To καλοκαίρι του 2022 ένας πολύ ισχυρός καύσωνας έπληξε τη Δυτική Μεσόγειο. Την ίδια περίοδο εξελίχθηκε και ένα επίσης ισχυρό επεισόδιο ξηρασίας, με αποτέλεσμα οι επιπτώσεις του ενός κλιματικού φαινομένου να ενισχύουν τις επιπτώσεις του άλλου.
Αργότερα, ένας θαλάσσιος καύσωνας (συμβαίνει όταν η θερμοκρασία της θάλασσας υπερβαίνει σημαντικά τη μέση κλιματική τιμή της περιοχής) προκάλεσε μια σειρά από ισχυρές καταιγίδες που έπληξαν περιοχές στη Δυτική Μεσόγειο. Αυτά που συνέβησαν το καλοκαίρι του 2022 έχουν την ονομασία «συνδυασμένα φαινόμενα» και η εμφάνισή τους επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις της επιστημονικής κοινότητας για την επιδείνωση της κλιματικής ισορροπίας στη Μεσόγειο.
Τα επόμενα έτη, του 2023 και του 2024, είχαν παρόμοια κλιματικά χαρακτηριστικά, πλην όμως σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Μεσογείου: το 2023 με το καταστροφικό φαινόμενο του «Daniel», που ενισχύθηκε από μια επίμονη ατμοσφαιρική διαταραχή αλλά και από τις υψηλές θερμοκρασίες της επιφάνειας της θάλασσας στο Βορειοδυτικό Αιγαίο, και το καλοκαίρι του 2024 με το σερί των 45 συνεχόμενων ημερών με μέγιστη θερμοκρασία άνω των 37 βαθμών Κελσίου στην Αθήνα και άλλες περιοχές της Ελλάδος και μόλις πρόσφατα το πρωτοφανές – πολύνεκρο – πλημμυρικό φαινόμενο στην Ισπανία, αποτέλεσμα μίας ακραίας καταιγίδας που οφείλεται στη θέρμανση της Μεσογείου και σε μία παρατεταμένη ατμοσφαιρική διαταραχή.
Τι συμβαίνει λοιπόν στη Μεσόγειο και την καθιστά ένα από τα κλιματικά hotspots του πλανήτη; Kαι πώς επηρεάζεται η Ελλάδα;
Η θερμοκρασία του αέρα στη Μεσόγειο αυξάνεται ταχύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο, ενώ καταγράφεται επίσης αύξηση της έντασης, της διάρκειας και της συχνότητας των καυσώνων.
Στην Ελλάδα ειδικότερα η αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα είναι συστηματική από το 1950, ενώ ενισχύεται από το 1990 και μετά (0,55 βαθμούς Κελσίου ανά δεκαετία). Αντίστοιχα με τη θερμοκρασία του αέρα, αύξηση παρατηρείται και στη θερμοκρασία της επιφάνειας της θάλασσας κατά 0,29°C-0,44°C ανά δεκαετία από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, με ισχυρότερες τάσεις αύξησης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Την ίδια στιγμή, σε πολλές περιοχές της Μεσογείου, αν και κυρίως προς τα ανατολικά, έχουν μειωθεί σημαντικά οι βροχοπτώσεις, γεγονός που επιδεινώνει τη ξηρασία, ενώ η μείωση των υδατικών πόρων και η αύξηση της θερμοκρασίας δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο ξηρασίας, που δεν ενισχύει μόνο την υποβάθμιση των οικοσυστημάτων και των γεωργικών εκτάσεων.
