Η Λάρισα έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στο λεγόμενο αγροτικό ζήτημα, το οποίο εν πολλοίς καθόρισε τη θέση των αγροτών στην Ελλάδα.
Ακόμα και αν οι αγροτικές περιοχές της Θεσσαλίας και η ίδια η Θεσσαλία δόθηκαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο Βασίλειο της Ελλάδας μέσω της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης το 1881, οι αγροτικές περιοχές συνέχισαν για πολλά χρόνια να διοικούνται μέσω του συστήματος του τσιφλικιού, ενώ οι τσιφλικάδες απολάμβαναν ένα ημιφεουδαρχικό καθεστώς.
Οι κολίγοι και οι τσιφλικάδες
Οι κολίγοι υπήρξαν οι χαμένοι της ενσωμάτωσης και οι τσιφλικάδες οι μεγάλοι κερδισμένοι. Το λάθος των κυβερνήσεων εκείνης της εποχής ήταν ότι εφάρμοσαν το βυζαντινό ρωμαϊκό δίκαιο που ίσχυε στην παλιά Ελλάδα, παραγκωνίζοντας τα δικαιώματα των κολίγων, βάσει του οθωμανικού δικαίου. Επί Τουρκοκρατίας οι τσιφλικάδες είχαν μόνο το δικαίωμα εισπράξεως των προσόδων επί των μεγάλων εκτάσεων που κατείχαν, ενώ οι κολίγοι είχαν πατροπαράδοτα δικαιώματα επί των κοινόχρηστων χώρων του τσιφλικιού, των οικιών των δασών και των βοσκοτόπων.
Με τη νέα κατάσταση οι έλληνες πλέον τσιφλικάδες, που διαδέχθηκαν τους Οθωμανούς, είχαν δικαιώματα απόλυτης κυριότητας σε όλη την ιδιοκτησία τους, ενώ οι κολίγοι είχαν περιπέσει σε καθεστώς δουλοπάροικου. Οι τσιφλικάδες υποχρεώθηκαν να παράσχουν στέγη για τους αγρότες τους και δεν τους επιτράπηκε να άγουν καταναγκαστική εργασία. Καθώς οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας των αγροτών επιδεινώθηκαν, οι διαμαρτυρίες έγιναν πιο συχνές, ιδίως μετά τη δολοφονία προσωπικοτήτων όπως του ακτιβιστή Μαρίνου Αντύπα το 1907.
Οι εξεγέρσεις και η μετανάστευση
Επειτα από αυτά τα γεγονότα, υπήρξαν πολλές μικρές εξεγέρσεις, τα γεγονότα όμως που επηρέασαν περισσότερο τους αγρότες της Λάρισας ήταν η στρατιωτική επανάσταση στο Γουδί στις 15 Αυγούστου 1909, που έφερε στο προσκήνιο δημοκρατικές δυνάμεις αλλά και οι απεργίες των καπνεργατών του Βόλου που έδωσαν θάρρος στους αγρότες.
Λίγους μήνες αργότερα οι υποσχέσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου, κατά την εκλογική του εκστρατεία του 1910, σχετικά με τη γεωργική μεταρρύθμιση έπαιξαν τον δικό τους ρόλο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η άθλια πολιτική κατάσταση, η βαριά φορολογία, η «νεοκαπιταλιστική» διαφθορά, είχαν ήδη αναγκάσει τους νέους σε μετανάστευση. Ηδη από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, 200.000 γεωργοί και εργάτες είχαν εγκαταλείψει τη χώρα. Και κάπως έτσι φτάσαμε στα γεγονότα του 1910…
Με κόκκινες και μαύρες σημαίες
Ηταν Σάββατο 6 Μαρτίου του 1910. Οι κολίγοι από άκρη σε άκρη της θεσσαλικής γης ξεκινούν με μαύρες και κόκκινες σημαίες για τα σημεία συγκέντρωσης από όπου όλοι μαζί οργανωμένοι θα ξεκινήσουν για το μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο της Λάρισας. Κύριο αίτημά τους ήταν η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και το μοίρασμά τους στους αγρότες. Αν και ο Στρατός είχε κινητοποιηθεί από τα μεσάνυχτα και οι Αρχές της πόλης στο σύνολό τους βρίσκονταν επί ποδός πολέμου, τίποτα δεν προμήνυε σε γενικές γραμμές ότι λίγο μετά θα επακολουθούσε σφαγή.
