Του Ευαγγελου Μανωλόπουλου
Οι μεγάλες διαφορές μεταξύ των ανθρώπων στον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνονται στα φάρμακα αποτελούν έναν συχνό περιορισμό της φαρμακοθεραπείας. Οι διαφορές αυτές αφορούν τόσο την αποτελεσματικότητα όσο και την ασφάλεια των φαρμάκων. Είναι πλέον καλά τεκμηριωμένο ότι ένα σημαντικό ποσοστό αυτής της ποικιλομορφίας οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες. Ξεκινώντας από τη δεκαετία του ’50, τα αρχικά φαρμακογενετικά ευρήματα ανέδειξαν ότι οι κληρονομούμενες διαταραχές στον μεταβολισμό των φαρμάκων εξηγούν την εμφάνιση των δοσοεξαρτώμενων ανεπιθύμητων ενεργειών των φαρμάκων. Με το πέρασμα των δεκαετιών, η αλματώδης ανάπτυξη των τεχνικών δυνατοτήτων της μοριακής βιολογίας οδήγησε στην εξέλιξη της φαρμακογενετικής σε φαρμακογονιδωματική στις αρχές του 21ου αιώνα και στην πιο πρόσφατη ενσωμάτωσή της στο διευρυμένο κόνσεπτ της Ιατρικής Ακριβείας. Οι γενετικές παραλλαγές σε πολλά γονίδια φαρμακολογικής σημασίας έχουν μελετηθεί συστηματικά και, σήμερα, έχουμε στη διάθεσή μας αρκετές φαρμακογονιδιωματικές εφαρμογές που συμβάλλουν στη χορήγηση της βέλτιστης δόσης φαρμάκου ή/και στην επιλογή της πλέον κατάλληλης φαρμακοθεραπείας με τελικό σκοπό τη βέλτιστη θεραπευτική ανταπόκριση και την αποφυγή ανεπιθύμητων ενεργειών. Αυτές οι συνεχώς εξελισσόμενες εφαρμογές καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα συνταγογραφούμενων φαρμάκων, με το θεραπευτικό πεδίο της ογκολογίας να πρωταγωνιστεί.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.