Παρά τις εντεινόμενες πληθωριστικές και ενεργειακές προκλήσεις εν μέσω πολέμου και διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα, η Ελλάδα ξεπέρασε τις προσδοκίες, καθώς μετά την απότομη και βαθιά συρρίκνωση του ΑΕΠ το 2ο τρίμηνο 2020 λόγω του πρώτου lockdown, συνέχισε να βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης για όγδοο τρίμηνο στη σειρά, ξεπερνώντας τα προ πανδημίας επίπεδα κατά 4,8%, με τα μέτρα στήριξης (43 δισ. ευρώ για το σοκ της πανδημίας και πάνω από 10 δισ. ευρώ για το ενεργειακό σοκ), ώστε να αποτραπεί μία μόνιμη απώλεια του παραγωγικού ιστού, να παίζουν σημαντικό ρόλο στο «γύρισμα» τύπου «V» της οικονομίας.
Oι προσδοκίες
Ενώ πάντως η ανάπτυξη το 2022, όπως εκτιμούν οικονομολόγοι ξένων και εγχώριων τραπεζών, αναμένεται να κυμανθεί στο 5,5%-6%, η ύπαρξη ισχυρών επιδράσεων βάσης (base effects) την επόμενη χρονιά, με τα μαύρα σύννεφα της ύφεσης να σκιάζουν την ευρωζώνη, κάνει τις προσδοκίες για τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ το 2023 να έχουν πλέον περιοριστεί στο 2%-2,5%, αν και το ασταθές μακροοικονομικό και γεωπολιτικό σκηνικό αφήνει όλα τα σενάρια ανοιχτά. Είναι ενδεικτικό πως ήδη κάποιες ξένες τράπεζες στις προβλέψεις τους για το επόμενο έτος αναμένουν για την Ελλάδα από ύφεση 1,2% έως ανάπτυξη 4%.
Στο πρώτο εξάμηνο του 2022 πάντως, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 7,8% σε ετήσια βάση, σημειώνοντας άνοδο τόσο στο πρώτο (8%) όσο και στο δεύτερο (7,7%) τρίμηνο του έτους.
Οι βασικοί πυλώνες ανάπτυξης παραμένουν ανθεκτικοί και κατά το 3ο τρίμηνο, όπου αναμένεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 5% (σε ετήσια βάση), με αρωγό τις επιδόσεις του τουρισμού, τα έσοδα του οποίου για το σύνολο του 2022 αναμένεται σύμφωνα με τις τελευταίες επίσημες εκτιμήσεις στελεχών του κλάδου να κυμανθούν στα 19 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας το ιστορικό ρεκόρ των 18,2 δισ. ευρώ του 2019, αλλά και τα μέτρα στήριξης που βρίσκονται συγκριτικά (ως % του ΑΕΠ) στην κορυφή στην Ευρώπη. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν το ΑΕΠ επιβραδύνει στο 2,2% στο 4ο τρίμηνο, για το σύνολο του 2022, η αύξηση του ΑΕΠ εκτιμάται και από τους οικονομολόγους της Εθνικής Τράπεζας ότι θα κινηθεί στο 5,5- 6,0%, έναντι π.χ. πρόβλεψης 5,7% της UBS και 6,1% της Morgan Stanley.
Το ΑΕΠ
Το ονομαστικό ΑΕΠ αναμένεται να σημειώσει άνοδο υψηλότερη του 13%, προσεγγίζοντας τα €207 δισ., για πρώτη φορά από το 2011, συνεισφέροντας στη μείωση του δημοσίου χρέους στο 170% του ΑΕΠ περίπου (36 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από την κορύφωση του 206% το 2020). Πέρα από τον τουρισμό, η έναρξη ορισμένων μεγάλων έργων, οι ροές κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, οι ξένες άμεσες επενδύσεις που ξεπερνούν το 3,3% του ΑΕΠ, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, που έχουν πλέον σχεδόν διπλασιαστεί την τελευταία 10ετία, στο 41% του ΑΕΠ, υποδηλώντας μεγαλύτερη εξωστρέφεια, θεωρούνται πρόσθετοι καταλύτες για την ελληνική οικονομία. Η Moody’s, που άφησε αμετάβλητη την αξιολόγησή της για το ελληνικό αξιόχρεο την περασμένη Παρασκευή, προβλέπει ανάπτυξη 5,3% για το 2022, αλλά και επιβράδυνση το 2023, στο 1,8%. Ο υψηλός πληθωρισμός θα αποδυναμώσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, ενώ η αύξηση των επιτοκίων θα επηρεάσει τις επενδύσεις, την ώρα που υπάρχει υψηλός κίνδυνος βαθιάς ύφεσης στη ζώνη του ευρώ.