Το κράτος ήταν αποφασισμένο να χτυπήσει ανεξαρτήτως των προθέσεων των αγροτών. Αυτό μπορούσε να το διακρίνει κάνεις από τις προετοιμασίες των δυνάμεων ασφαλείας, όσο και από τα δημοσιεύματα του αθηναϊκού Τύπου που τις προηγούμενες μέρες επετίθεντο με λύσσα κατά των κολίγων. «Κινδυνεύομεν με όσα γίνονται εν Θεσσαλία» έγραφε η «Εστία», «Είναι καιρός να συνέλθωμεν και να αντιληφθώμεν ότι δεν είναι καιρός διά πειραματισμούς», ενώ και η εφημερίδα «Αθήναι» συμπλήρωνε: «Η εν Θεσσαλία εξέγερσις, η παράλογος αλλά και όντως αντιπατριωτική κατά την περίοδον ταύτην του πολιτειακού ημών βίου πρέπει να περισταλή πάση θυσία…».
Το Κιλελέρ και οι πρώτοι νεκροί
Το έναυσμα της αντιπαράθεσης με τις Αρχές δόθηκε στον σιδηροδρομικό σταθμό του Κιλελέρ, όπου οι κολίγοι ήρθαν σε αντιπαράθεση με τον διευθυντή των θεσσαλικών σιδηροδρόμων, Πολίτη. Τους αρνήθηκε να επιβιβαστούν στο τρένο (περίπου 200 άτομα) χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο. Το περιστατικό επαναλήφθηκε και στον επόμενο σταθμό, εξοργίζοντας τους χωρικούς που αντέδρασαν εξαγριωμένοι πετώντας πέτρες και ξύλα. Οι στρατιώτες πυροβολούν το πλήθος σκοτώνοντας δύο ή, κατά άλλους, τέσσερις. Οι συμπλοκές επεκτάθηκαν και στη Λάρισα.
Τελικά το συλλαλητήριο έγινε με ειρηνικό τρόπο στις τρεις το μεσημέρι στην πλατεία Θέμιδος. Στο ψήφισμα της συγκέντρωσης που στάλθηκε στη Βουλή και στην κυβέρνηση, οι αγρότες ζητούσαν την άμεση απαλλοτρίωση των τσιφλικιών με νομοσχέδιο και την εξέφραζαν την οδύνη τους για την άδικη επίθεση κατά του φιλήσυχου και νομοταγούς λαού. Τα θύματα ήταν άοπλοι και αθώοι σκλάβοι της Θεσσαλίας.
Οι δίκες κατά των αγροτών
Μετά το μακελειό της 6ης Μαρτίου του 1910, η κυβέρνηση του Δραγούμη οργάνωσε δίκες κατά των αγροτών. Η μία δίκη για τα αιματηρά γεγονότα σε Κιλελέρ, Τσουλάρ και Λάρισα με κατηγορούμενους 25 αγρότες και αγρότισσες, έγινε στη Λαμία.
Οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν. Το αγροτικό κίνημα μετά το Κιλελέρ φούντωσε σε όλη τη Θεσσαλία. Παρότι έλαβαν χώρα κατά κύριο λόγο στη Λάρισα τα γεγονότα, πήραν το όνομά τους από το χωριό Κιλελέρ επειδή από εκεί ξεκίνησαν οι συγκρούσεις
Η επέτειος αυτή τιμάται κάθε χρόνο και αποτελεί την κορυφαία εκδήλωση της ελληνικής αγροτιάς, που έχει την ευκαιρία να προβάλει τα αιτήματά της. Η εξέγερση του Κιλελέρ ξεσήκωσε κύμα συμπάθειας σε όλη τη χώρα, ενώ αυξήθηκε η κοινωνική πίεση για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος.
