Οι αμερικανικές εκλογές ολοκληρώθηκαν με την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία, από τον Ιανουάριο του 2025 και για μια πενταετία, μετά από μια ακραία πολωτική εκλογική εκστρατεία που εν τέλει απέδωσε καρπούς.

Η ανασφάλεια πολλών αμερικανών πολιτών από τη ραγδαία μεταβαλλόμενη γεωοικονομική και γεωπολιτική πραγματικότητα τους οδήγησε στην υπερψήφιση του οράματος επιστροφής σε μια μεγάλη και ισχυρή Αμερική, όπως ευαγγελίζονταν ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών.

Οι αμυντικές δαπάνες

Η επόμενη μέρα των εκλογών βρίσκει την Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμέτωπη με δύο κρίσιμα ερωτήματα. Πρώτον, σε πολιτικό επίπεδο, η διαχρονική διατλαντική συνεργατική σχέση αναμένεται να δοκιμαστεί, ειδικά αν οι ευρωπαϊκές χώρες δεν επωμιστούν σε μεγαλύτερο βαθμό το βάρος που τους αναλογεί στο θέμα της συλλογικής άμυνας και ασφάλειας της Δύσης.

Ήδη από την πρώτη θητεία του Τραμπ, το θέμα των χαμηλών αμυντικών προϋπολογισμών των κρατών-μελών της ΕΕ αποτέλεσε σημείο τριβής μεταξύ των ΗΠΑ και των ΝΑΤΟϊκών εταίρων. Ο Τραμπ αμφισβήτησε έντονα – και δικαίως, κρίνοντας από τα σχετικά ποσοστά και νούμερα – τη στάση εφησυχασμού των Ευρωπαίων υπό την ομπρέλα ασφαλείας των ΗΠΑ χωρίς να αφιερώνουν τους πόρους που τους αναλογούν στην προσπάθεια διαφύλαξης του κοινού χώρου ασφαλείας.

Η στάση αυτή, η οποία, παρεμπιπτόντως, είναι συνεπής με την αντίστοιχη ρητορική του Τραμπ τη δεκαετία του 1980, ως ιδιώτης και επιχειρηματίας ακόμα, κατά της Ιαπωνίας, τότε, αναμένεται να δοκιμάσει εκ νέου τις σχέσεις ΕΕ – ΗΠΑ σε μεγάλο βαθμό. Όσο κι αν τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν σημειώσει βήματα προόδου σχετικά με την αύξηση των αμυντικών τους δαπανών πλησιάζοντας τα όρια που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, η απόσταση παραμένει μεγάλη και η νέα αμερικανική κυβέρνηση αναμένεται να πιέσει προς την κατεύθυνση μεγαλύτερης σύγκλισης, ειδικά στον βαθμό που η σύγκρουση στην Ουκρανία συνεχιστεί.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία

Η ζέση με την οποία ο νέος Πρόεδρος επιθυμεί να βάλει ένα τέλος στον Ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, ασχέτως με τον ρεαλισμό (ή ακόμα και κυνισμό) των μυστικών σχεδίων ειρήνευσης, είναι ενδεικτική της πόλωσης που αναμένεται στις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας. Προς την κατεύθυνση αυτή είναι στραμμένο το γεωπολιτικό και γεωοικονομικό ενδιαφέρον στην άλλη μεριά του Ατλαντικού και η Ευρώπη αναπόφευκτα βρίσκεται σε δεύτερη μοίρα.

Η συνέχιση της σύγκρουσης ωθεί τη Ρωσία ολοένα και περισσότερο στα χέρια της Κίνας και η Ευρώπη κρίνεται από τον Τραμπ ότι δεν είναι αρκετά σημαντική (ή αξιόπιστη;) να στηρίξει τις αμερικανικές προσπάθειες ανάσχεσης – για να θυμηθούμε έναν όρο από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου – της κινεζικής ανόδου, που ανοικτά αμφισβητεί την αμερικανική πρωτοκαθεδρία.

Άρα η επιστροφή σε μια κανονικότητα στο θέατρο της Ευρώπης και η εστίαση στην Άπω Ανατολή είναι κομβικά στοιχεία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής που θα δούμε να ξεδιπλώνονται από τη νέα διοίκηση ολοένα και πιο έντονα. Το ερώτημα που τίθεται, επομένως, είναι πώς θα αντιδράσει η ΕΕ στη νέα πραγματικότητα που έχει ήδη ξημερώσει.

