Η μάθηση με την υποστήριξη ψηφιακών μέσων, αν και για ορισμένους είναι κάτι καινούριο που προέκυψε αναγκαστικά λόγω της πανδημίας, είναι κάθε άλλο παρά καινούρια. Ήδη από τη δεκαετία του 1960 πραγματοποιήθηκαν τα πρώτα πειράματα στη μάθηση με τη συνδρομή υπολογιστών. Τα πρώτα συστήματα διαχείρισης μάθησης δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του 1990 και δεν έχουν αλλάξει πολύ από τότε.
Η πρώτη γενιά ψηφιακών εργαλείων κατά κύριο λόγο αναπαρήγαγε την παραδοσιακή διδασκαλία. Οι μαγνητοσκοπημένες διαλέξεις, τα ηλεκτρονικά εγχειρίδια, οι εξ αποστάσεως εξετάσεις και τα συστήματα διαχείρισης μάθησης που έχουν δομηθεί πάνω στο πρότυπο της παραδοσιακής ύλης απλώς αναπαράγουν τα παλιά μέσα σε ψηφιακή μορφή. Οι μηχανικοί ανέστησαν/επανέφεραν σε διαδικτυακή μορφή τα επικοινωνιακά μοντέλα και τον γνωσιολογικό σχεδιασμό/αρχιτεκτονική που είχαν βιώσει στο σχολείο. Δυστυχώς, οι μηχανικοί δεν συμβουλεύθηκαν τους δασκάλους, οι οποίοι για περισσότερο από έναν αιώνα είχαν αμφισβητήσει την αναποτελεσματικότητα και την ακαταλληλότητα της παραδοσιακής, διδακτικής εκπαίδευσης που θεωρούσε ότι ο κύριος ρόλος του διδάσκοντος ήταν να παραδώσει την ύλη, καθώς και το εγχειρίδιο που συσσώρευε δεδομένα και έννοιες σε μία εύπεπτη περίληψη και την εξέταση στο τέλος, βασισμένη αποκλειστικά στην αποστήθιση. Το παιδαγωγικό μοντέλο για την πρώτη γενιά των ψηφιακών περιβαλλόντων βασιζόταν στη μετάδοση γνώσης προς τους υπάκουους μαθητές-καταναλωτές. Μια νέα γενιά περιβάλλοντος ψηφιακής μάθησης προσφέρει τη δυνατότητα να μεταμορφώσει τις παραδοσιακές παιδαγωγικές μεθόδους διδασκαλίας. Παραδείγματος χάριν: σε ένα περιβάλλον μάθησης επικεντρωμένο γύρω από ροές δραστηριότητας που προσομοιάζουν τα social media, ο καθένας μπορεί να απαντήσει στην ερώτηση του δασκάλου και όχι μόνο ο πρώτος που θα σηκώσει το χέρι του μαντεύοντας την αναμενόμενη απάντηση του δασκάλου.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.