Τα πρώτα βήματα από τον Βενιζέλο
Η πολιτική εξουσία δεν μπορούσε άλλο να κλείνει τα μάτια. Το πρώτο δειλό βήμα για τη λύση του προβλήματος έγινε το 1911 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που διαδέχθηκε τον Στέφανο Δραγούμη στην πρωθυπουργία. Πάρθηκαν ορισμένα νομοθετικά μέτρα υπέρ των κολίγων, αλλά απαλλοτριώσεις δεν έγιναν και ένας λόγος ήταν οι πόλεμοι που ακολούθησαν. Μόνο μετά το 1923, όταν το πρόβλημα της αποκατάστασης των προσφύγων από τη Μικρά Ασία έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις, άρχισαν οι απαλλοτριώσεις τσιφλικιών σε μεγάλη κλίμακα.
Το αποφασιστικό βήμα για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών έγινε με τον νόμο 1702 του 1917 από την κυβέρνηση Εθνικής Αμυνας του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη και με κύριους εμπνευστές του τον Ανδρέα Μιχαλακόπουλο και τον Αλέξανδρο Μυλωνά. Στον νόμο ενσωματώθηκαν και τέσσερα νομοθετικά διατάγματα, με τα οποία ρυθμιζόταν νομοθετικά η αναγκαστική απαλλοτρίωση της μεγάλης ιδιοκτησίας σε όλη την ελληνική επικράτεια και άνοιγε ο δρόμος για τη διανομή κτημάτων στους ακτήμονες καλλιεργητές.
Επειδή όμως παρότι το θέμα διευθετήθηκε νομικά στην πράξη η εφαρμογή του καθυστερούσε, οι αγρότες της Θεσσαλίας συγκάλεσαν Παναγροτική Σύσκεψη στη Λάρισα, τον Σεπτέμβριο του 1919.
Οι καθυστερήσεις και η Αγροτική Ενωση
Η ανάγκη περαιτέρω συντονισμού του αγροτικού κόσμου απέναντι στις καθυστερήσεις και στην ασυνέπεια της κεντρικής εξουσίας οδήγησε στην ίδρυση της Πανθεσσαλικής Αγροτικής Ενωσης. Πρόεδρός της εξελέγη ο αγρότης Γ. Οικονομίδης από το Βελεστίνο, ουσιαστικός εμψυχωτής της όμως ήταν ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας του Βόλου «Ταχυδρόμος», Αλέξανδρος Μέρος. Με τη μεταβολή του πολιτικού σκηνικού τον Σεπτέμβρη του 1922 η αγροτική μεταρρύθμιση διακόπηκε. Τελικά ό,τι δεν μπόρεσαν να επιτύχουν οι αγροτικές κινητοποιήσεις επιτεύχθηκε λόγω των γεγονότων του 1922 στη Μικρά Ασία.
Η ανάγκη άμεσης αποκατάστασης των προσφύγων ώθησε την κυβέρνηση του Ν. Πλαστήρα στην έκδοση Νομοθετικού Διατάγματος, στις 15 Φεβρουαρίου 1923, «Περί αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών».
Ο Μαρίνος Αντύπας, τα ιδανικά και ο θάνατός του
Ο Μαρίνος Αντύπας γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1872, ήταν έλληνας σοσιαλιστής, δικηγόρος, δημοσιογράφος και κοινωνικός αγωνιστής. Ηταν υπέρμαχος των λαϊκών ελευθεριών και των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου, κυρίως των ανθρώπων του μόχθου. Αγωνίστηκε σε όλη του τη ζωή για την αφύπνιση του λαού και μάλιστα των αγροτικών και εργατικών τάξεων.