Τι μας «λέει» το μέλλον για την Ελλάδα;
Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία αλλά και τις εκτιμήσεις από τις κλιματικές προσομοιώσεις περιοχικών κλιματικών μοντέλων, όπως προέκυψαν από έρευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών:
– Η μέση ετήσια θερμοκρασία, με βάση το περισσότερο απαισιόδοξο σενάριο συγκεντρώσεων αερίων θερμοκηπίου, αναμένεται να παρουσιάσει, προς τo μέσo του αιώνα, μέση αύξηση μέχρι και 3 βαθμούς Κελσίου σε όλη την επικράτεια. Ειδικά δε τους θερινούς μήνες, η αύξηση μπορεί να φτάσει και τους 3,5-4 βαθμούς Κελσίου, κυρίως στη Νότια Ελλάδα.
–Η μείωση της ετήσιας βροχόπτωσης αναμένεται να φτάσει και το 25%-30%, επίσης προς το μέσο του αιώνα, κυρίως από τη Θεσσαλία και νοτιότερα. Η μείωση, αν και μικρότερη, αφορά και τους χειμερινούς μήνες, γεγονός που προβληματίζει ίσως περισσότερο, καθώς σε περιοχές που κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι βροχές και οι χιονοπτώσεις είναι περιορισμένες, κατά το καλοκαίρι που ακολουθεί οι δασικές πυρκαγιές είναι περισσότερο καταστροφικές.
– Η μείωση της υγρασίας εδάφους, που αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τον ρυθμό που το έδαφος γίνεται ξηρικό – για το σύνολο των σεναρίων μελλοντικών συγκεντρώσεων αερίων θερμοκηπίου –, είναι σημαντική σε όλη τη χώρα, αν και λαμβάνει μεγαλύτερες τιμές στην Αττική, στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη. Στους παραπάνω παράγοντες προστίθενται και οι εκτιμήσεις για την αύξηση της έντασης, της συχνότητας και κυριότερα της διάρκειας των καυσώνων, που επηρεάζουν άμεσα την υγεία – σημειώνεται ότι στον καύσωνα του 2023 επτά εκατομμύρια άνθρωποι ήταν εκτειθεμένοι στις υψηλές θερμοκρασίες – αλλά και μετατρέπουν τη δασική ύλη σε ξηρή εύφλεκτη ύλη, γεγονός που συμβάλει στην εύκολη και ταχεία εξάπλωση της πυρκαγιάς και στη δημιουργία πολλών πύρινων μετώπων.
Αν η τάση συνεχιστεί και τα επόμενα έτη, πολλές πόλεις στην Ελλάδα, κυρίως από τη Θεσσαλία και νοτιότερα, θα χρειαστεί να αναπροσαρμόσουν τη λειτουργία τους κατά τους θερινούς μήνες, ιδίως στις τουριστικές ζώνες, σε περιοχές που σήμερα φιλοξενούν υπαίθριες λειτουργίες (λ.χ. χώροι εστίασης, λιμάνια, αρχαιολογικοί χώροι κ.ά.), αλλά και σε αστικές ενότητες με χαμηλό ποσοστό πρασίνου ή παλαιά κτίρια χωρίς θερμομόνωση. Η νέα κλιματική πραγματικότητα για τη Μεσόγειο και την Ελλάδα φαίνεται ότι είναι εδώ, και μάλιστα ταχύτερα από τις εκτιμήσεις που είχαν γίνει στις αρχές του 21ου αιώνα. Αν και η νέα αυτή πραγματικότητα δεν αφορά τις υπερβολές που συχνά ακούγονται, δεν παύει να υποδηλώνει την επείγουσα ανάγκη για σχέδια προσαρμογής που θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα των δασών, των πόλεων, του τουρισμού, των υποδομών, της αγροτικής παραγωγής κ.ά. Τα σχέδια αυτά δεν έχουν πίστωση χρόνου και όσο καθυστερούν θα απαιτούν όλο και περισότερα έργα και πόρους για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών από φυσικά φαινόμενα που ενισχύονται λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Ο κ. Κώστας Καρτάλης είναι Καθηγητής στον Τομέα Φυσικής Περιβάλλοντος και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της ΕΕ για την Κλιματική Αλλαγή.