Ο συνδυασμός της αξιέπαινης πρωτοβουλίας για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας με την πονηρή ιδέα της κυβερνητικής πλευράς να αποβληθούν από τις δημοσιοϋπαλληλικές τάξεις οι κληρικοί προκειμένου να γίνουν 8.000 προσλήψεις νέων δημοσίων υπαλλήλων κατέληξε αναπόφευκτα σε Βατερλό. Ανοιξε όμως θυελλώδεις συζητήσεις για τις σχέσεις των δύο πλευρών. Πυριφλεγείς τοποθετήσεις ορισμένων ιεραρχών ανακινούν εκ νέου και τον προβληματισμό κατά πόσον οι εκπρόσωποι μιας θρησκείας δικαιούνται να ασκούν κριτική για τα έργα και τις ημέρες της κρατικής εξουσίας και όχι μόνο σε ό,τι αφορά θέματα που άπτονται των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Για τους μουσουλμάνους αυτό θεωρείται αυτονόητο δικαίωμα παρεχόμενο από το Κοράνι.
Για τη χριστιανική εκκλησία παραμένει πάντα το ερώτημα: δικαιούται, και ακόμη περισσότερο υποχρεούται, η Εκκλησία να ασκεί κριτική στην κρατική εξουσία, όταν η τελευταία παραβιάζει τις θεϊκές εντολές, όταν ποδοπατεί την ηθική και το δίκαιο, όταν οι αδύνατοι παραμερίζονται χάριν των ισχυρών, όταν κατά τη χριστιανική θρησκεία είναι αμαρτωλή η συμπεριφορά των κρατικών αρχόντων;
Οι βασικές αρχές του λαϊκού κράτους το αποκρούουν και οι αρχές της διάκρισης των εξουσιών επίσης. Επικαλούνται συχνά τη μοναδική υπέρ της άποψης αυτής φράση από τη διδασκαλία του Χριστού «Απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Θεμελιώνουν το απαράδεκτο της εκκλησιαστικής κριτικής απέναντι στην κρατική πρακτική κυρίως στις βασικές αρχές της δημοκρατίας κατά τις οποίες ο λαός εκλέγει αυτούς που τον κυβερνούν και σε ουδένα άλλον πλην του λαού και των λοιπών θεσμικών οργάνων επιτρέπεται να επικρίνει και να αμφισβητεί το έργο τους. Δεν νομιμοποιείται – λένε – σε αυτό η εκ μέρους της Εκκλησίας κριτική και η αντίστασή της στην κρατική εξουσία ταυτίζεται με την εισπήδηση σε αλλότρια έργα. Ετσι – λένε – προκύπτει ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εν ονόματι του Θεού και της θρησκείας. Επειδή σύμφωνα με τις κατοχυρωμένες αρχές της δημοκρατίας, η ελευθερία της γνώμης είναι δικαίωμα και του τελευταίου των πολιτών, η υποδεικνυομένη εξαίρεση της Εκκλησίας από το δικαίωμα αυτό εξηγείται μάλλον από τη δύναμη της επιρροής που διαθέτει και τους κινδύνους που συνεπάγεται αυτό για το πολιτικό σύστημα και ιδιαίτερα για τα επικρινόμενα πρόσωπα.
Ομολογώ ότι δεν έχω μελετήσει θεολογικά και εις βάθος το θέμα. Ούτε τολμώ να πιστεύω ότι μπορώ να προτείνω τη χριστιανικότερη εκδοχή της ορθότερης συμπεριφοράς. Πολύ περισσότερο, που από τα ιερά κείμενα ενίοτε προκύπτουν αντιφάσεις, ως π.χ. η διδασκαλία του Χριστού περί ειρήνης, η προτροπή να αγαπάμε και τους εχθρούς μας και να προσφέρουμε και την άλλη παριάν μας για ράπισμα, ενώ ταυτόχρονα σε άλλη ευαγγελική αναφορά ο Χριστός δηλώνει ότι δεν έφερε την ειρήνην αλλά μάχαιραν.
