Η εγκληματολογική επιστήμη και η ιατροδικαστική βασίζονται σε ένα σύνολο επιστημονικών αρχών και τεχνικών μεθόδων με σκοπό να βοηθήσουν σε ζητήματα νομικών διαδικασιών, όπως ποινικές, αστικές ή διοικητικές έρευνες. Επιδιώκουν να βοηθήσουν στην απόδειξη της ύπαρξης ή της προηγούμενης εμφάνισης γεγονότων νομικού ενδιαφέροντος, όπως ένα έγκλημα. Η επιστήμη της εγκληματολογίας, ειδικότερα, βοηθά τους διάφορους συμμετέχοντες στο δικαστικό σύστημα, όπως ανακριτές, εισαγγελείς και φορείς λήψης αποφάσεων εν γένει, στην εξέταση γεγονότων που σχετίζονται με πρόσωπα ενδιαφέροντος και ανακαλυφθέντα ίχνη. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την ανάλυση της φύσης των υγρών και άλλων υλικών, όπως ίνες από υφάσματα ή ρούχα, χειρόγραφα έγγραφα, γυαλιά και θραύσματα μπογιάς ή χρωμάτων. Η ιατροδικαστική, με τη σειρά της, βοηθά το δικαστικό σύστημα προσφέροντας πληροφορίες σε διάφορους τομείς, όπως η αιτία θανάτου και η εκτίμηση της ηλικίας των εν ζωή ατόμων. Γενικότερα, οι διάφοροι επιστημονικοί τομείς της εγκληματολογίας ενδιαφέρονται για αντικείμενα όπως η διερεύνηση εγκλημάτων και η άμεση εξέταση θυμάτων ή/και υπόπτων (ζωντανών ή νεκρών) καθώς και για τα αποδεικτικά στοιχεία και ίχνη που προκύπτουν από τις ενέργειές τους. Με άλλα λόγια, η επιστήμη της εγκληματολογίας βοηθά στην ανασύνθεση προηγούμενων γεγονότων δικαστικής σημασίας που είναι άγνωστα σε εμάς. Συνεπώς, επιβάλλεται να ασχολείται με τη θεμελιώδη έννοια της αβεβαιότητας. Η φυσική απάντηση στην αβεβαιότητα είναι η αναζήτηση περισσότερων πληροφοριών. Φυσικά, αυτό περιλαμβάνει την εξέταση και συγκριτική ανάλυση του λεγόμενου «αποδεικτικού υλικού» (δηλαδή, ίχνη DNA, τοξικές ουσίες, ευρήματα σκηνής του εγκλήματος, απεικόνιση δεδομένων κ.λπ.) που ακολουθείται από αξιολόγηση της αποδεικτικής ισχύος αυτών των επιστημονικών ευρημάτων εντός του συγκεκριμένου πλαισίου τού υπό διερεύνηση συμβάντος.
Ωστόσο, σε όλη την ιστορία της εγκληματολογικής επιστήμης, συμπεριλαμβανομένων των πιο πρόσφατων περιόδων, προέκυψαν σημαντικές προκλήσεις από την ανακάλυψη περιπτώσεων δικαστικής πλάνης στις οποίες τα επιστημονικά ευρήματα έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Αυτές οι υποθέσεις δημιουργούν μια συνεχή και σοβαρή ροή συζητήσεων σχετικά με την κατάσταση ορισμένων τομέων της εγκληματολογικής πρακτικής σε σχέση με τα επιστημονικά πρότυπα αξιοπιστίας. Ταυτόχρονα, πολλά δικαστήρια σε όλα τα νομικά συστήματα έχουν επανειλημμένα τονίσει την ανάγκη οι ασκούμενοι επιστήμονες να παρακολουθούν ακατάπαυστα την πρόοδο του τομέα εξειδίκευσής τους. Ακόμα πιο σημαντικό όμως είναι το γεγονός ότι οι επιστήμονες πρέπει να εξετάσουν εξονυχιστικά τόσο τη λογική που διέπει τους διάφορους τομείς πρακτικής εφαρμογής όσο και τους τρόπους με τους οποίους αξιολογούνται και παρουσιάζονται τα επιστημονικά αποτελέσματα στο συγκεκριμένο πλαίσιο.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος