαστεί για να στοχεύει σε ένα από τα βασικά αίτια της SMA, αυξάνοντας την ποσότητα της πλήρους μήκους πρωτεΐνης επιβίωσης του κινητικού νευρώνα (SMN), η οποία διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη συντήρηση των κινητικών νευρώνων.

Χορηγείται με ενδορραχιαία ένεση στο υγρό που περιβάλλει τον νωτιαίο μυελό, όπου εντοπίζονται οι κινητικοί νευρώνες, παρέχοντας τη θεραπεία στο σημείο όπου ξεκινά η νόσος.