Υστερα από μία δεκαετία χρηματοοικονομικής κρίσης την οποία η παγκόσμια οικονομία ξεπέρασε με κόπους, θυσίες και άφθονο φθηνό χρήμα από τις κεντρικές τράπεζες, ο κόσμος εισήλθε, δυστυχώς, και πάλι σε εποχή μεγάλης αβεβαιότητας.

Το πανδημικό σοκ διαδέχθηκε το πολεμικό σοκ, το οποίο είναι βαρύ για ολόκληρη την ευρωπαϊκή οικονομία και για την Ελλάδα. Οι προσδοκίες για διατήρηση των ισχυρών αναπτυξιακών προοπτικών υποχώρησαν και οι πληθωριστικές πιέσεις ενισχύθηκαν, ανεβάζοντας τα επίπεδα πληθωρισμού σε Αμερική και Ευρώπη στα υψηλότερα των τελευταίων τριών-τεσσάρων δεκαετιών.

Στη χώρα μας ο πληθωρισμός ξεπέρασε το 11%, έφθασε στα επίπεδα του 1994, σε εποχές που η Ελλάδα προσπαθούσε να συντονιστεί με τους στόχους του Μάαστριχτ για την επιδιωκόμενη τότε ένταξή της στην προπαρασκευαζόμενη ευρωζώνη. Η αναζωπύρωση του πληθωρισμού ξύπνησε, πέραν των άλλων, και τον εφιάλτη του χρέους για τη χώρα μας.

Η υιοθέτηση αντιπληθωριστικής νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η σταδιακή αύξηση των επιτοκίων που επελέγη εκτίναξαν και τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων σε επίπεδα υψηλότερα του 4%, αναδεικνύοντας νέους κινδύνους, επαναφέροντας και πάλι στο προσκήνιο πολιτικές δημοσιονομικής σταθερότητας.

Δαπάνες – ελλείμματα

Πλέον η ανέμελη εποχή του φθηνού χρήματος και της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής που βοήθησε τη χώρα να ξεπεράσει τις συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού παρήλθε οριστικά και αμετάκλητα.

Από εδώ και πέρα οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν θα μπορούν να ξοδεύουν αφειδώς, παρά να μετρούν και να ξαναμετρούν τις δαπάνες τους ώστε να έχουν υπό έλεγχο τόσο τα ελλείμματα όσο και τις ετήσιες δανειακές ανάγκες.

Ακόμη όμως και υπό αυτές τις συνθήκες η ελληνική οικονομία συνεχίζει να ανακάμπτει με ατμομηχανή την τουριστική βιομηχανία που ανθεί και, το κυριότερο, διαθέτει τα «όπλα» εκείνα που μπορούν να ανακόψουν τις υφεσιακές πιέσεις.

Διαθέσιμα €90 δισ.

Η Ελλάδα θα επωφεληθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το ΕΣΠΑ 2021-2027 και κεφάλαια της ΕΤΕπ, με συνολικά περίπου 90 δισ. € διαθέσιμα τα επόμενα πέντε χρόνια. Αυτά τα κεφάλαια, μαζί με τα κινητοποιούμενα ιδιωτικά και τραπεζικά κεφάλαια, έχουν τη δυνατότητα όχι μόνο να παρέχουν μεγάλη ρευστότητα, αλλά και να ενεργοποιήσουν τον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδας προς την κατεύθυνση βιώσιμης ανάπτυξης βασισμένης σε εξαγωγές και επενδύσεις.

Επιπρόσθετα η οικονομία απολαμβάνει μια πολύ άνετη θέση ρευστότητας: περίπου 34 δισ. ευρώ νέων καταθέσεων συσσωρεύτηκαν μέσα στην πανδημία με τη βοήθεια των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης, το κράτος έχει μαξιλάρι ρευστότητας περί τα €38 δισ. ευρώ, ενώ ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου συνολικού ύψους 38,5 δισ. ευρώ θα επανεπενδύονται ευέλικτα στο Πανδημικό Πρόγραμμα Ρευστότητας της ΕΚΤ μέχρι το τέλος του 2024.

Η εμπιστοσύνη

Παρά ταύτα, από όλους τους ειδικούς – πολιτικούς, καθηγητές, ερευνητές – επισημαίνεται η ανάγκη ελέγχου του δημοσιονομικού ελλείμματος και επιστροφής σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023, ώστε να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των αγορών, μέχρι η Ελλάδα να φτάσει (μετά την έξοδο από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας τον Αύγουστο) στον επόμενο στόχο, που δεν είναι άλλος από την ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας για την οικονομία.