Οικονομικός προστατευτισμός

Δεύτερον, σε οικονομικό επίπεδο, η κυβέρνηση Τραμπ 2.0 ομνύει στην επιβολή περιορισμών στο ελεύθερο εμπόριο προκειμένου να προστατεύσει την αμερικανική οικονομία από τις πιέσεις και την έκθεσή της στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Οι προεκλογικές αναφορές σε δασμούς ύψους 60%, κυρίως προς την Κίνα αλλά συμπαρασύροντας και την Ευρώπη σε κάποιο βαθμό – ακόμα και αν δεν υλοποιηθούν στο έπακρο –, δημιουργούν νέα οικονομικά δεδομένα ως προς τις παγκόσμιες ροές εμπορίου, ενισχύοντας την άποψη για μια ανακοπή και πιθανώς αναστροφή της παγκοσμιοποίησης (deglobalization) και επιστροφή σε μια περιφερειοποιημένη λογική και δομή οικονομικών σχέσεων και δεσμών (regionalization).

Στο πνεύμα αυτό, η Ευρώπη καλείται να προσαρμοστεί υιοθετώντας και η ίδια τη λογική αυτή του (νεο-) προστατευτισμού ή καλούμενη να πληρώσει το πιθανό τίμημα του θεματοφύλακα του παγκόσμιου οικονομικού φιλελευθερισμού.

Με τη στάση της αυτή, η ΕΕ θα παρέμενε πιστή στον γενετικό της κώδικα της ανοικτής οικονομίας και της οικονομικής αλληλεξάρτησης ως εργαλείο υπερπήδησης πολιτικών αντιπαραθέσεων, αλλά με υψηλό κόστος. Οι Εκθέσεις Ντράγκι και Λέτα υποδεικνύουν την ανάγκη επίδειξης πραγματισμού, προτεραιοποιώντας τη βιομηχανική πολιτική της ΕΕ απέναντι στην πολιτική εμπορίου. Εν τη απουσία κεντρικής στήριξης, διατυπώνεται ο φόβος ότι η ευρωπαϊκή οικονομία είναι καταδικασμένη σε ένα σπιράλ ύφεσης και απώλειας της παραγωγικότητάς της, με προφανείς μακροχρόνιες κοινωνικοοικονομικές συνέπειες.

Επομένως, το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών θέτει την Ευρώπη μπροστά στα δύο αυτά κρίσιμα ζητήματα: πρώτον, αν θα συνεχίσει να συμπορεύεται η ΕΕ με τις ΗΠΑ στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα και δεύτερον, αν θα ακολουθήσει το κύμα του οικονομικού προστατευτισμού.

Το πρώτο συνεπάγεται ουσιαστική πολιτική μετεξέλιξη και ανακατεύθυνση σημαντικών πόρων προς την άμυνα και ασφάλειά της, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Δήμου.

Το δεύτερο συνεπάγεται απομάκρυνση από μια πετυχημένη συνταγή δεκαετιών, που έχει, εν πολλοίς, φέρει την ΕΕ στη θέση που βρίσκεται σήμερα. Η εγκατάλειψή της μπορεί να θεωρείται από ορισμένους απαραίτητη για να διατηρήσει η ΕΕ τα οικονομικά κεκτημένα δεκαετιών, αλλά για άλλους δεν παύει να αποτελεί ένα καμπανάκι κινδύνου, καθώς, στο παρελθόν, το «κλείσιμο» των οικονομιών όξυνε τις κρίσεις – στον Μεσοπόλεμο και όχι μόνο – αντί να τις αντιμετωπίζει.

Σε κάθε περίπτωση, η ΕΕ καλείται να λάβει κρίσιμες αποφάσεις που θα καθορίσουν τη μελλοντική μορφή της και τα επόμενα βήματα της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η αφύπνισή της είναι μονόδρομος και η οποιαδήποτε περαιτέρω καθυστέρηση θα θέσει εν αμφιβόλω το ευρωπαϊκό εγχείρημα.

Ο κ. Σπύρος Μπλαβούκος είναι Καθηγητής του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του ΟΠΑ.