Οι μεταρρυθμίσεις
Η επιβράδυνση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων σε τομείς όπως η Δικαιοσύνη, η εκπαίδευση, το επιχειρηματικό περιβάλλον και η αγορά εργασίας μετά τις επικείμενες εκλογές, θα επιβάρυνε επίσης την οικονομία και θα επηρέαζε την αξιολόγησή της για τη θεσμική ισχύ και την ποιότητα διακυβέρνησης στην Ελλάδα.
Οι εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων που βρίσκονται σε επίπεδα-ρεκόρ, παράλληλα με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, θα μπορούσαν να στηρίξουν τη δυνητική ανάπτυξη πάνω από το 1,2% που προβλέπεται για την περίοδο 2019-2070, αν και τα ιδιαίτερα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία αποτελούν τροχοπέδη.
Οι βασικοί κίνδυνοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με την DBRS Morningstar, που άφησε επίσης αμετάβλητη την αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου την περασμένη Παρασκευή, συνδέονται με τις αυξανόμενες πληθωριστικές πιέσεις, τη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής, αλλά και το γεγονός ότι η Ελλάδα παραμένει εκτεθειμένη στις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας, παρά τις προσπάθειες διαφοροποίησης.
Κόστος δανεισμού
Η αυστηροποίηση των νομισματικών πολιτικών προσθέτει επίσης πίεση στο κόστος δανεισμού, με τις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων να αυξάνονται πάνω από το 4%, αν και το ευνοϊκό προφίλ χρέους, τα υψηλά ταμειακά αποθέματα και η στήριξη της ΕΚΤ σε μια κατάσταση διαταραχής της αγοράς συμβάλλουν στην εξισορρόπηση των κινδύνων. Ο οίκος υπογραμμίζει ότι η αξιολόγηση της Ελλάδας ενισχύεται από τη συμμετοχή της στην ευρωζώνη, από την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων αλλά και από τα περίπου 70 δισ. ευρώ κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης που αναμένεται να περιορίσουν τα επόμενα χρόνια και το επενδυτικό κενό.
Η αναβάθμιση
Μπορεί στο τέλος του 2022 να έχουν παρέλθει δέκα χρόνια από την τελευταία αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους (PSI), τότε που η χώρα βρέθηκε σε καθεστώς «επιλεκτικής χρεοκοπίας», εν τούτοις οι περισσότερες εκτιμήσεις «βλέπουν» πως η επιστροφή της Ελλάδας στην αποκαλούμενη «επενδυτική βαθμίδα» θα λάβει χώρα την άνοιξη του 2023 ή μετά τις εκλογές. Η Moody’s αξιολογεί πάντως την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας με «Ba3» και σταθερές προοπτικές (τρία σκαλοπάτια κάτω από την επενδυτική βαθμίδα), η Fitch με «BB» και θετικές προοπτικές (δύο σκαλοπάτια κάτω από την επενδυτική βαθμίδα), ενώ η S&P στο «BB+», και η DBRS με «BB high», με σταθερές προοπτικές, μία μόλις βαθμίδα μακριά από το όριο της επενδυτικής κατηγορίας (Investment Grade-IG). Καθώς η επενδυτική κατηγορία περιλαμβάνει ομόλογα με αξιολογήσεις ΒΒΒ-/Baa3 ή και καλύτερες, για να την αποκτήσει η Ελλάδα θα πρέπει ένας από τους τέσσερις αυτούς οίκους, που είναι αποδεκτοί από το ευρωσύστημα ως εξωτερικοί οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, να αναβαθμίσει στην κατηγορία αυτή το Ελληνικό Δημόσιο.
Το παρόν ρεπορτάζ δημοσιεύτηκε στο Ειδικό Αφιέρωμα για την Οικονομία της Έντυπης Έκδοσης του Βήματος, την Κυριακή 25 Αυγούστου 2022