Οταν άνοιξε η συζήτηση για τις εφαρμογές ιχνηλάτησης επαφών στις αρχές Μαρτίου, φάνταζαν το ιδανικό εργαλείο ανάκτησης μιας νέας κανονικότητας. Με την κρίση στην Ευρώπη να κορυφώνεται και τα πρώτα contact-tracing apps να κάνουν την εμφάνισή τους σε Σιγκαπούρη, Ισραήλ, Χονγκ Κονγκ, Ταϊβάν, ο κίνδυνος για την ιδιωτικότητα έγινε ορατός. Η προσπάθεια χάραξης ενιαίας ευρωπαϊκής γραμμής που θα διασφαλίζει την προστασία της δημόσιας υγείας και της ιδιωτικής ζωής ξεκίνησε, αλλά σχεδόν αμέσως εκτροχιάστηκε. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις και το πρόταγμα – για ακόμα μία φορά – των εθνικών πολιτικών δημιούργησαν χάσμα, δικαιώνοντας όσους βλέπουν έλλειμμα ηγεσίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η συζήτηση για τη μετά COVID-19 κανονικότητα στην Ευρώπη έχει ως επί το πλείστον μετατοπιστεί στο debate για την ψηφιακή ιχνηλάτηση επαφών, παρά σε μια ολοκληρωμένη θεώρηση της επανεκκίνησης, τη στιγμή που θέματα όπως η τηλεργασία, η τηλεκπαίδευση και η θεσμική τους θωράκιση παραμένουν ανοιχτά. Η στρατηγική της ΕΕ έχει στο επίκεντρο τα ανωνυμοποιημένα δεδομένα. Η Κομισιόν όμως περιορίστηκε σε συστάσεις για εθελοντική χρήση των apps ιχνηλάτησης. Ο ευρωπαίος επίτροπος Δικαιοσύνης Didier Reynders, απαντώντας σε ανησυχίες περί κρατικής παρακολούθησης, τόνισε ότι «οι εφαρμογές θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο κατά τη διάρκεια της κρίσης και να απενεργοποιούνται μόλις τελειώσει η πανδημία».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.