Παρά τους αντίθετους ανέμους καθώς το διεθνές περιβάλλον παραμένει ασταθές, τροφοδοτούμενο και από τη γεωπολιτική αβεβαιότητα και τη δυσλειτουργία στις αλυσίδες εφοδιασμού, οδηγώντας σε σπειροειδή αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων και της ενέργειας και επιθετικές κινήσεις από τις κεντρικές τράπεζες για να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό, η ελληνική οικονομία δείχνει να παρουσιάζει αντοχές εφέτος, υποστηριζόμενη από τη βελτίωση της ανεργίας, μια ισχυρή ανάκαμψη στον τουρισμό, αλλά και τις εισροές επενδύσεων, με την ανάπτυξη να εκτιμάται πλέον πως μπορεί να κινηθεί στην περιοχή του 4%.
Βέβαια, θα πρέπει να σημειωθεί πως η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου αναφοράς εκτινάχθηκε το τελευταίο διάστημα στην περιοχή του 4,6% από μόλις 0,53% τον περασμένο Αύγουστο, δεικνύοντας και το πόσο ευάλωτες είναι οι χώρες της περιφέρειας του ευρώ σε κάθε διεθνή αναταραχή.
«Δεξαμενές» άντλησης κεφαλαίων
Στο πλαίσιο αυτό, κορυφαίοι οικονομολόγοι σημείωναν πως μπορεί τα επόμενα χρόνια η χώρα να μην έχει πρόβλημα, καθώς υπάρχουν οι «δεξαμενές» άντλησης κεφαλαίων (τουρισμός, επενδύσεις, Ταμείο Ανάκαμψης), αλλά αν δεν προχωρήσουν οι παρεμβάσεις εκείνες που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα της οικονομίας, δεδομένου μάλιστα και του δημογραφικού αδιεξόδου, μπορεί οι ροές κεφαλαίων να αρχίσουν να εξαντλούνται, την ώρα που η οικονομία θα αρχίσει να χάνει τη δυναμική της και οι πιέσεις όσον αφορά την εξυπηρέτηση του χρέους θα μεγεθύνονται.
Αυτό σημαίνει πως το «παράθυρο ευκαιρίας» για να μπορέσει η οικονομία να μπει σε νέα, πιο σταθερή και διατηρήσιμη ανάπτυξη δεν θα διαρκέσει πολλά χρόνια.
Η ελληνική οικονομία παρέμεινε πάντως σε τροχιά επέκτασης για 7ο τρίμηνο, καθώς σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο του 2022, ο ρυθμός ανάπτυξης σε τριμηνιαία βάση επιταχύνθηκε στο 2,3% (από το 0,8%) χάρη στην ισχυρή εγχώρια κατανάλωση (+11,6%) και στις επενδύσεις (+12,7%), υπερκαλύπτοντας έτσι και τις απώλειες της πανδημίας σε όρους τριμηνιαίου πραγματικού ΑΕΠ κατά 3%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ονομαστικό ΑΕΠ μεγεθύνθηκε εντυπωσιακά κατά 15% σε ετήσια βάση, κινούμενο 9,3% υψηλότερα από το προ πανδημίας επίπεδό του το 1ο τρίμηνο του 2019, θέτοντας μια ακόμη πιο ευνοϊκή βάση για περαιτέρω βελτίωση των δημοσιονομικών στοιχείων που παρουσιάζονται ως ποσοστό του ΑΕΠ, καθώς και την ενίσχυση άλλων μεγεθών που εμφανίζουν υψηλή συσχέτιση με την ονομαστική δραστηριότητα, όπως τα στοιχεία του κύκλου εργασιών και των φορολογικών εσόδων.
Αναβάθμισαν τις προσδοκίες
Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένοι οικονομολόγοι αναβάθμισαν τις προσδοκίες τους για το σύνολο της χρονιάς. Μπορεί μάλιστα η μέση εκτίμηση (consensus) να κυμαίνεται στο 3,2%, στο πάνω εύρος των προβλέψεων βρέθηκαν οι νέες εκτιμήσεις της Capital Economics που προβλέπει τώρα δεδομένης και της ισχυρής βάσης από το περασμένο έτος και το πρώτο τρίμηνο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 5,5% το 2022, επίπεδο που ξεπερνά ακόμη και τις αισιόδοξες προβλέψεις στην αρχή του έτους, όταν κανείς δεν προέβλεπε πως η Ρωσία θα εισβάλει στην Ουκρανία.