Στην Ελλάδα επί δεκαετίες απασχολεί σχεδόν τους πάντες αν η Εκκλησία καλώς ασκεί κριτική στην πολιτεία, ενώ άλλοι επικρίνουν την εκκλησία για το ακριβώς αντίθετο. Επειδή π.χ. συχνά αποφεύγει να κρίνει τους εγκληματούντες άρχοντες. Και εδώ η αντίφαση είναι προφανής. Ιδίως όταν και οι δύο απόψεις διατυπώνονται ενίοτε από τους ίδιους σχολιαστές ανάλογα με τις δυστυχώς συχνά μονομερείς ευαισθησίες τους, που δείχνουν να έχουν σχέση με πολιτική σκοπιμότητα και λιγότερο με γνήσια δημοκρατικότητα. Θα αποτολμήσω μερικές αναφορές από την ιστορία και τη διδασκαλία του χριστιανισμού από την αφετηρία του έως σήμερα.
Θα ξεκινήσω από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, ο οποίος ήρθε σε ευθεία σύγκρουση με την τότε κρατική εξουσία, η οποία ασκείτο από τον βασιλιά Ηρώδη και την οικογένειά του. Στα κείμενά του στηλίτευε την αμαρτωλή συμπεριφορά αυτού και της συζύγου του Ηρωδιάδας με κατάληξη να συλληφθεί και να αποκεφαλιστεί. Από θρησκευτικής πλευράς κακώς έκανε αυτή την κριτική; Θα έπρεπε να αφήσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι; Και καλώς κάνουν οι σημερινοί κληρικοί που αποφεύγουν να καταδικάζουν αμαρτωλές συμπεριφορές των συγχρόνων αρχόντων;
Αλλά και ο Χριστός, πέρα από τα όσα με ποικίλους τρόπους ανέλυε για να πείσει ότι είναι ο αναμενόμενος μεσσίας, κατά τα άλλα ολόκληρη σχεδόν η διδασκαλία του περιείχε κοινωνική κριτική και ασταμάτητη καταδίκη των ασκούντων την εξουσία επί του εβραϊκού ποιμνίου τους. Δηλαδή τους γραμματείς και φαρισαίους που δεν ήταν μόνο θρησκευτικοί αλλά και πολιτικοί ηγέτες του λαού τους. Η βαριά φορολογία που γονάτιζε τον λαό, οι αυθαιρεσίες των τελωνών, η ανισοκατανομή του πλούτου, η εκμετάλλευση των οικονομικά αδυνάτων από τους οικονομικά ισχυρούς, η απουσία κοινωνικής πρόνοιας και συμπαράστασης προς τους αρρώστους, τις χήρες και τα ορφανά ήταν επισημάνσεις του Χριστού που κρίνουν την πολιτική και τους πολιτικούς. Πρόκειται για πολιτική κριτική, έστω και αν έχει ως αφετηρία τις 10 Εντολές και την κοινωνική ηθική της εποχής. Μήπως η κριτική αυτή με την κρατούσα σήμερα αντίληψη είναι δημοκρατικά ανεπίτρεπτη; Μήπως απορρίπτεται όχι γιατί δεν συνάδει προς τη χριστιανική διδασκαλία, αλλά επειδή ενοχλεί τους άρχοντες και υπονομεύει την αξιοπιστία τους, η οποία στηρίζεται στο ότι «έξωθεν μεν φαίνονται στους ανθρώπους δίκαιοι, μέσα τους δε είναι γεμάτοι από υποκρισία και ανομία».
