Ο Μενέλαος Λουντέμης είναι σίγουρα ένας πολυδιαβασμένος συγγραφέας. Το γνωστότερο μυθιστόρημά του «Ενα παιδί μετράει τα άστρα» έχει σημειώσει χιλιάδες εκδόσεις από το 1956 που πρωτοδημοσιεύθηκε. Η αγωνία του Μέλιου και η δίψα του για μάθηση, η προσπάθειά του να ξεφύγει με τη μόρφωση από τη στέρηση και τη φτώχεια, έχει συγκινήσει και εμπνεύσει πολλές γενιές αναγνωστών και έχει ανέβει πολλές φορές με επιτυχία στο θεατρικό σανίδι. Εξίσου δημοφιλή είναι και τα μυθιστορήματα με τους ποιητικούς τίτλους «Οι κερασιές θα ανθίσουν και φέτος», «Συννεφιάζει», «Οδός Αβύσσου αριθμός 0», «Το ρολόι του κόσμου χτυπά μεσάνυχτα» κ.ά. Ωστόσο, είναι ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα έργα του αυτό που με ενέπνευσε να αποτολμήσω να γράψω κάτι δικό μου: η «Εκσταση» που βρήκα στη βιβλιοθήκη του παππού μου. Δημοσιευμένη το 1943 αυτή η «μυθοφαντασία» αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον ρεαλισμό και το όνειρο και από την πρώτη στιγμή με μάγεψε με το φιλοσοφικό της υπόβαθρο και τα επιμέρους θέματα που θέτει. Κάπως έτσι λοιπόν προέκυψε το διήγημα που ακολουθεί. ***** Νυχτερινό Είδωλο Του Αντώνη Μακατουνάκη 24.00⋅ 13 Δεκεμβρίου, Γιατί απόψε με εγκατέλειψε Και κάθε απόψε εγκαταλείπω τον εαυτό μου. Απόψε θα αργήσει να ξημερώσει. Το ξυπνητήρι σάλεψε. Είναι ακόμα ημέρα. Εχει έρθει η ώρα να οχυρωθώ από τη Νύχτα. Πλέον έχει γίνει συνήθεια, κάθε 13 Δεκεμβρίου να χτίζω το οχυρό μου. Αυτό θαρρείς συμβαίνει τα τελευταία 8 χρόνια⋅ μπορεί και 10, δεν θυμάμαι και δεν έχει σημασία. Τα πάντα πριν είναι θολά, σβησμένα από το οξύ της λήθης και καλυμμένα από τη σκόνη της επιλογής. Ενώ όλα μετά είναι ασήμαντα, τόσο που μετά βίας θα καταλάβαινα αν μία εβδομάδα διαφέρει περισσότερο από έναν μήνα ή από μία ζωή. Η Νύχτα και φέτος είναι ήρεμη. Σαν κάθε στοιχείο, από τον άνεμο μέχρι τον ταπεινό γρύλο, να έχει αποσυρθεί, παραδίδοντας τα ηνία της Νύχτας στο Ερεβος του ουράνιου θόλου. Κι όμως θα ορκιζόμουν πως αυτές οι Νύχτες, οι τόσο ήρεμες, σχεδόν νεκρές, είναι οι πιο βίαιες. Γιατί Νύχτες σαν και αυτές ο ουρανός γίνεται καθρέφτης, καθρέφτης κάθε αλήθειας που βαραίνει τις ψυχές μας. Και απόψε ο αντικατοπτρισμός της δικής μου αλήθειας με τρομάζει. Ετσι, κλείνω κάθε κουρτίνα του σπιτιού, προστατεύοντας τον εαυτό μου από τη Νύχτα και την αλήθεια που κουβαλάει. Κάθομαι στον καναπέ. Κοιτάω κατάματα τη σβηστή τηλεόραση. Σε ένα σπίτι που έχω καλύψει κάθε καθρέφτη με πέπλο, πέπλο τύψεων και φόβου, μου φαίνεται περίεργη η παραμορφωμένη μου αυτή αντανάκλαση. «Γέρασα», παραδέχτηκα. Αυτοί οι τοίχοι, οι με τόση μανία ασβεστωμένοι, αυτοί με είχαν γεράσει. Κοιτάω το πρόσωπό μου, κάθε ρυτίδα του, κάθε λακκούβα σκαλισμένη πάνω σε αυτό, κουβαλά την ιστορία μιας αστείρευτης, μα προ πολλού σβησμένης ηδονής. Τα μάτια μου, γκρίζα, σαν πευκοδάσος που κάηκε οικειοθελώς σε μία νύχτα θύελλας και έκτοτε δεν ξαναβλάστησε. Επειτα το σώμα μου, αδύναμο και ισχνό, ανήμπορο να συγκρατήσει τα μέσα μου. Και τα χέρια μου, κοιτάζω τα χέρια μου, και τη θυμάμαι, που έχωνε τη χούφτα της μέσα στη δικιά μου, θέλοντας να τη ζεστάνει. Ξαφνικά οι σκέψεις μου διακόπηκαν. Ενας βαρύς κρότος χτύπησε την πόρτα. Κρότος που ακούστηκε σαν αποστατημένη βροντή, ερχόμενη να ταράξει τη νεκρική σιγή αυτής