Η Capital Economics αξιολογεί μάλιστα ως πιο θετικές τις προοπτικές της χώρας συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, για τα επόμενα 1-2 χρόνια, καθώς έχει ανακάμψει ταχύτερα από την πανδημία σε σχέση με άλλες συγκρίσιμες οικονομίες, ενώ είναι λιγότερο εκτεθειμένη στους κινδύνους του πολέμου στην Ουκρανία. Τα τουριστικά έσοδα δεν αποκλείει μάλιστα να ξεπεράσουν τους επόμενους μήνες τα επίπεδα του 2019, η βιομηχανική παραγωγή βρισκόταν στο τέλος του α’ τριμήνου 10% υψηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα, ο δείκτης μεταποίησης (PMI) δείχνει ότι η ανάπτυξη αν και επιβραδύνει συνεχίζεται, η ανεργία υποχώρησε κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα, ενώ οι επιπτώσεις από τον υψηλό πληθωρισμό θα μετριαστούν από την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9%. Παράλληλα, μπορεί το τεράστιο δημόσιο χρέος να επισκιάζει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας, το κόστος εξυπηρέτησής του όμως είναι λιγότερο ευαίσθητο στις αυξήσεις των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων σε σχέση σε πολλές άλλες χώρες, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του χρέους βρίσκεται στα χέρια των επίσημων πιστωτών, ενώ και η περίοδος ωρίμασής του ξεπερνά τα 20 χρόνια (με μέσο επιτόκιο 1,5%) έπειτα από την αναδιάρθρωση του 2012, την ώρα που όπως εκτιμά, η Ελλάδα θα ανακτήσει την «επενδυτική βαθμίδα» τουλάχιστον από έναν οίκο αξιολόγησης μέσα στο επόμενο 12μηνο.
Δυναμική εκκίνηση στον τουρισμό
Θετική εμφανίζεται για την ανάπτυξη της Ελλάδας στις νέες της προβλέψεις και η UBS, αναμένοντας τώρα ανάπτυξη 4% εφέτος και 4,7% το 2023, 0,7% και 1,3% υψηλότερα της μέσης εκτίμησης της αγοράς (consensus). Η Ελλάδα είχε μια πολύ δυναμική εκκίνηση στην τουριστική σεζόν, με τα έσοδα να αυξάνονται το πρώτο τρίμηνο κατά 340% σε ετήσια βάση.
Οι καταναλωτικές δαπάνες αναμένεται να ωφεληθούν από τα μέτρα στήριξης που λαμβάνει η κυβέρνηση έναντι του ενεργειακού κόστους (που ισοδυναμούν στο 2,2% του ΑΕΠ), τη συνεχιζόμενη βελτίωση της αγοράς εργασίας και τη δεύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού, την ώρα που η χώρα έλαβε και 3,6 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης τον Απρίλιο.
Η αναθεώρηση προς τα πάνω της στατιστικής επίδρασης βάσης (carry-over) του 2021 στις 2,1 ποσοστιαίες μονάδες από 1,6 ποσοστιαίες μονάδες προηγουμένως και η ισχυρή τριμηνιαία άνοδος του πραγματικού ΑΕΠ το 1ο τρίμηνο 2022, αναμένεται να αντισταθμίσουν σε έναν βαθμό τις πιθανές επιπτώσεις στον ρυθμό μεγέθυνσης του 2022 από τις εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις, παρατηρούσε και η Eurobank.
Οι αρνητικές συνέπειες στην οικονομία από την άνοδο των τιμών ενέργειας και του αυξημένου κόστους παραγωγής των επιχειρήσεων είναι πιθανόν να αποτυπωθούν στα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών του 2ου τριμήνου 2022, με την ανάκαμψη του τουρισμού να αποτελεί πάντως σε έναν βαθμό παράγοντα ανάσχεσης των πιθανών ζημιών.
