Στη σημερινή εορταστική του έκδοση «Το Βήμα» τιμά και συγχρόνως υπενθυμίζει στο αναγνωστικό του κοινό τους ξεχωριστούς εκείνους Ελληνες για τους οποίους η επερχόμενη χρονιά σηματοδοτεί έναν αιώνα από τη γέννησή τους. Ενας από αυτούς είναι και ο Μανόλης Ανδρόνικος που γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1919 στην Προύσα της Μικράς Ασίας από πατέρα καταγόμενο από τη Σάμο και μητέρα από την Ιμβρο.
Η συγκυρία αυτή τον έκανε να αισθάνεται Αιγαιοπελαγίτης, αν και ο τόπος με τον οποίο δέθηκε άρρηκτα είναι, χωρίς αμφιβολία, η Θεσσαλονίκη. Την πρωτογνώρισε σε ηλικία περίπου τριών χρόνων, όταν η οικογένειά του, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαταστάθηκε σε μια προσφυγική γειτονιά στα δυτικά της πόλης. Από τότε και έως τον θάνατό του (30.3.1992) δεν εγκατέλειψε ποτέ τη Θεσσαλονίκη, στα πολιτιστικά τεκταινόμενα της οποίας συμμετείχε μάλιστα ενεργά. Από το Πανεπιστήμιό της αποφοίτησε (1940), στο ίδιο Πανεπιστήμιο εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή (1952) και την υφηγεσία (1957), στο Πανεπιστήμιο αυτό έγινε καθηγητής (1961), για να παραιτηθεί πρόωρα (1983) θέλοντας να αφιερωθεί απερίσκεπτα στη μελέτη και δημοσίευση των συναρπαστικών του ευρημάτων στη Βεργίνα.
Το μεγαλύτερο κενό απουσίας του από την πόλη παρατηρείται στα χρόνια της Κατοχής. Για τον νεαρό πτυχιούχο της Φιλοσοφικής Σχολής ήταν αβάσταχτη η χιτλερική κατοχή. Ετσι το 1941 σκοπίμως επιλέγει να διδάξει στο Γυμνάσιο του ακριτικού Διδυμοτείχου, με απώτερο στόχο να περάσει τα ελληνοτουρκικά σύνορα, πράγμα που το κατορθώνει την αμέσως επόμενη χρονιά. Κατατάσσεται στον ελληνικό στρατό της Μέσης Ανατολής λαμβάνοντας μέρος ως λοχίας σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη το 1945 και αφού περνά σύντομα από την ιδιωτική εκπαίδευση, διορίζεται το 1949 επιμελητής αρχαιοτήτων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. (Την ίδια χρονιά παντρεύεται τη φιλόλογο Ολυμπία Κακουλίδου.)
Γνήσια ηθική προσωπικότητα
Ο Μανόλης Ανδρόνικος υπήρξε ξεχωριστός αρχαιολόγος, εξαίρετος δάσκαλος, μια σημαντική πνευματική μορφή του τόπου, μια γνήσια φιλελεύθερη και ηθική προσωπικότητα. Είχε την τύχη να μαθητεύσει κοντά σε δύο σπουδαίους δασκάλους, τον Κωνσταντίνο Ρωμαίο στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και τον Sir John Beazley στην Οξφόρδη (1954-55), προς τους οποίους έτρεφε απεριόριστο σεβασμό και βαθιά εκτίμηση.
Οπως έλεγε, και οι δυο τους ήταν κάτοχοι «μιας αληθινής σοφίας». Επιπροσθέτως η σχέση του με τον Ρωμαίο ήταν εκείνη που τον έφερε, ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια, στη Βεργίνα, έναν αρχαιολογικό χώρο που, τέσσερις δεκαετίες αργότερα με τα συγκλονιστικά του ευρήματα θα τον κάνει γνωστό σε όλη την υφήλιο. Με τις ανασκαφές του αυτές και τις σχετικές δημοσιεύσεις του, οι γνώσεις μας για την αρχαία Μακεδονία εμπλουτίστηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό και είχαν ως συνέπεια, εκτός των άλλων, να επιβεβαιωθεί τελεσίδικα και η ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων. Ο Nicolas Hammond, ένας βαθύς γνώστης της ιστορίας της Μακεδονίας, είπε για αυτόν: «Ηταν εξαιρετικός ανασκαφέας, μελετητής… που ανέτρεψε άρδην την αντίληψή μας για την αρχαία Μακεδονία σε τέτοιον βαθμό που ποτέ δεν θα υπάρξει όμοιός του».