Αλλά ανάλογο είναι στην πράξη και το ιερό κατά τη χριστιανική θρησκεία παράδειγμα των πρώτων χριστιανών και έως την αναγνώριση της χριστιανικής θρησκείας από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αντίσταση κατά της κρατικής βίας προέταξαν. Αρνήθηκαν να συμμορφωθούν προς την έννομη τάξη, που τους επέβαλλε να αναγνωρίζουν ως θεό τον Καίσαρα, να θυσιάζουν στο δωδεκάθεο, να αποκηρύσσουν την πίστη τους για να ανακτήσουν την ελευθερία τους και να μη θανατωθούν στο Κολοσσαίο. Από θρησκευτικής πλευράς κακώς έκαναν που δεν συμμορφώθηκαν προς την τότε έννομη τάξη και την κρατική εξουσία; Κακώς τιμώνται ως μάρτυρες και θεωρούνται άγιοι;
Αλλά και σε μεταγενέστερους χρόνους τιμήθηκαν και ανακηρύχθηκαν άγιοι πολλοί αναμετρηθέντες με την κρατική εξουσία. Χαρακτηριστικό και προβεβλημένο παράδειγμα ο Μέγας Ιεράρχης Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Είναι πασίγνωστα τα εμπρηστικά κηρύγματά του κατά της αυτοκράτειρας Ευδοξίας από του άμβωνος της Αγίας Σοφίας ως Οικουμενικού Πατριάρχη. «Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ορχείται, πάλιν την κεφαλήν του Ιωάννου επί πίνακος αιτείται» κατήγγελλε συσχετίζοντας την περίπτωσή του με του Ιωάννη του Προδρόμου. Και την κεφαλήν του μεν δεν υπήρξε Σαλώμη για να τη ζητήσει να της την προσφέρουν στο πιάτο. Ομως καθαιρέθηκε από Πατριάρχης και εστάλη στην εξορία. Οχι για θεολογικούς λόγους αλλά επειδή έκανε κριτική στην εξουσία ανταποκρινόμενος στη χριστιανική διδασκαλία.
Αλλά και στην εποχή μας είναι αρκετά τα παραδείγματα εκπροσώπων του χριστιανισμού που ύψωσαν τη φωνή τους και διακινδύνευσαν την ελευθερία και τη ζωή τους πιστεύοντας ότι ανταποκρίνονται στη χριστιανική τους αποστολή. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του επισκόπου Ντέσμοντ Τούτου στη Νότια Αφρική, που πολέμησε με το κήρυγμα και τις πράξεις του τους κυβερνώντες στη χώρα του και το τότε ισχύον απαρτχάιντ. Το ίδιο ίσχυσε και για τον Αρχιεπίσκοπο Ρεσίφε της Βραζιλίας Χέλντερ Κάμαρα ο οποίος τα έβαλε με τους δικτάτορες της χώρας του για την κοινωνικά άδικη διακυβέρνησή τους και για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πλήθος είναι επίσης οι επίσκοποι και άλλοι ιερωμένοι της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά και της Ορθόδοξης (π.χ. ο Κοσμάς ο Αιτωλός), οι οποίοι δεν δίστασαν να ασκήσουν δριμεία κριτική κατά εκείνων που κυβερνούσαν τις χώρες τους και να κατέβουν στο πεζοδρόμιο θυσιάζοντας ακόμα και τη ζωή τους προς χάριν του ποιμνίου τους, όπως πλήθος νεομαρτύρων της ορθοδοξίας σφαγέντων από τους μουσουλμάνους τούρκους. Εκαναν πολιτική ή ανταποκρίθηκαν στη χριστιανική διδασκαλία; Αλλωστε ο ίδιος ο Χριστός είχε προαναγγείλει ότι τους επιφυλάσσονταν διώξεις, μαρτύρια και ο θάνατος. Πιο πρόσφατα στηλιτεύτηκε η Καθολική Εκκλησία της Πολωνίας η οποία συντάχθηκε με το εργατικό συνδικάτο της Αλληλεγγύης του Λεχ Βαλέσα. Και ευλόγως αφού από