Αξιοσημείωτη επιτάχυνση
Η ισχυρότερη από την αρχικά εκτιμώμενη αναπτυξιακή επίδοση κατά το 1ο τρίμηνο του 2022, σε συνδυασμό με τις ενθαρρυντικές τάσεις στους επιχειρηματικούς δείκτες υψηλής συχνότητας και τον τουρισμό το 2o τρίμηνο, αποτυπώνουν μια ανθεκτική ανοδική τάση στη δραστηριότητα, εκτίμησε και η Εθνική Τράπεζα, σημειώνοντας πως βάσει των πρώιμων διαθέσιμων πληροφοριών από οικονομικούς δείκτες, δημοσιονομικά στοιχεία και δείκτες κινητικότητας για το 2ο τρίμηνο και παρά την κλιμακούμενη πίεση από τον πληθωρισμό, προοιωνίζεται ετήσια μεγέθυνση πλησίον του 5% το 2ο τρίμηνο, οδηγώντας σε ανοδική αναθεώρηση των εκτιμήσεων για την αύξηση του ΑΕΠ στο 4% στο σύνολο του 2022 (έναντι προηγούμενης εκτίμησης για 3%).
Η αναπτυξιακή επίδοση της ελληνικής οικονομίας κατά το 1ο τρίμηνο του 2022 υπερέβη τις προσδοκίες, σημειώνοντας έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ στην ευρωζώνη της τάξεως του +7,0% ετησίως από 8,1% το 4ο τρίμηνο του 2021 (5,1% κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη). Το ΑΕΠ παρουσίασε αξιοσημείωτη επιτάχυνση σε τριμηνιαία βάση στο +2,3% από 0,8% το 4ο τρίμηνο και +0,3% από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (στοιχεία διορθωμένα για εποχικές επιδράσεις), με την οικονομία να εμφανίζει αντοχές στην πρώτη φάση κλιμάκωσης των πληθωριστικών πιέσεων και στην έξαρση της αβεβαιότητας στα τέλη του 1ου τριμήνου από την εκδήλωση της κρίσης στην Ουκρανία.
Ο ΟΟΣΑ πάντως, στην τελευταία του έκθεση (πριν από τις ανακοινώσεις για την ανάπτυξη του α’ τριμήνου) υποβάθμισε τις εκτιμήσεις του για την Ελλάδα προβλέποντας ανάπτυξη 2,8% το 2022 και 2,5% το 2023, με τον πληθωρισμό στο 8,8% και 3,4% αντίστοιχα. Η άνοδος των παγκόσμιων τιμών, η αυξημένη αβεβαιότητα και η σύσφιγξη των νομισματικών συνθηκών που επηρεάζει περισσότερο από τις άλλες χώρες το κόστος δανεισμού για τη χώρα μας που δεν διαθέτει ακόμη την επενδυτική βαθμίδα, θα αντισταθμιστούν μόνο εν μέρει από τις εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, τη δημοσιονομική στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και την αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων.
Η κληρονομιά των ανισορροπιών
Εκθεση της Κομισιόν εκτιμούσε πως η Ελλάδα παραμένει εκτεθειμένη στην κληρονομιά των ανισορροπιών της, με «ανοιχτές πληγές» το υψηλό δημόσιο χρέος, το υψηλό ποσοστό κόκκινων δανείων, το επίμονο έλλειμμα εξωτερικού ισοζυγίου, την υψηλή ανεργία και τον χαμηλό ρυθμό δυνητικής ανάπτυξης, ενώ έκθεση της ΕΚΤ για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παρατηρούσε επίσης πως το τοξικό κοκτέιλ πληθωρισμού και υψηλών τιμών ενέργειας, απόρροια και του πολέμου, και η αύξηση του κόστους δανεισμού απειλούν την ελληνική ανάπτυξη.
Οι εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις δημιουργούν πάντως εύλογη ανησυχία για τις τελικές αρνητικές συνέπειες στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και στην κατανάλωση των νοικοκυριών, ενώ δοκιμάζουν τις αντοχές των επιχειρήσεων εν μέσω πρωτοφανών αυξήσεων στο κόστος παραγωγής, εκτιμούν αναλυτές της αγοράς, σημειώνοντας ωστόσο πως οι αρνητικές επιδράσεις θα αντισταθμιστούν εν μέρει από την αυξανόμενη απασχόληση και τις μισθολογικές αυξήσεις που θα στηρίξουν μερικώς τα νοικοκυριά.