Κατηγορήθηκε και φυλακίστηκε πολλές φορές για υπονόμευση του βασιλικού καθεστώτος. Το 1896 συμμετείχε ως εθελοντής στην Κρητική Επανάσταση, αγωνιζόμενος στο πλευρό των Κρητών όπου τραυματίστηκε. Κατόπιν βρέθηκε να κληρονομεί μεγάλο τσιφλίκι του θείου του στην περιοχή του Πυργετού Λάρισας.
Εκεί είδε την άθλια ζωή των αγροτών και πάλεψε για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών.
Νωρίτερα, αστοί ηγέτες όπως ο Χαρίλαος Τρικούπης, είχαν εκφραστεί εναντίον της απαλλοτρίωσης της γης, διατυπώνοντας δικαιολογίες του τύπου: «Δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς γιατί θα χάσουμε ξένους επενδυτές».
Η χώρα εκείνη την περίοδο, τέλη 19ου αιώνα με αρχές 20ού, κατέρρεε από τις συνέπειες της τότε ελεγχόμενης πτώχευσης και την υποταγή στους ξένους. Οπως ήταν φυσικό, τοπικές εξεγέρσεις άρχισαν σταδιακά να ξεσπούν στη Θεσσαλία, ταυτόχρονα με την άρνηση των καλλιεργητών να δώσουν στους τσιφλικάδες το μέρος από τη σοδειά που διεκδικούσαν.
Κεντρική μορφή των εξεγέρσεων ήταν ο Μαρίνος Αντύπας, ο οποίος πήγαινε στα χωριά και ξεσήκωνε τους αγρότες. Ωστόσο, στις 10 Μάρτη του 1907, ο αθηναϊκός Τύπος δημοσίευσε μία είδηση που συγκλόνισε τα λαϊκά στρώματα, τη φτωχή αγροτιά και τους κύκλους των διανοουμένων, σε ολόκληρη τη χώρα. Η είδηση αφορούσε τη δολοφονία του δικηγόρου Μαρίνου Αντύπα. Αναγγέλθηκε στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων, γεγονός που υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα του προσώπου του δολοφονημένου.
Οι τσιφλικάδες είχαν αποφασίσει να τον δολοφονήσουν έπειτα από ένα μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο.
Ο Μαρίνος Αντύπας πέθανε πυροβολημένος από τον Ιωάννη Κυριάκου, επιστάτη του Αριστείδη Μεταξά, συνέταιρου του θείου του, το βράδυ της 8ης Μαρτίου 1907 στον Πυργετό Λάρισας. Λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια προτού ξεψυχήσει ήταν «Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία»…
Η διαδρομή από τη μυθολογία στην ιστορία που κρατάει 40 αιώνες
Το όνομα της Λάρισας είναι προελληνικό πελασγικής προέλευσης, ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στον ελλαδικό χώρο και σημαίνει ισχυρά οχυρωμένος λόφος ή Ακρόπολη. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η πόλη της Λάρισας χτίστηκε την πελασγική περίοδο από τον ήρωα Λάρισο, γιο του Πελασγού. Κατά τη μυθολογία επίσης, η Λάρισα ήταν σύζυγος του Ποσειδώνα και μητέρα του Αχαιού, του Φθία και του Πελασγού, ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή ήταν κόρη του Πελασγού. Παίζοντας κάποια στιγμή δίπλα στον Πηνειό γλίστρησε και πνίγηκε στα νερά του και από αυτήν πήρε το όνομά της η πόλη. Είναι πανάρχαια πόλη και κατοικείται εδώ και σχεδόν 4.000 χρόνια. Είχε κόψει νόμισμα, και αρκετά αρχαία κέρματα έχουν διασωθεί. Στη Λάρισα έζησε και πέθανε περίπου στην ηλικία των 90 χρόνων ο πατέρας της ιατρικής Ιπποκράτης, ο οποίος τάφηκε κάπου μεταξύ Γυρτώνης, Τυρνάβου και Λάρισας.