εκεί ξεκίνησε το ξήλωμα των καθεστώτων του απάνθρωπου μαρξιστικού-λενινιστικού ολοκληρωτισμού, ο οποίο κατέρρευσε τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Φυσικό ήταν στο στόχαστρό τους να βρεθεί από την πρώτη στιγμή και ο Πάπας Ιωάννης-Παύλος ο Β’ ο οποίος εξαπέλυσε εκστρατεία κατά των ανελεύθερων κομμουνιστικών καθεστώτων συμβάλλοντας μάλιστα ουσιαστικά στην κατάρρευσή τους. Για τον ίδιο λόγο γίνεται με δυσφορία δεκτή η έντονη κριτική από πλευράς χριστιανικής Εκκλησίας των συνεπειών τής χωρίς φραγμούς και ηθικούς κανόνες παγκοσμιοποίησης και κατά του παραμερισμού και αγνόησης από την χάρτα των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου των χριστιανικών θεμελίων του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της ιστορίας της Ευρώπης που είναι συνυφασμένη εδώ και 2.000 χρόνια με τη χριστιανική θρησκεία όλων των δογμάτων και υπήρξε ανάχωμα κατά της πλήρους κατακτήσεώς της από τους μουσουλμάνους άραβες και την επίσης μουσουλμανική οθωμανική αυτοκρατορία. Αν αυτή συνέβαινε, το αποτέλεσμα θα ήταν ο αφανισμός του χριστιανισμού και των αξιών του και η ματαίωση της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, που επέβαλε τον σεβασμό στις θεμελιώδεις ανθρώπινες αξίες και τις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες, άγνωστες στον μουσουλμανισμό.
Τεράστιο το θέμα, δύσκολος ο χειρισμός του, εύκολο να παρεξηγηθούν οι όποιες κατ’ ανάγκη ενδεικτικές και επιλεγμένες αναφορές, πολύ περισσότερο που η ιστορία και του χριστιανισμού έχει και αυτή ουκ ολίγα σκοτεινά σημεία και σελίδες αντίθετες προς τη χριστιανική διδασκαλία, για τις οποίες κατ’ επανάληψη έχει ζητηθεί συγγνώμη από σύγχρονες χριστιανικές ηγεσίες.
Από τα προαναφερθέντα μπορεί να προκύπτει ότι η χριστιανική Εκκλησία όχι μόνο έχει δικαίωμα αλλά και καθήκον να παρεμβαίνει στην πολιτική ζωή για να υπερασπιστεί τις αξίες πάνω στις οποίες έχει θεμελιωθεί και για τις οποίες ο ίδιος ο Χριστός παρότρυνε τους αποστόλους του να αγωνισθούν και να αποδεχθούν τις διώξεις και τα μαρτύρια που υπέστησαν. Ομως νομίζω ότι εδώ αυτό θα έπρεπε να συνοδεύεται απαρέγκλιτα από σεβασμό προς την κορυφαία εντολή του ιδρυτή της χριστιανικής θρησκείας: την αγάπη προς τον πλησίον ακόμη και αν είναι ο εχθρός μας. Δυστυχώς ζούμε συχνότατα πρακτικές μισαλλοδοξίας, φανατισμό σε βάρος του αντιθέτου, ακόμα και αν είναι χριστιανός αλλόδοξος, με επίκληση θεολογικών επιχειρημάτων δυσνόητων, ανούσιων και τελικά υπονομευτικών της αγάπης που απαιτεί από όλους ο Χριστός.
Η θερμή συζήτηση που άνοιξε εξαιτίας της επιπόλαιας πρωτοβουλίας του κ. Τσίπρα παρασύροντας απερισκέπτως και τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο δικαιολογεί νομίζω και τους προβληματισμούς που εξέθεσα και που πυρήνας τους υπήρξε σχετική εισήγησή μου στον Γ’ Διάλογο μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης στις 8 Ιουνίου 2001 όταν ήμουν ευρωβουλευτής.