Η τότε πολιτική ηγεσία του τόπου, με σύνεση, έδρασε αποτελεσματικά και με διακριτικότητα. Εκτός από την οικονομική στήριξη που έδωσε στον πανεπιστημιακό ανασκαφέα, του παρέσχε και ασπίδα προστασίας από ποικίλα… οίκοθεν κτυπήματα (…μεσαιωνικές γαρ και με ποικίλες αγκυλώσεις οι δομές των αρχαιολογικών πραγμάτων του τόπου). Εκρινε επίσης σωστά ότι με τα αβίαστα πορίσματα των ανασκαφών αυτών είναι δυνατόν να κερδηθεί ένα τουλάχιστον μέρος του χαμένου, εξαιτίας εσφαλμένων πολιτικών, εδάφους σε ό,τι αφορά τη διεθνή προβολή του «μακεδονικού ζητήματος». Την έως τότε ελληνική πολιτική πάνω στο μείζον αυτό θέμα την αποδίδει, σε γενικές γραμμές, η φράση: «Για εμάς δεν υφίσταται μακεδονικό ζήτημα». Ουσιαστικά επρόκειτο για μια αδρανή πολιτική, αφού δεν προέβλεπε δράσεις ικανές να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την προπαγάνδα των σκοπιανών γειτόνων μας, που για πολλά χρόνια τη διοχέτευαν, σχεδόν μονοπωλιακά θα έλεγα, στον Καναδά, στην Αυστραλία και σε άλλα μέρη.
Γοητευτικός δάσκαλος
Το σύνολο των ερευνητικών εργασιών του Ανδρόνικου που αναφέρεται στη Βεργίνα, όπως και το υπόλοιπο επιστημονικό συγγραφικό του έργο – σημαντικό, καθώς αναφέρεται σε διάφορους τομείς του αρχαίου κόσμου -, χαρακτηρίζεται από καθαρή σκέψη και αυστηρή μέθοδο. Σε αυτό εύκολα διαπιστώνει ο ειδικός τα όρια ανάμεσα στις ατεκμηρίωτες υποθέσεις και στα συμπεράσματα που συνάγονται βάσει των δεδομένων. Ορισμένα έργα του, όπως το Totenkult (Λατρεία νεκρών) στη σειρά «Archaeologia Homerica» (Ομηρική Αρχαιολογία), που κυκλοφόρησε το 1968, συγκαταλέγεται ανάμεσα στα «κλασικά» έργα των αρχαιογνωστικών σπουδών.
Ως δάσκαλος ήταν γοητευτικός και σαγήνευε το ακροατήριό του με την αμεσότητα και την απλότητα του λόγου του που δεν χρησιμοποιούσε στομφώδεις εκφράσεις. Δεν έδινε έμφαση στην απαρίθμηση γεγονότων και χρονολογιών και συχνά εμπλούτιζε τη διδασκαλία του με αναφορές στη σύγχρονη εποχή.
Γνήσια πνευματικός άνθρωπος είχε περίσσια γνώση την οποία αντλούσε και από άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες, όπως π.χ. τη λογοτεχνία και ειδικότερα την ποίηση (αγαπούσε ιδιαίτερα τον Παλαμά, τον Σεφέρη και τον Ελύτη), αλλά και την τέχνη. Οταν κλήθηκε να διδάξει μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης στους φοιτητές της Φιλοσοφικής και της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΑΠΘ, το έκανε με ξεχωριστή επιτυχία. Καλλιέργησε με συνέπεια τις ανθρωπιστικές σπουδές, συνδυάζοντας την οξεία ματιά του ειδικού με το ευρύ πνεύμα του διανοουμένου, ενώ ως ενεργός πολίτης που αγωνιζόταν για το καλό της χώρας του παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς τα πολιτικά, εκπαιδευτικά, πολιτιστικά τεκταινόμενα του τόπου παρεμβαίνοντας συχνά σε αυτά και με τις επιφυλλίδες του στο «Βήμα».
Η μεγάλη μέρα τα δικά του λόγια
«Αν σήµερα αποφασίζω να σχεδιάσω από µνήµης αυτή την ιστορία, είναι γιατί καταλαβαίνω πως αξίζει τον κόπο να αναλογιστώ κι εγώ ο ίδιος τον δρόμο που έκανα και να δώσω στους άλλους τις πληροφορίες που θεωρούν χρήσιμες.
Πήρα το τσαπάκι της ανασκαφής, που έχω µαζί µου από το 1952, έσκυψα στον λάκκο και άρχισα να σκάβω µε πείσµα και αγωνία το χώµα κάτω από το κλειδί της καμάρας. Ολόγυρα ήταν μαζεμένοι οι συνεργάτες μου. Συνέχισα το σκάψιμο και σε λίγο ήμουν βέβαιος. Η πέτρα του δυτικού τοίχου ήταν στη θέση της, απείραχτη, στέρια. Είναι ασύλητος! Είναι κλειστός! Ημουν ευτυχισμένος βαθιά. Είχα λοιπόν βρει τον πρώτο ασύλητο µακεδονικό τάφο. Εκείνη τη στιγμή δεν ενδιαφερόμουν για τίποτε άλλο…
Οπωσδήποτε, συλλογιζόµουν, µέσα στη σαρκοφάγο πρέπει να κρύβεται μια ωραία έκπληξη. Η μόνη δυσκολία που συναντήσαμε ήταν πως την ώρα που ανασηκώναμε το κάλυμμα, είδαμε καθαρά πια το περιεχόμενο και έπρεπε να μπορέσουμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, μόλο που τα μάτια μας είχαν θαμπωθεί απ’ αυτό που βλέπαμε και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει από συγκίνηση. Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μια ολόχρυση λάρνακα.
(Μανόλης Ανδρόνικος, «Το χρονικό της Βεργίνας», έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 1997)
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι ακαδημαϊκός, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.