της Νύχτας. Σκύβοντας τα μάτια, άνοιξα την πόρτα. Μπροστά μου βρίσκεται ένα στραπατσαρισμένο δέμα με την επιγραφή «Verus». Ανοίγοντάς το, αντικρίζω τη λάμψη από ένα επιτραπέζιο καθρεφτάκι. Μα και βέβαια είναι ένα καθρεφτάκι! Τι ειρωνεία! Κανείς δεν κρύβεται από τη Νύχτα, όσο και αν της χτίσει τείχη και κρύπτες. Διότι η Νύχτα δεν ξεχνά, δεν συγχωρεί. Το τοποθέτησα στο κεφάλι της τραπεζαρίας. Στάθηκα αντίκρυ του, σαν παρτίδα σκάκι. Το παρατήρησα ψάχνοντας να με βρω, αλλά μάταια. Πέραν του σαλονιού και της τηλεόρασης που διαφαίνονταν αμυδρά στο βάθος, στη θέση μου δεν έβλεπα τίποτα. Τότε δάκρυα άρχισαν να πλημμυρίζουν τα μάτια μου. – Πανάθεμα την άσχημη αντανάκλαση του τίποτα, την αντανάκλασή μου, ψιθύρισα. Συνέχισα να το κοιτάω επίμονα, με μια ελπίδα να με δω. Ποτέ άλλοτε δεν είχα τέτοια ανάγκη να νιώσω τη λύτρωση μιας ταυτότητας. Τα μάτια μου άρχισαν να καίνε. Ομως εμφανίστηκε αυτή. Ναι, ήταν εκείνη, όπως τότε, το βράδυ στις 13 Δεκέμβρη, την πρώτη μου Νύχτα. Ισα που πρόλαβα να διακρίνω τις φακίδες και τα πύρινα μαλλιά της προτού αποτραβήξω το βλέμμα μου. Δίστασα να την κοιτάξω. Ωστόσο, γύρισα και ήρθα αντιμέτωπος με το ζωντανό δάσος των ματιών της, που άθελά τους με βούλιαξαν μέσα τους. Εχοντάς τα οδηγό άρχισα να ταξιδεύω. Και τότε, βρεθήκαμε να χορεύουμε ξέφρενα στο ακρογιάλι ενός κυκλαδίτικου νησιού. Πλησίαζε δύση. Τα πόδια μας αδυνατούσαν να συνεχίσουν τον φρενήρη χορό, μα οι ψυχές μας ήταν ακούραστες και επιπλέον γνώριζαν πως δεν απέμενε πολύ μέχρι τη Νύχτα. Κοιτούσα τα μάτια της με μια ακόρεστη δίψα, ξέροντας πως αυτή η μέρα είχε ανατείλει για να μην υπάρξει όμοιά της, όχι σύντομα. Ακόμα και έτσι όμως χορεύαμε χαρούμενα, το πένθος δεν είχε χώρο στην ημέρα μας. Γνώριζα πως μαζί με τον ήλιο θα εξαφανιζόταν και εκείνη και πως πιθανότατα να περνούσα χίλιες Νύχτες μέχρι να ξημερώσει ξανά. Μα δεν με ένοιαζε. Δεν φοβόμουν πια. Η δύση έφτασε. Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει αλλά δεν ξαποστάσαμε ούτε τώρα. Ο χορός ήταν αντίδοτο κι εμείς άρρωστοι. Δύο άρρωστοι νοσταλγοί που είχαν πεθυμήσει το αυγουστιάτικο δείλι. Δύο άρρωστοι που είχαν ξεχάσει τη γεύση της ύπαρξης, ξανάνιωθαν τον οργασμό της ζωής. – Μείνε, ψιθύρισα, έστω για απόψε. Απλωσε το χέρι της και ακούμπησε τρυφερά το μάγουλό μου. – Ξέρεις πως αυτό δεν γίνεται, όσο κι αν θέλω να μείνω. Τη Νύχτα την έφερες εσύ, κι εσύ πρέπει να τη διώξεις. Σταμάτησα να χορεύω⋅ την κοίταξα μπερδεμένος και φανερά θυμωμένος. – Εσύ έφυγες, φώναξα, εσύ έφερες τις νύχτες μου. Συνέχισε να με κοιτάει ατάραχη, γαλήνια. -Παραδέξου το, είπε. Φώναξέ το και θα εξιλεωθείς. Παραδέξου πως ποτέ δεν έφυγα, πως εσύ με έδιωξες. Ο ήλιος είχε πλέον χαθεί οριστικά. Είχε έρθει η Νύχτα. Ξύπνησα από τον λήθαργο που είχα πέσει. Βρισκόμουν στο μνήμα της, κρατώντας το καθρεφτάκι. Γύρισα προς το μέρος του και είδα επιτέλους το πρόσωπό μου. Και τότε το ούρλιαξα. Το στόμα μου έβγαλε μια ζωώδη κραυγή, κραυγή ψυχής που μέσα της ξεφόρτωνε 8 χρόνια Νύχτας και αγωνίας. Πλέον το γνώριζα. Δεν με είχε αφήσει, Δεν με είχε εγκαταλείψει, Εγώ, την είχα δολοφονήσει. 6.00 Απόψε άργησε να ξημερώσει, γιατί απόψε τη δολοφόνησα και κάθε απόψε δολοφονώ τον εαυτό μου. Κοίταξα πάνω. Είχε πράγματι έρθει το ξημέρωμα. Ημουν ελεύθερος.