Το 2022 αποδείχθηκε μία δύσκολη χρονιά για τα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Η ενεργειακή κρίση προκάλεσε συνεχείς αυξήσεις του πληθωρισμού και ανατιμήσεις στην αγορά αλλά και σοβαρές και αλληλένδετες επιπτώσεις σε όλο το επιχειρείν, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της 4ης Ετήσιας Εκθεσης του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ.
Μία επίπτωση ήταν η σημαντική αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων, σε σημείο που να απειλείται η βιωσιμότητά τους. Ειδικότερα, το πρώτο εξάμηνο του 2022 το κόστος ενέργειας αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 76%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 43,5%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 57,8% και το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 26,2%.
Η δεύτερη επίπτωση ήταν ο υψηλός αριθμός των επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές πώλησης των αγαθών/υπηρεσιών, προκειμένου να αντέξουν στα νέα δεδομένα που διαμορφώθηκαν στην αγορά. Πάντα σύμφωνα με τα στοιχεία της Εκθεσης, οι επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι αύξησαν τις τιμές τους διαρκώς αυξάνονται, καθώς από 6,6% που ήταν το 2ο εξάμηνο του 2020, ανήλθαν στο 59,2% το 1ο εξάμηνο του 2022.
Επίσης αυξήθηκαν τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Για πάρα πολλές από αυτές, τα ταμειακά τους διαθέσιμα είναι πολύ χαμηλά ή ακόμα και μηδενικά ενώ οι τζίροι τους έχουν συρρικνωθεί. Οι καταναλωτές, εξαιτίας του μειωμένου διαθέσιμου εισοδήματός τους, έχουν περιορίσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις αγορές τους και περιορίζονται αυστηρά στα αναγκαία είδη, όπως τα τρόφιμα, όπου και σε αυτόν τον τομέα καταγράφεται μείωση της κατανάλωσης σύμφωνα με την τελευταία έρευνα που έκανε το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών.
Και η χρονιά κλείνει με επιπλέον βάρη για όσους έχουν κάποιο δάνειο, εξαιτίας της αύξησης των επιτοκίων.
Ολα τα παραπάνω συνθέτουν μία εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση για την πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των επαγγελματιών, η οποία απαιτεί ειδική διαχείριση προκειμένου να περιοριστούν οι αρνητικές συνέπειες.
Ως Επιμελητήριο έχουμε καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις προς την κυβέρνηση, με στόχο τη στήριξη του επιχειρείν αυτή τη δύσκολη περίοδο. Εκτιμώ ότι θα είναι προς όφελός της να αλλάξει το μείγμα πολιτικής και να εφαρμόσει στοχευμένες παρεμβάσεις που θα μπορέσουν να χτυπήσουν το πρόβλημα στη ρίζα του και όχι κάποια μέτρα επιδοματικού χαρακτήρα που προσφέρουν μία προσωρινή ανακούφιση στους οικονομικά ασθενέστερους.
Η εκτίμηση που υπάρχει στην αγορά – αλλά και εκτός συνόρων – είναι ότι η ενεργειακή ακρίβεια θα συνεχίσει να ταλαιπωρεί την ελληνική κοινωνία για αρκετό διάστημα. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνει ένας προσεκτικός σχεδιασμός ώστε το 2023 να περιοριστούν τα προβλήματα και να ξεκινήσει μία νέα πορεία της οικονομίας και της χώρας.
Μία άμεση ενέργεια που θα μπορούσε να δώσει προοπτικές βιωσιμότητας για πάρα πολλές επιχειρήσεις, είναι μία νέα ρύθμιση οφειλών. Το ιδιωτικό χρέος συνεχίζει να αυξάνεται, ως αποτέλεσμα της αδυναμίας των οφειλετών να φανούν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ενεργειακή κρίση δεν μας βρήκε σε συνθήκες κανονικότητας αλλά εμφανίστηκε πριν ακόμα συνέλθει η αγορά από τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ήταν ήδη ευάλωτες, οπότε ήταν επόμενο να δημιουργήσουν νέα χρέη. Αν δοθεί όμως η δυνατότητα αποπληρωμής σε πολλές δόσεις, τότε αυξάνεται η πιθανότητα διάσωσής τους και μαζί η διατήρηση εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων απασχόλησης. Νομίζω ότι η κυβέρνηση πρέπει να δει πολύ προσεκτικά το θέμα, καθώς έχει σοβαρές κοινωνικές διαστάσεις. Μέχρι τώρα έχει επιτύχει μία σημαντική αύξηση των θέσεων εργασίας και αυτό είναι κάτι που το πιστώνεται. Θα είναι κρίμα να πάει στράφι όλη η προηγούμενη προσπάθεια.
Ενας άλλος παράγοντας που θα κρίνει σε μεγάλο ποσοστό την πορεία του επιχειρείν, είναι αυτός της ρευστότητας. Η αγορά υποφέρει από την έλλειψή της ενώ την ίδια ώρα η πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι αποκλεισμένη από τον τραπεζικό δανεισμό και τα χρηματοδοτικά εργαλεία. Οι τράπεζες οφείλουν σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία να στηρίξουν την ελληνική επιχειρηματική κοινότητα, όπως στηρίχθηκαν και εκείνες με χρήματα του ελληνικού λαού μέσω των ανακεφαλοποιήσεων. Παράλληλα πρέπει να διαφοροποιήσουν την τακτική τους σε μία σειρά από κρίσιμα ζητήματα, όπως το να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων – κάτι που ήδη έχουν κάνει για αυτά του δανεισμού -, να μειώσουν τις υψηλές χρεώσεις συναλλαγών, να συμβάλουν ώστε να προστατευθεί η πρώτη κατοικία για τους πραγματικά αδύναμους.
Την πραγματική διαφορά όμως στη μεγάλη προσπάθεια βελτίωσης του επιχειρηματικού κλίματος και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των μικρομεσαίων, μπορούν να την κάνουν τα κοινοτικά κονδύλια του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, ουσιαστικά οι πολύ μικρές, οι μικρές και οι μεσαίες επιχειρήσεις, δεν μπορούν να υπαχθούν σε κάποιο από τα προγράμματα. Αυτή η αδυναμία πρόσβασης στους ευρωπαϊκούς πόρους είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε οικονομική ασφυξία, μαρασμό και τελικά σε «λουκέτο» χιλιάδες επιχειρήσεις της χώρας που σήμερα βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού. Επομένως αποτελεί άμεση αναγκαιότητα η διάσωση αυτών των επιχειρήσεων και η ενίσχυσή τους ώστε με τη σειρά τους να συμβάλουν στην ανάκαμψη της οικονομίας μας.
Το 2023 έρχεται με πολλές προκλήσεις. Και ταυτόχρονα αποτελεί και ένα μεγάλο στοίχημα. Αν δοθούν τα εφόδια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να καταστούν βιώσιμες και να αναπτυχθούν, το στοίχημα θα έχει κερδηθεί και θα μπορούμε να αισιοδοξούμε για το μέλλον. Αν όμως δεν υπάρξει ειδική μέριμνα για την προστασία τους, τότε θα μιλάμε για μία τεράστια διαφοροποίηση του επιχειρηματικού χάρτη της οικονομίας μας, με πολύ δυσάρεστες συνέπειες τόσο για την κοινωνία όσο και για τη χώρα.
Ο κ. Ιωάννης Χατζηθεοδοσίου είναι πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΕΑ) και επίτιμος διδάκτορας ΠΑ.ΠΕΙ.