Η μεγάλη απόφασή της είχε φορέση κιόλας τον τραγικό φωτοστέφανο της ιστορίας. Αυτό το σπαθί που ‘χε αστράψει τόσες φορές μπροστά στα τάγματα της μεγάλης στρατιάς του Κορσικανού, θα το τραβούσε απ’ το θηκάρι τώρα, με το μοναχό χέρι που τ’ άφησαν οι γαλλικές οβίδες στη μάχη της Λειψίας, για να ελευθερώσει το έθνος του απ’ τη σκλαβιά στον Τούρκο. Κι ήθελε να μιλήση γι’ αυτό απόψε στον αυτοκράτορα. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δεν ήταν απλός υπασπιστής του τσάρου Αλεξάνδρου του Πρώτου. Οι δυο αυτοί Αλέξανδροι, που ‘παιξαν ρόλο στην ιστορία μας, ύστερ’ από το Μακεδόνα, ήτανε φίλοι. Ο κληρονόμος των σχεδίων της Μεγάλης Αικατερίνης -αλλά μόνον αυτών, εννοείται- κολακευότανε να ‘χει κοντά του έναν απόγονο του μεγάλου Υψηλάντη, του Κωνσταντίνου, του λεγομένου Ξιφιλίνου, του αυλάρχη των Κομνηνών, γαμπρού του αυτοκράτορος Εμμανουήλ του Γ΄. Οι ρίζες της γενιάς του κρατούσαν από τη βυζαντινή αριστοκρατία του 1200. Οι Υψηλάντηδες -όπως κι οι Μουρούζηδες- ήταν απ’ τις παλατιανές οικογένειες που ακολούθησαν τον Αλέξιο Κομνηνό Δούκα, όταν η Κωνσταντινούπολις έπεσε στα χέρια των Λατίνων, για να ιδρύσουν την αυτοκρατορία της Τραπεζούντος. Κατοικούσαν τα Υψηλά, ένα προάστιο, που τ’ όνομά του είχε πάρει απ’ αυτούς. Είχαν φθάσει να συγγενέψουν με τους Κομνηνούς, γιατί πρόσφεραν στην αυτοκρατορία μεγάλες στρατιωτικές υπηρεσίες, στους πολέμους με τους Τούρκους, ως το 1461, όταν ο Μωάμεθ ο Β΄ παίρνοντας την Τραπεζούντα σκότωσε τον αυτοκράτορα Δαβίδ και τα έξι παιδιά του. Οι Υψηλάντηδες -όπως κι οι Μουρούζηδες- γύρισαν τότε πάλι στην Κωνσταντινούπολη. Οι καιροί τούς έκλειναν το στρατιωτικό στάδιο. Έβαλαν το σπαθί στη θήκη κι επήραν το χαρτοφύλακα του διπλωμάτη. Έδιναν στο διβάνι διερμηνείς, υπουργούς, ηγεμόνες για τη Βλαχία και τη Μολδαβία. Μα σ’ όλη τη δραματική ζωή τους, που πέρναγε ανάμεσα σε δυο λάμψεις, των τιμών του σουλτάνου και του σπαθιού του δημίου, ποτέ δεν έχασαν από τα μάτια τους την Ελλάδα: Την υπηρετούσαν με το μυαλό τους και με το αίμα τους. Ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης, τελευταίος από τους ηγεμόνες που ‘δωσεν η οικογένεια, ο πατέρας του Αλεξάνδρου, ύστερ’ από μια περιπέτεια που δεν ενδιαφέρει να ιστορηθεί εδώ, βρέθηκε παυμένος από το αξίωμα, πρόσφυγας στη Ρωσία με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Είχεν εγκαταστήσει τους άλλους στο Κίεβο· τον Αλέξανδρο τον έφερε στην Πετρούπολη να τελειοποιήσει τις σπουδές του. Την τελευταία στιγμή που τον άφηνε στη ρωσική πρωτεύουσα, για να μη τον ξαναϊδεί ποτέ πια, του είχε πει, σα συμπέρασμα στις αιώνιες ομιλίες που είχαν για την τύχη του έθνους:

― Παιδί μου, ποτέ μην ξεχάσεις πως οι Έλληνες μόνο από τα χέρια τους πρέπει να περιμένουν την ελευθερία τους.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω