Βία ανηλίκων, σχολικός εκφοβισμός, επιθέσεις, αποβολές, συλλήψεις. Τι συμβαίνει τελικά; Εχει πραγματικά η κοινωνία μας χάσει τον προσανατολισμό της; Ο καθηγητής Παιδαγωγικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θωμάς Μπάμπαλης και η αναπληρώτρια καθηγήτρια Κωνσταντίνα Τσώλη ξεκαθαρίζουν ότι η συμπεριφορά των ανηλίκων αντανακλά τις εικόνες της κοινωνίας των ενηλίκων γύρω τους.
Εξηγούν όμως ότι η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικά χαμηλής έως μεσαίας έντασης νεανική παραβατικότητα συγκρινόμενη με εκείνη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, θεωρούν πραγματικά ανησυχητικό το ότι η βία εκφράζεται πλέον από πολύ μικρότερες ηλικίες στη χώρα μας, ενώ εμφανίζονται νέες μορφές στην έκφρασή της, όπως η ρητορική του μίσους, του ομοφοβικού εκφοβισμού ή του ηλεκτρονικού εκφοβισμού, τα θύματα του οποίου αργούν να γίνουν αντιληπτά. Στις ερωτήσεις μας απάντησαν τα παρακάτω:
Βία ανηλίκων και σχολικός εκφοβισμός: Τι χαρακτηριστικά έχουν;
Θωμάς Μπαμπάλης: «Η βία των ανηλίκων είναι ένα σοβαρό κοινωνικό ζήτημα που αντανακλά αυτό που συμβαίνει ευρύτερα στην κοινωνία των ενηλίκων. Και εδώ να πούμε ότι η βία εμφανίζεται με πολλά «πρόσωπα»: σωματική, λεκτική, ψυχολογική, κοινωνική, ρατσιστική, σεξουαλική, ηλεκτρονική/διαδικτυακή κ.ά. Οι μορφές αυτές μπορεί να είναι είτε άμεσες, κατά τις οποίες υπάρχει διαπροσωπική επαφή του θύματος και του θύτη, είτε έμμεσες, που είναι και οι πιο ύπουλες, καθώς εκδηλώνονται με διάδοση προσβλητικών φημών και με αποκλεισμό του θύματος. Οταν όμως η βία παίρνει τη μορφή του παραδοσιακού σχολικού εκφοβισμού, τότε έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: επανάληψη εκφοβιστικών συμπεριφορών με σταθερή συχνότητα, μεθόδευση σε πιο αδύναμα παιδιά και σαφής πρόθεση χειραγώγησης και πρόκλησης πόνου. Βέβαια, στον διαδικτυακό εκφοβισμό δεν ισχύουν υποχρεωτικά τα παραπάνω χαρακτηριστικά».
Κωνσταντίνα Τσώλη: «Είναι γεγονός ότι η βία και ο σχολικός εκφοβισμός συνιστούν ένα πολυδιάστατο φαινόμενο. Από την πρωτοποριακή μελέτη που έκανε το 1978 ο σουηδός καθηγητής Ψυχολογίας Dan Olweus μέχρι σήμερα έχουν περάσει 46 χρόνια ερευνητικής δραστηριότητας. Αυτό σημαίνει ότι ο σχολικός εκφοβισμός διανύει ήδη τη «μέση ηλικία» του και έχει εξελιχθεί σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό δημόσιο ζήτημα, που απαιτεί επείγουσα, ολοκληρωμένη και ενιαία αντιμετώπιση από την εκπαιδευτική κοινότητα, την κοινωνία των πολιτών, τους δημόσιους φορείς και τους φορείς χάραξης πολιτικής».
Ομως είχαμε και τα προηγούμενα χρόνια κρούσματα bullying εντός του σχολείου. Τι άλλαξε; Υπάρχει όντως έξαρση της βίας;
Θ. Μπ.: «Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικά χαμηλής έως μεσαίας έντασης νεανική παραβατικότητα συγκρινόμενη με εκείνη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, χωρίς βέβαια η διαπίστωση αυτή να πρέπει να δημιουργεί εφησυχασμό. Ωστόσο, αν κάνουμε μία σύγκριση με το παρελθόν, η εκδήλωση βίαιων συμπεριφορών εμφανίζεται πλέον και σε μικρότερες ηλικίες και με μεγαλύτερη ένταση. Είναι σημαντικό να τονίσουμε εδώ ότι τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο του εκφοβισμού έχει υποστεί μια σημαντική μεταμόρφωση σηματοδώντας τη μετάβαση από παραδοσιακές μορφές εκφοβισμού σε πιο σύγχρονες, όπως η ρητορική μίσους, ο ομο-/αμφι-/τρανσ-/ιντερ-φοβικός, ο διαδικτυακός/ηλεκτρονικός εκφοβισμός. Ειδικά η τελευταία μορφή αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα, κυρίως γιατί οι θύτες μπορούν να παραμείνουν ανώνυμοι και γιατί ο εκφοβισμός ασκείται 24 ώρες το 24ωρο και 7 ημέρες την εβδομάδα».
Πώς ένας γονέας μπορεί να προστατέψει το παιδί του από το να γίνει θύτης ή θύμα;
Κ. Τσ.: «Εδώ να απαντήσω αναφερόμενη στον Daniel Goleman, ο οποίος στο βιβλίο του «Συναισθηματική νοημοσύνη», περιγράφοντας τον ρόλο της οικογένειας στην ομαλή κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού, αναλύει σε ένα κεφάλαιο «Πώς να μεγαλώσετε έναν παλικαρά». Από τον τίτλο και μόνο αντιλαμβανόμαστε ότι τα παιδιά μαθαίνουν να είναι επιθετικά προς τους άλλους, παρακολουθώντας τις καθημερινές αλληλεπιδράσεις των μελών της οικογένειάς τους και μιμούμενα αυτά που βλέπουν να κάνουν οι «σημαντικοί άνθρωποι» της ζωής τους. Γονικές πρακτικές που χαρακτηρίζονται από ψυχρότητα, αδιαφορία ή ακόμα εχθρότητα και απόρριψη του παιδιού, γονικές τεχνικές (π.χ. υπέρμετρη τιμωρία) και τύποι συναισθηματικά ακατάλληλων γονέων, όπως οι αποστασιοποιημένοι, οι επικριτικοί ή αποδοκιμαστικοί, οι επιτρεπτικοί ή παραχωρητικοί γονείς, συνδέονται με φαινόμενα εκφοβισμού ή θυματοποίησης των παιδιών τους.
Οι γονείς, εκτός από το να αποτελούν καλό πρότυπο για τα παιδιά τους, μπορούν να κάνουν κάποιες ενέργειες για να τα προστατεύσουν από το να γίνουν θύτες ή θύματα. Τέτοιες μπορεί να είναι ενδεικτικά η διαμόρφωση ενός υποστηρικτικού οικογενειακού περιβάλλοντος στο οποίο το παιδί νιώθει αγάπη, στοργή και ασφάλεια και οι γονείς θέτουν κανόνες και σαφή όρια σε μια ατμόσφαιρα συνεργασίας και κατανόησης, με συνέπεια λόγων και πράξεων, η ενθάρρυνση συμμετοχής σε ποιοτικές δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, η συζήτηση, η ενημέρωση και η συνεργασία του γονέα με το σχολείο. Σε περίπτωση που παρά τις προσπάθειες φαίνεται ότι το παιδί παραμένει στον ρόλο του θύτη ή του θύματος, ο γονέας μπορεί να αναζητήσει επιπλέον βοήθεια και από άλλους ειδικούς».
Είστε πλέον μέλος της επιστημονικής επιτροπής για την εκπόνηση Εθνικής Στρατηγικής Πρόληψης και Αντιμετώπισης της Βίας και της Παραβατικότητας Ανηλίκων. Τι θα συμβουλεύσετε τους αρμόδιους φορείς του κράτους;
Θ. Μπ.: «Η επιστημονική επιτροπή που συστάθηκε από τον Πρωθυπουργό για την εκπόνηση Εθνικής Στρατηγικής Πρόληψης και Αντιμετώπισης της Βίας των Ανηλίκων εργάζεται ήδη εντατικά όλο αυτό το διάστημα, αφενός με επισκόπηση της βιβλιογραφίας και αναζήτηση των καλών πρακτικών και των τάσεων της εξέλιξης του φαινομένου της βίας και της παραβατικότητας και αφετέρου με ποσοτικές και ποιοτικές έρευνες με συλλογή πρωτογενών και δευτερογενών δεδομένων, τα οποία δίνουν μια πιο σαφή εικόνα του φαινομένου στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς, και αναδεικνύουν τις προτεραιότητες και τις ανάγκες των επαγγελματιών του πεδίου. Οι δράσεις αυτές αποτελούν το υπόβαθρο της τεκμηρίωσης για τις πολιτικές και τα μέτρα τα οποία θα προτείνει η επιτροπή. Οσον αφορά τον σχολικό εκφοβισμό, το μεγαλύτερο μέρος των προτάσεων κινείται προς την κατεύθυνση της πρόληψης και αφορά καθολικές – πρωτογενείς παρεμβάσεις σε διάφορους άξονες (π.χ. μαθητο-κεντρικά περιβάλλοντα μάθησης και ανάπτυξης, σχολική ηγεσία, συνεργασίες και διεταιρικότητα και εκπαιδευτική πολιτική)».